Αφιερωμένο σ΄ εκείνους που βλέπουν
Η λέξη αράπης ,στην σημερινή εποχή μας ,χαρακτηρίζεται ως ρατσιστική , όσον αφορά τη μαύρη φυλή και το σκούρο χρώμα του δέρματος του ανθρώπου.
Όμως, την περίοδο της Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα, ο Αράπης δεν ήταν λέξη, αλλά οντότητα, και δεν αφορούσε τους μαύρους ανθρώπους του πλανήτη, ούτε καμία άλλη εθνικότητα, αν και η λέξη καθεαυτό είναι τουρκικής προελεύσεως .Αναφερόταν στην δόλια και σκοτεινή, στη μαύρη ψυχή του αποθανόντος , η οποία δεν έβρισκε γαλήνη λόγω των αμαρτημάτων της, όπως ήταν η ψυχή των πειρατών, των Σαρακηνών και των Αράβων , οι οποίοι έκαναν επιδρομές στην σκλαβωμένη Ελλάδα και προκαλούσαν τον θάνατο αθώων ανθρώπων και καταστροφές στον τόπο. Αναφερόταν επίσης στον σκληρό κατακτητή που βασάνιζε τους υπόδουλους Έλληνες και στους κοτζαμπάσηδες, που ήταν φιλοχρήματοι και αδικούσαν τον φορολογούμενο λαό. Γενικά , αφορούσε κάθε άδικο και άπληστο άνθρωπο, που ζούσε μακριά από τον Θεό, τον Χριστό και την εκκλησία.
Οι Χριστιανοί εκείνη την εποχή ,ήταν πιο πιστοί από εμάς σήμερα και μπορούσαν να δουν πίσω από το δέρμα του άλλου, τις ιδιότητες της ψυχής του. Με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, αρκετοί ιερωμένοι, παρατηρώντας το πρόσωπο ενός ανθρώπου ,μπορούν και σήμερα να διαπιστώσουν τι έχει επικαθήσει επάνω σε αυτό. Συνήθως ,ο ιερέας μας παρατηρεί την ώρα που κοινωνούμε και μας δίνει τις ευχές του. Βλέπει, αλλά δεν μιλάει. Μόνο παρακαλεί τον Θεό να μας ελεήσει, να φωτιστούμε και το ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να λάμψει εντός μας.
Ο πατήρ Δημήτριος Ξυδόπουλος, ιερέας στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου της Βαλύρας, , που τον θυμόμαστε όταν μας κοινωνούσε κατά τη δεκαετία του 1960, είχε το χάρισμα από τον Θεό να βλέπει, εξετάζοντας τα πρόσωπα των πιστών και τα λεχθέντα τους, κατά την εξομολόγηση, καθώς και το ένδυμα του ψυχικού τους φορέα κατά τη ώρα που τους κοινωνούσε. Μάλιστα, σε μία επέτειο της 25ης Μαρτίου, ενώ γινόταν η δοξολογία εμπρός στο μνημείο των ηρώων, που βρίσκεται στην αυλή του Αγίου Αθανασίου, άνοιξε μία νοητή πύλη, η οποία βέβαια είχε λεπτοφυή υλική υπόσταση και δεν μπόρεσε να τη δει κανένας με γυμνό οφθαλμό, αλλά την αποθανάτισε ο φακός και την έχει φυλάξει ο καθ. Ιωάννης Λύρας στο ιστορικό του αρχείο για τη Βαλύρα. Εξήλθε από τη σπηλιά ένα άσπρο κερί , κινούμενο πέρα δώθε, και έδειχνε στον ιερέα τι συνέβαινε στους στρατιωτικούς, που παρευρίσκονταν στην εορτή.
Κατά τη ώρα της Θείας Κοινωνίας, έβλεπε ο παπά Δημήτρης πολλά παρατηρώντας τους πιστούς που μεταλάμβαναν .Για παράδειγμα, κάποια πρόσωπα ήταν πολύ σκοτεινά και τα μάτια τους κίτρινα και βλοσυρά, από την μεγάλη προσήλωση στην απόκτηση χρήματος ,με θεμιτά και αθέμιτα μέσα. Άλλοι ήταν σκοτεινοί και κοινωνούσαν τυπικά, για το φαίνεσθαι. Άλλα πρόσωπα ήταν σαν καμένα, με κόκκινα μάτια που πετούσαν φλόγες. Αυτοί ήταν συνήθως πολύ καταπιεστικοί άντρες προς τις γυναίκες τους, που τις είχαν σαν δούλες. Έπασχαν από καταλαλιά, διαρκώς κατηγορούσαν και έκριναν αρνητικά τους άλλους γύρω τους. Υπήρχε και μία χήρα, που η καταγωγή της ήταν από άλλα μέρη .Εκείνη είχε εραστή έναν παντρεμένο στο χωριό και δεν έλεγε να τον αφήσει. Γι αυτό ποτέ δεν κοινωνούσε. Από τους ακάθαρτους λογισμούς και τη σεξουαλική προσκόλληση ήταν γεμάτη επάνω της με κάτι που έμοιαζε με μαύρο αίμα και μεγάλες μύγες. Όταν την έβλεπε ο παπά Δημήτρης, έκανε πολλές μετάνοιες να συγχωρήσει τον ίδιο ο Θεός και να ελεήσει τη χήρα, που δεν μπορούσε να τη βοηθήσει, όσο κι αν προσπαθούσε. Οι βασανισμένες γριούλες , που ήταν γεμάτες καλοσύνη, κάποιες είχαν χάσει τα παιδιά τους στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο και στον Εμφύλιο, ήταν στολισμένες στα λευκά και έλαμπαν ολόκληρες, όπως τα μικρά κορίτσια. Το ίδιο και όλοι οι πιστοί που κοινωνούσαν με κατάνυξη και νήστευαν.
Κάποτε ο πατήρ Δημήτρης είδε έναν χωριανό στον δρόμο, που έμοιαζε σαν αράπης.
-Είσαι καλά, τον ρώτησε.
-Όχι, απάντησε εκείνος, ετοίμασε το μνήμα της, γιατί θα την σφάξω απόψε(εννοούσε τη γυναίκα του).
-Τι σου έκανε ευλογημένε; Τον ρώτησε.
-Πήγε να λύσει την αγελάδα από το δέντρο και δεν λύγισε τα πόδια της. Πέρασε ένας άλλος βοσκός την ώρα που έσκυβε και είδε το “ρούχο” της.
-Η κακιά η ώρα ήταν, δεν το έκανε επίτηδες, την δικαιολόγησε ο παπά Δημήτρης. Άσε τη γυναικούλα στην ησυχία της, που είναι ένας βασανισμένος άνθρωπος του Θεού.
Εκείνος ήταν ανένδοτος. Συνέχεια μετρούσε τα χρήματά του και της έλεγε ότι τον γέλασε ο πατέρας της , του έδωσε λιγότερα και του τη φόρτωσε. Γι αυτό ο Θεός πήρε εκείνη τη βασανισμένη ψυχή γρήγορα κοντά του, και ο “αράπης” του χωριού είχε κακά γεράματα. Και τα χρήματά του διέθετε προς το τέλος της ζωής του, αλλά οι γυναίκες φοβόντουσαν να τον πλησιάσουν για να τον γηροκομήσουν. Δεν ήθελε να κοινωνήσει με τίποτα, ήθελε να μην του κάνει ο ιερέας νεκρώσιμο ακολουθία και να τον κάψουν!Μετά τον θάνατό του πίστευαν στο χωριό ότι έγινε η ψυχή του ένας αράπης-λύκος. Ο ιερέας τότε τους παρακάλεσε όλους να τον συγχωρήσουν για να τον ελεήσει ο Κύριος.
Ο Αράπης ζει μακριά από τους ανθρώπους, γιατί είναι παράνομος από τον Θεό. Δεν έχει πρόσβαση στα σπίτια ,όπως οι Άγιοι. Μένει σε σπηλιές και σε χαλάσματα και βγαίνει μόνο τη νύχτα. Προσπαθεί να τεντώσει το σώμα του, αλλά δυσκολεύεται, γιατί το ρούχο της ψυχής του είναι σαν ένα δίχτυ με βαριά χρυσά φλουριά, τοποθετημένα σε ειδική διάταξη. Προσπαθεί παράλληλα να αφαιρέσει το ένδυμά του από επάνω του ,αλλά δεν μπορεί γιατί έχει καταδικαστεί από τις ίδιες του τις πράξεις όταν ήταν στη ζωή, να το φορεί αιώνια. Απλά το τινάζει στον αέρα και είναι σαν να λιχνίζει τα φλουριά του. Θέλει να πετάξει όπως η περιστερά του Αγίου Πνεύματος, αλλά δυστυχώς είναι μια καταδικασμένη και μιαρή ψυχή. Αν δει κανέναν περαστικό τη νύχτα, του κάνει νόημα να πλησιάσει για να πάρει φλουριά και να τον ελαφρύνει. Αν ο άνθρωπος δεν πλησιάσει αλλά φύγει τρέχοντας, δεν πρέπει να κοιτάξει πίσω του, γιατί όπως είναι θυμωμένος ο Αράπης τον φασκελώνει και τον καταριέται. Αν πλησιάσει και αγγίξει τα νομίσματα, την επόμενη μέρα θα πεθάνει.
Όσοι παλιοί είδαν τον Αράπη τη νύχτα στη Βαλύρα, νόμισαν ότι βόσκει τα φλουριά του. Οι γιαγιάδες μας επέμεναν ότι έπαιρνε αργά τα μεσάνυχτα τον δρόμο προς το Μπιζάνι και πήγαινε ψηλά στη Δέση και στον Κάκαβο, στο ποτάμι της Μαυροζούμενας. Ήταν μαύρος, τα μάτια του γυάλιζαν σαν του λύκου και από μικρός γινόταν μέσα σ΄ ένα λεπτό τεράστιος, λόγω του εύπλαστου που διαθέτουν τα σώματα των ψυχών. Έκρυβαν τα κορίτσια, γιατί ήθελε λευκή και ξανθιά αγαπητικιά παρθένα, και αν ήταν απρόσεχτοι θα τους την άρπαζε. Έτσι και την άγγιζε ο Αράπης, εκείνη θα πέθαινε σύντομα , η ψυχή της θα γινόταν σκύλα και θα ζούσε στο λημέρι του. Τα ατίθασα παιδιά τα σακούλιαζε τη νύχτα και τα κρατούσε δεμένα σφιχτά μέσα στα σακιά ,στη σκοτεινή και υγρή σπηλιά του, μακριά από το φως του Ηλίου και τη μανούλα τους! Κάποια χρονιά της δεκαετίας του 1960, όταν γιορτάζαμε τις Απόκριες, ντύθηκε ένας Μπιζανιώτης Αράπης. Περιττό να πω ότι όσα παιδιά τον είδαν έσπασε η καρδιά τους από τον φόβο. Δύσκολα το ξεπέρασαν.
Τώρα ,αν αναρωτιέστε τι σχέση έχουν τα φιστίκια με τον Αράπη, θα πρέπει να διαβάσετε το ακόλουθο:
Οι αγρότισσες μητέρες στη Μεσσηνία, από την εποχή της Τουρκοκρατίας μέχρι και το τέλος του 1960, κατόρθωναν να στέλνουν τα δύσκολα παιδιά στα κρεβάτια τους στις εννέα το βράδυ, να τρώνε το φαγητό τους χωρίς αντιρρήσεις,να πλένονται και να είναι τακτικά, ακόμη και τα βρέφη να καταπίνουν την κοτόσουπα, το μοσχαράκι με τα λαχανικά και τις φρουτόκρεμες , χωρίς κλάματα, γιατί καιροφυλακτούσε ο Αράπης ,μ΄ ένα μεγάλο σακί, και άρπαζε όλα τα ανυπάκουα παιδιά. Το δε ύφος της μητέρας ήταν τόσο πειστικό, που προκαλούσε δέος και στους ενήλικες. Ενεργοποιούσε την ενορατική λογική του βρέφους, κι όταν εκείνο έβλεπε τη μητέρα του να το κοιτάζει με βλέμμα φόβου και τρόμου και να του μιλάει με σιγανή, αγχώδη φωνή ,που εξέπεμπε σήμα κινδύνου, άνοιγε το στόμα του διάπλατα, κι αδιαμαρτύρητα έκανε το θέλημά της!
΄-Αυτός, ο αναθεματισμένος Αράπης, ο φόβος και ο τρόμος των παιδικών μας χρόνων, εντυπώθηκε τόσο βαθιά στη μνήμη μου, που ακόμη και στη γεροντική ηλικία μου ακούω τη μητέρα μου να φωνάζει στις εννέα παρά πέντε κάθε βράδυ, “γρήγορα στο κρεβάτι σου Θανάση”, μου είπε ένας συγχωριανός μας από το Μελιγαλά. Αλλά να ήταν μόνο αυτό;
Πού να ακούσετε τι έπαθα με τα φιστίκια, αναφώνησε ο κυρ Θανάσης.
Πήγα στην Αθήνα ν΄ αγοράσω ξηρούς καρπούς και ζήτησα φιστίκια από την υπάλληλο.
-Έχουμε φιστίκια Αίγινας ωμά, ψημένα ανάλατα και αλατισμένα, φιστίκια Βραζιλίας και Αράπικα φιστίκια. Εσείς τι φιστίκια θέλετε;Με ρώτησε η κοπέλα.
-Απλά φιστίκια δεν έχετε; Τη ρώτησα ο άνθρωπος!
Εκείνη εξεπλάγην και μου απάντησε:
-Θέλετε να κοιτάξετε στα ράφια , να δείτε αν έχουμε αυτό που ζητάτε;
Πήγα στα ράφια, βρήκα τα απλά φιστίκια, ψημένα και αλατισμένα , πήρα ένα σακουλάκι των 500γρ και της το ακούμπησα πάνω στον πάγκο.
-Αυτά σας ζήτησα κυρία μου ,της είπα.
-Αυτά είναι τα αράπικα, μου απάντησε εκείνη.
-Α! Διαμαρτυρήθηκα. Εμείς στη Μεσσηνία τα λέμε απλώς φιστίκια, όχι αράπικα. Γιατί αν τα λέγαμε αράπικα, θα φοβόντουσαν όλα τα παιδιά και ποτέ του , μα ποτέ του κανένα δε θα τα έβαζε στο στόμα του.
-Ναι, μου απάντησε εκείνη, αλλά αν δεν τα πείτε αράπικα κανένας δεν θα σας καταλάβει πλέον!
-Τόσο πολύ αγχώθηκα, που ήθελα να τηλεφωνήσω σε μία εταιρία παραγωγής να τους προτείνω να γράψουν πάνω στη συσκευασία “απλά φιστίκια”!Ακούς εκεί; Αράπικα! Το συζήτησα μ΄ έναν ιερέα στην ενορία μου και γέλασε μαζί μου.
-Δεν αφορούν τον Αράπη που ήξερες κυρ Θανάση, μου απάντησε, αλλά αν τρώει κάποιος πολλά φιστίκια και ζει για να απολαμβάνει , χωρίς να ελέγχει τα πάθη της κοιλιάς, τη γαστριμαργία και την απληστία, σίγουρα θα σκοτεινιάσει η ψυχή του σαν του Αράπη!
-Οπότε μου λέτε πάτερ μου ότι ο Αράπης κυκλοφορεί κατά κόρον ανάμεσά μας, επίσης κι εμείς μπορεί να είμαστε λίγο – πολύ αράπηδες ,λόγω των παθών μας και να είναι σκοτεινή η ψυχή μας.
-Ακριβώς, απάντησε ο ιερέας.
-Εσείς που με το χάρισμα του Αγίου Πνεύματος τα βλέπετε όλα, μπορείτε να με διαφωτίσετε, μπορείτε να μου πείτε πώς με βλέπετε; Είμαι σκοτεινός, φωτεινός, τι στο καλό μου συμβαίνει; Ρώτησε ο κυρ Θανάσης.
-Το θέμα δεν είναι πώς σε βλέπω εγώ , αλλά τι αντιλαμβάνεσαι εσύ για τον εαυτό σου.
-Σωστά, ζητάω μασημένη τροφή.
Πειράζει που δεν θέλω και επιμένω να μην λέω τα φιστίκια αράπικα, αλλά απλά;
-Πότε ήταν η τελευταία φορά που επισκέφθηκες το πατρικό σου στον Μελιγαλά; Ρώτησε ο ιερέας.
-Πριν πολλά χρόνια,πάνε και σαράντα χρόνια από τότε που κληρονόμησε ο αδελφός μου το σπίτι.
-Πρέπει να κατέβεις, να δεις πώς είναι σήμερα ο Μελιγαλάς και μετά να συζητήσουμε, πρότεινε ο ιερέας. Κακώς που δεν διατηρείς επαφή με τον αδελφό σου τόσα χρόνια!
Ο Θανάσης ,με την πρώτη ευκαιρία που του δόθηκε, τηλεφώνησε στον αδελφό του και κατέβηκε στον Μελιγαλά. Έμεινε για δύο βράδια στο πατρικό του σπίτι, που είχε αλλάξει εντελώς. Όταν επέστρεψε, τηλεφώνησε και μου είπε:
-Ποια αράπικα φιστίκια; Αυτοί προτιμάνε γάλα αμυγδάλου και super food ( υπερτροφές). Άσε που μόλις τους είπα για τον Αράπη, μου είπαν”αυτή είναι πολύ καλή φάση”! Πες μας πού βγαίνει να πάμε να τον πάρουμε βιντεάκι με το κινητό και να τον ανεβάσουμε στο You tube!Πάω να αγοράσω ένα προηγμένο κινητό ,γιατί τα παιδιά του αδελφού μου θα μου στείλουν βίντεο από τις σπηλιές που τους είπα!Κάτω στο σπίτι δεν άκουσα καθόλου τη μάνα μου να μου μιλάει, και κοιμήθηκα στις δώδεκα το βράδυ!
Οι γαρυφαλλιές και οι τριανταφυλλιές από τον φόβο τους σταμάτησαν να αναδύουν αρώματα. Οι άγριες ορχιδέες ψάχνουν τα ανύπαρκτα βάτα για να γονιμοποιηθούν με την ησυχία τους. Ο δε Αράπης, παρακάλεσε τον Θεό να τον κάνει πολύ μικρό, για να μην τον βρίσκουν οι περίεργοι άνθρωποι. Κι ο Θεός τον άκουσε. Τον έκλεισε μέσα σε μία χελώνα, σ΄ ένα πολύ σκοτεινό σπήλαιο, να ζει με σταγόνες νερό από την οροφή. Κι όταν περάσουν οι σπηλαιολόγοι και τον δουν θα πουν:
-Ω! Μία τεράστια χελώνα, πόσων ετών είναι; Ο Αράπης θα γυρίσει ανάποδα το καύκαλο της χελώνας και θα αναδυθεί με το δίχτυ του και τα φλουριά του. Αλλά κανένας δεν θα το αντιληφθεί. Μέχρι και ο διάβολος απορεί, πού τελικά έχει φθάσει το ανθρώπινο γένος!Δεν βλέπουμε πλέον, βλέπουν τα πάντα τα τεχνητά μέσα για μας και είμαστε απόλυτα εξαρτημένοι απ΄ αυτά. Ευλογημένοι εκείνοι που πιστεύουν βαθειά και λαμβάνουν το σώμα και το αίμα του Χριστού. Ο νους τους ,λουσμένος στο φως , στολίζει ως Ήλιος νοητός τη ψυχή τους και τους δείχνει το σωστό μονοπάτι, μακριά από τη σπηλιά του φοβερού και τρομερού Αράπη, που δέσμιος των υλικών απολαβών, τώρα μετράει αιωνίως τα βαριά σίδερα της αβάσταχτης φυλακής του! Υγιαίνετε!
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η. Κοντοπούλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου