Πέμπτη 22 Ιουλίου 2021

Η Τανάλια του Παππού Ιωάννη Λινάρδου στη Βαλύρα, το 1950

 Αφιερωμένο σε αυτούς που φροντίζουν  τα άτομα της τρίτης ηλικίας στη Βαλύρα

        Ο παππούς Ιωάννης Λινάρδος γεννήθηκε το 1888   και ήταν ένας ευπρεπής και

 μοσχοαναθρεμένος Βαλυραίος, που κατοικούσε σε ένα από τα ωραιότερα πέτρινα σπίτια επάνω στη δημοσιά (δημόσιο δρόμο) της Βαλύρας, που οδηγεί προς τη Λάμπαινα και τη Μεσσήνη.    Η διώροφη πέτρινη  οικία του κτίστηκε όταν  εκείνος ήταν ακόμη νεαρός και ανύπαντρος και αγοράστηκε από τους γονείς του  το οικόπεδο.  Αρκετά χρόνια ,μετά   την ανέγερση του κτίσματος, φυτεύτηκε στο περιβόλι πίσω από το σπίτι ένας ευκάλυπτος ,που είναι σήμερα τουλάχιστον 120 ετών και ανοίχτηκε ένα πηγάδι με  20 μέτρα βάθος, το οποίο  προσφέρει το δροσερό νερό του    αγόγγυστα, ακόμη και  στις μέρες μας. Ο νεαρός νοικοκύρης Ιωάννης, νυμφεύτηκε τη Βασιλική, μία λεπτή σε τρόπους και ευπαρουσίαστη νέα γυναίκα, με την οποία απέκτησε τρεις κόρες κι έναν γιό, τις  Γεωργία, Ελένη, Αγγελική και τον Ερρίκο,  ο οποίος τον δόξασε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπηρετώντας στο  Ύδρα , που βομβαρδίστηκε από τους Γερμανούς στον Σαρωνικό  το 1940 και επέζησε , χαρίζοντας του με τη Βασιλική πέντε εγγόνια, δύο κορίτσια και τρία αγόρια. Το πρώτο από τα αγόρια φέρει το όνομά του.

      Το βασικό επάγγελμα του παππού Ιωάννη ήταν η καλλιέργεια της γης που κληρονόμησε από τους γονείς του, και πέραν τούτου η αυτάρκεια, όσον αφορούσε τη συντήρηση του σπιτιού και των γεωργικών εργαλείων του, όπως ήταν η επισκευή στα  ινιά για να οργώνει τα κτήματα το φθινόπωρο. Πέραν όμως από όλα αυτά ,ήταν μοναδικός στη περιποίηση του εαυτού του, ώστε κανένας να μην μπορεί ποτέ να του βρει ψεγάδι ,και να του προσάψει κάτι, πιάνοντας τον ατημέλητο, εσωτερικά και εξωτερικά.

      Παρουσιαζόταν πάντα φρεσκοξυρισμένος, κουρεμένος, με καθαρά ρούχα ακόμη και στα κτήματα, με τα δόντια του να λάμπουν, με κομμένες σωστά τις τρίχες στο μουστάκι, στα ρουθούνια του και στα αυτιά του, με τη βοήθεια της κυρά  Βασιλικής  βεβαίως βεβαίως ,επίσης με  κομμένα και λιμαρισμένα τα νύχια του , ακόμη και με τανάλια, όταν δεν  είχε ψαλίδι στους αγρούς. Ως προς την καλλιέργεια των εσωτερικών του χαρισμάτων, ήταν βαθύτατα θρησκευόμενος, ένας πολύ καλός σύζυγος και πατέρας, νήστευε, κοινωνούσε και ήταν ιδιαίτερα αγαπητός από τους γείτονες και τη κλειστή κοινωνία της Βαλύρας. Εάν μπορούσε, δεν αρνιόταν τη βοήθεια στους συνανθρώπους του και   ελεούσε τον φτωχό και τον πεινασμένο.

      Απέναντι από το σπίτι του ,άνοιξε   το 1958 το σιδηρουργείο του Μπαρμπαλιά, που εξυπηρετούσε  τους κατοίκους της Βαλύρας και των γύρω χωριών. Πολλοί γεωργοί έφερναν τα εργαλεία τους για επισκευή και ο Μπαρμπαλιάς ξενυχτούσε πάνω στο καμίνι για να τα επισκευάσει. Επειδή κατέληγε πολύ κουρασμένος,   αργά το βράδυ στο σπίτι του στο Μπιζάνι, και δεν κατάφερνε να ξεκουραστεί αρκετά , κοιμόταν μέχρι δέκα το πρωί και στη συνέχεια άνοιγε το σιδηρουργείο. Αυτό όμως ήταν ασυνήθιστο για τους γεωργούς, που  βρίσκονταν στο πόδι από τα ξημερώματα, μέχρι που έμαθαν τα χούγια  του και συμβιβάστηκαν με τη νοοτροπία  του μάστορα τους. Ο παππούς Γιάννης δεν περίμενε  κανέναν Μπαρμπαλιά .Είχε φτιάξει ένα δικό του μικρό καμίνι, έριχνε κάρβουνα και στη   φωτιά λέπτυνε τα ινιά του, για να μπορέσει να οργώσει τους αγρούς του.

       Ένα πρωινό, ένας καλός αγρότης ξεκίνησε από τη Λάμπαινα, με τα ινιά   φορτωμένα στον γάιδαρο,και μόλις έφτασε στη γέφυρα της Βαλύρας ρώτησε προς τα που είναι το μαγαζί του Μπαρμπαλιά.

-Πριν το ρέμα που θα συναντήσεις στη Δημοσιά είναι, του απάντησαν οι γυναίκες που πότιζαν πρωί πρωί τα λουλούδια στις αυλές τους.

Μόλις έφτασε στο γεφυράκι ήταν πολύ ενωρίς, το μαγαζί ήταν κλειστό,δεν είχε εξωτερική πινακίδα για να το  εντοπίζουν,  και στο Λιναρδέικο σπίτι  δίπλα κάπνιζε το φυσερό του παππού Γιάννη.

-Καλημέρα!

-Καλημέρα, απάντησε ο παππούς.

-Μάστορα, έφερα τα ινιά για να τα φτιάξεις.

Ο γερο Γιάννης παραξενεύτηκε.

-Από πού έρχεσαι, τον ρώτησε.

-Από τη Λάμπαινα, απάντησε εκείνος.

-Και σου είπαν να έρθεις σε μένα;

-Βεβαίως, απάντησε εκείνος, Λένε ότι είσαι ο καλύτερος !

-Καλά, δεν σου είπαν ότι εγώ μόνο τα δικά μου τα ινιά  επισκευάζω;

-Και του γείτονά μου ποιος τα έφτιαξε, η Μαρίκα;Δεν είμαι της εφορείας, δεν θέλω απόδειξη!

-Και να ήθελες, δεν έχω δηλώσει τη δραστηριότητα, δεν διαθέτω μπλοκάκι.

-Μη με παιδεύεις Χριστιανέ μου, ήρθα τόσο δρόμο, ΄πόσα θέλεις, αν δεν μπορείς σήμερα να σου τα αφήσω και να τα πάρω αύριο.

- Εξήγησε του,   είπε εκνευρισμένος ο παππούς Γιάννης στη γιαγιά Βασιλική, μόνο τα δικά μου ινιά φτιάχνω!

Την ώρα που εξηγούσε η γιαγιά Βασιλική, κατέφθασε ο Μπαρμπαλιάς. Όταν τον είδε ο άνθρωπος τον αναγνώρισε, γιατί τον είχε δει  μια φορά να μοιράζει εργαλεία στη Λάμπαινα.

-Αυτός είναι ο μάστορας, είπε!Γιατί δεν μου έλεγε εξ αρχής ότι ο μάστορας αργεί να έλθει;  Διαμαρτυρήθηκε στη κυρά Βασιλική.

-Σου απάντησε σε ό,τι τον ρώτησες ,  αποκρίθηκε  εκείνη!

Κάποιο βράδυ ο παππούς Γιάννης αποκοιμήθηκε κατάκοπος , αφού πρόλαβε να φάει κάτι και να κάνει  μπάνιο .Το πρωί σηκώθηκε κανονικά, φόρτωσε το άλογο και τράβηξε για  τον αγρό.

Προτού να ξεκινήσει   το όργωμα, κοιτάζει τα χέρια του  και τι να δει!

Είχε ξεχάσει να κόψει τα νύχια του!Εκνευρισμένος  άφησε το όργωμα, τα ξέχασε όλα. Έψαξε μέσα

στα εργαλεία του αλλά είχε   μείναι στο σπίτι ο νυχοκόπτης. Τι να κάνει;

Κάθισε κάτω από μία ελιά και προσπάθησε σιγά σιγά να κόψει τα νύχια του με τη τανάλια.

Εκείνη την ώρα πέρασε  ένας συμμαθητής του και τον είδε.

-Τι κάνεις εδώ γαμπρέ; Του είπε καλημερίζοντας τον.

-Πανάθεμα με, ξέχασα τον νυχοκόπτη και δεν μπορώ να οργώσω το κτήμα χωρίς να κόψω πρώτα τα νύχια μου!

-Και με τη τανάλια προσπαθείς να τα κόψεις; Αυτή δεν είναι για να τα κόψεις, αλλά για να τα τραβήξεις να τα βγάλεις από τη ρίζα. Να, πάρε τον δικό μου  να τα κόψεις, του είπε και του έδωσε τα κλειδιά του, που  μέσα στον κρίκο είχε περάσει ένα νυχοκόπτη.

- Σε ευχαριστώ πολύ, αλλά δεν γίνεται. Δεν συνηθίζω να κόβω τα νύχια μου με τον νυχοκόπτη των άλλων ανθρώπων.

-Γιατί; Συχαίνεσαι;

-Όχι, έτσι με έμαθε η συγχωρεμένη η μάνα μου, απάντησε.

-Δεν νομίζω να σου είπε ότι σε αυτή τη περίπτωση να τα κόβεις με τη τανάλια, απάντησε εκείνος.

-Όχι, αυτό δεν το  ανέφερε ποτέ, γι αυτό είμαι ελεύθερος να το δοκιμάσω!

-Είσαι άξιος της μοίρας σου, απάντησε εκείνος. Μα το Θεό, θα καθίσω να δω πώς θα τα καταφέρεις!

Αφού ο παππούς Γιάννης έκοψε τα νύχια του, στη συνέχεια δεν ήταν λεία και χρειαζόταν να τα λιμάρει, γιατί όντως θα τον εμπόδιζαν στο όργωμα.

-Ας το καλό μου, είπε. Χειρότερα έγιναν τώρα, χρειάζονται λιμάρισμα.

 Πώς να τα λιμάρω σκέφτηκε;Θυμήθηκε ότι είχε ένα κομμάτι γυαλόχαρτο μέσα στα εργαλεία, το πήρε και λίμαρε τα νύχια του.

Εμ, εσύ δεν είσαι άνθρωπος, είσαι αητός στα ανεμοβούνια, απάντησε ο φίλος του, που είδε έκπληκτος το λιμάρισμα με το γυαλόχαρτο.

      Ο παππούς Γιάννης ,  κατά τα τελευταία δέκα έτη ήταν τυφλός. Πάραυτα, επικοινωνούσε καλά με το περιβάλλον του και είχε συνεχή εσωτερικό διάλογο με τον Θεό, ο οποίος του αποκάλυψε ότι πλησιάζει η μέρα του θανάτου του και να ετοιμαστεί ,αποχαιρετώντας τα παιδιά και εγγόνια του και καθαρίζοντας τον εαυτόν του προσευχόμενος. Το αποκορύφωμα αυτής της εσωτερικής επικοινωνίας ήταν ένα χαρακτηριστικό όνειρο που είδε:

Ονειρεύτηκε ότι ήταν στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Βαλύρα και εμφανίστηκε ο ιερέας του χωριού ,Δημήτριος Ξυδόπουλος ,του οποίου η οικία ήταν εκεί κοντά , και του είπε το εξής:

-Ιωάννη ετοιμάσου, στις 20 του μήνα θα φύγεις από τη ζωή.

Εκείνος ψύχραιμος, κάλεσε τα πέντε εγγόνια δίπλα του, και τράβηξε έναν φάκελλο που είχε κρυμμένο κάτω από το μαξιλάρι του.

Έδωσε το φάκελλο στον εγγονό  του τον Γιάννη και του  είπε να μετρήσει τα χρήματα. Στη συνέχεια έκανε τη διαίρεση στα πέντε και είπε στο κάθε εγγόνι  του να πάρει το ποσό που του αναλογεί.

-Γιατί παππού μας μοίρασες τα χρήματά σου;Τον ρώτησε ο Γιάννης ,κρατώντας του το χέρι.

-Γιατί λεβέντη μου ,του  εξήγησε, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου και ο Θεός σύντομα θα μου πάρει τη ψυχή και  του διηγήθηκε το όνειρό του.

Εκείνος δάκρυσε και τον αγκάλιασε. Ο παππούς το διαισθάνθηκε και με το  μαντήλι του πήγε να  να του σκουπίσει  τα  δάκρυα, αλλά κατά λάθος τον έξυσε ελαφρά στο πρόσωπο.

-Σε γρατζούνισα, το κατάλαβα, είπε.

-Δεν πειράζει παππού,  τον καθησύχασε ο Γιάννης.

-Πώς πειράζει,και  πολύ πειράζει, απάντησε εκείνος. Τα νύχια μου θέλουν κόψιμο!

-Εντάξει, είπε ο Γιάννης, πάω να φέρω τον νυχοκόπτη.

-Δεν μου φέρνεις και τη τανάλια  σε παρακαλώ, έχω χρόνια να τη πιάσω και τη πεθύμησα.

Αφού ο παππούς κράτησε τη τανάλια του και χάρηκε, ο Γιάννης του έκοψε τα νύχια με τον νυχοκόπτη.

Στη συνέχεια ψηλάφισε το χέρι του Γιάννη και  τον μάλωσε.

-Κοντεύεις να κάνεις μανικιούρ. Να κόψεις τα νύχια σου, γιατί δεν βλέπω να σου τα κόψω εγώ, του είπε  παραπονεμένα.

-Με τι να τα κόψω παππού, με τη τανάλια ή τον νυχοκόπτη ; Τον ρώτησε ο Γιάννης γελώντας, για να του φτιάξει τη διάθεση.

-Εσύ θα γίνεις   επιστήμονας ,του απάντησε ο παππούς, δεν θα χρειαστείς τη τανάλια. Άλλος θα οργώνει τα κτήματα!

     Ο παππούς Ιωάννης Λινάρδος αναπαύθηκε εν ειρήνη ,στις 20 Φεβρουαρίου το 1971, όπως προείπεν ο Κύριος. Ας είναι ευλογημένο το χώμα που κρατεί τη σεπτή σωρό του, και τα χέρια που τον φρόντισαν και έφυγε με αξιοπρέπεια, στα  83 του χρόνια.  Ας φροντίσουμε όσο μπορούμε τους γέροντες μας, γιατί  μας προσέφεραν μία καλή ζωή  σε δύσκολες εποχές, με αξιοπρέπεια και βαθιά πίστη στον Θεό. Το αξίζουν!

 

Ο Θεός μαζί σας!

 

 

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

 

19/7/2021

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: