Αφιερωμένο σε εκείνους που οικοδόμησαν ιερούς ναούς στη Βαλύρα
Ο ιατρός Παναγιώτης Παπασαραντόπουλος γεννήθηκε στη Βαλύρα ,πριν το 1900, και απεβίωσε στις 9 Ιουνίου το 1938, ευτυχώς, χωρίς να προλάβει να δει η ευγενική ψυχή του τις καταστροφές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τον Εμφύλιο Σπαραγμό του τόπου μας. Ήταν υιός του Αριστόδημου Παπασαραντόπουλου, επίσης ιατρού, και γόνος μίας παλιάς και ευκατάστατης οικογένειας του χωριού. Τη παλιά οικία της οικογένειας Παπασαραντόπουλου χρησιμοποίησε ως χώρος διαμονής του ο Τζαφέρ Αγάς , ο οποίος ήταν ο τέταρτος κατά συνέχεια αγάς στη Βαλύρα. Έχει καλντερίμι, πολεμίστρες, κρυψώνες και το υπόγειο είναι θολωτό.Το 1814 δωρίστηκε από τον παπά Σαράντη, συγγενή του ιατρού Παπάση. Ο Παναγιώτης Παπασαραντόπουλος, από τη παιδική του ηλικία ,διακρίθηκε για την οξύνοια του, επιμέλεια, πειθαρχία και άριστη διαγωγή του και έλαβε πολλά αριστεία κατά τα μαθητικά του χρόνια. Στη συνέχεια σπούδασε ιατρική στην Ελλάδα και συνέχισε στη Γαλλία, όπου ειδικεύτηκε σε αρκετούς τομείς, και έλαβε το όνομα Παπάσης, το οποίο κράτησε μέχρι το γήρας του, διαβάζουμε στο βιβλίο του καθ. Ιωάννη Λύρα, “Βαλύρα Ονομάτων Επίσκεψις”,(Λύρας, 2018, σελ.18-20).
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ,άνοιξε ιατρείο στη Καλαμάτα, παράλληλα φρόντισε τους φτωχούς κατοίκους της Βαλύρας και των γύρω περιοχών δωρεάν. Η φήμη του έγινε γνωστή όχι μόνο σε ολόκληρη τη Μεσσηνία, αλλά έφτασε μέχρι τα Βασιλικά ανάκτορα, όπου και έλαβε επίσημη πρόταση να τεθεί στη υπηρεσία της Βασιλικής οικογένειας. Ευγενώς αρνήθηκε, γιατί νυμφεύτηκε την Παναγιά της Βαλτοκκλησιάς, και την αγαθοεργία, στις οποίες αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι. Ήταν τόσο μεγάλος ο έρωτάς του για τη Βαλτοκκλησιά και το κάλλος της Θεοτόκου, ώστε ουδέποτε θέλησε να παντρευτεί και να γειώσει την ενέργεια του στα γήινα επίπεδα του πρόσκαιρου βίου του. Η γείωση του κοινωνικά ήταν μέσα από τη προσφορά του προς τον συνάνθρωπο, βοηθώντας τον ασθενή ιατρικά και προσευχόμενος υπέρ υγείας του.
Μεγάλη του αγάπη και σύντροφοι των καθημερινών του δραστηριοτήτων παρέμειναν όλη του τη ζωή τα όμορφα σκυλιά του, τα οποία ήταν δραστήρια και πανέξυπνα, όπως το αφεντικό τους, αφού έπιαναν κυριολεκτικά πουλιά στον αέρα ,όταν κυνηγούσαν μαζί στις ψηλές ράχες της Βαλύρας και των γύρω περιοχών, κατά τους θερινούς μήνες, όταν έκανε διακοπές στον κάμπο της Βαλύρας ο πολυάσχολος ιατρός της Μεσσηνίας. Ο Παπάσης απεχθανόταν την πολυτέλεια και το οικογενειακό status, προτιμούσε έναν λιτό και απλό βίο, ενός εγγράμματου, επιστήμονα χωριάτη.
Σημείο αναφοράς για τα μυστικά της ψυχής του ήταν η εικόνα της Παναγίας στη Βαλτοκκλησιά, γι΄ αυτό φρόντισε να ανακαινίσει τον οίκο της επιμελώς, ο οποίος ήταν ερειπωμένος, και να τον στολίσει με την πίστη, αγάπη και καλαισθησία ενός μονήρη, αλλά ταπεινού κατά τα άλλα άνδρα, ενός αναζητητή της οδού της αληθείας και της ένωσης με το θείον. Κι όταν πέρασε αρκετός καιρός και η Παναγιά βεβαιώθηκε ότι ο Παπάσης της ήταν αφοσιωμένο τέκνο στον Θεό, είχαν καταλαγιάσει εντός του οι γήινες επιθυμίες και μπορούσε να δαμάζει τα πάθη του, αποφάσισε να του αποκαλυφθεί ο φύλακας άγγελος της εκκλησιάς της και να τον γονατίσει, σχίζοντας τα πτυχία του !
Στο κτήμα του στη Βαλτοκκλησιά ο Παναγιώτης είχε κτίσει ένα μικρό αγροτόσπιτο, στο οποίο διέμενε και ζούσε λιτά τα καλοκαίρια, απολαμβάνοντας το κρύο και εύγευστο νερό στο πηγάδι της Βαλτοκκλησιάς, όπου ανακάλυψε μετά την επιστροφή του από τη Γαλλία, ότι είχε φαρμακευτικές ιδιότητες. Τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού δρόσιζε το σώμα του, κολυμπώντας στο Πάμισο και γευμάτιζε ,αποφεύγοντας το κρέας, με εξαίρεση αν είχε καταφέρει να πιάσει κανένα πουλί στο κυνήγι , ή κανένα ψάρι στον Πάμισο .Μάζευε στο κτήμα του και έτρωγε καρπούς εποχής, απολαμβάνοντας μοναδικές γεύσεις και αρώματα, ευχαριστώντας τον Θεό για τα πλούσια δώρα του.
Ένα απόγευμα, κατά τη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου, θυμήθηκε τον θάνατο της δεκαπεντάχρονης αδελφής του Σταυρούλας, που ήταν ένας άγγελος επί γης. Μελαγχόλησε και έχυσε καυτά δάκρυα. Η Σταυρούλα ήταν η αιτία που τον ώθησε, μετουσιώνοντας τον θρήνο του σε ιατρική επιστήμη. Ήθελε να τα γνώριζε όλα τότε , όταν ανήμπορος έχασε τη λατρεμένη αδελφή του μέσα από τα χέρια του, και ποτέ να μην πεθάνει πλέον άνθρωπος, χωρίς πρωτίστως να λάβει τη κατάλληλη ιατρική περίθαλψη εκ μέρους του .Ήθελε ουσιαστικά αν ξεπεράσει και τον ίδιο του τον πατέρα στην ιατρική, που υποσυνείδητα του καταλόγιζε ευθύνες για τον θάνατο της αδελφής του. Θυμήθηκε την ώρα που εξέπνευσε στην αγκαλιά του το άνθος της οικογένειας Αριστόδημου Παπασαραντόπουλου , βυθίζοντας τους πάντες σε χρόνιο πένθος, και έκλαψε με αναφιλητά. Νήστευε εκείνες τις μέρες και πήγαινε από 1η έως τη 14η Αυγούστου στη Βαλτοκκλησιά , άναβε τα καντήλια και τα κεριά , θύμιαζε και διάβαζε την Ακολουθία του Εσπερινού και την Παράκληση προς τη Θεοτόκο, εναλλάσσοντας τους ρόλους ανάμεσα στον ψάλτη και τον ιερέα. Ήταν όχι μόνο ευπαρουσίαστος, ευφυής, αλλά και καλλίφωνος. Έψαλλε δυνατά, ήταν ένα με τη φωνή της Βαλτοκκλησιάς, κραύγαζε θεϊκά και ευλογούσε τον κάμπο ο αντίλαλος της φωνής του ,μέχρι τον Άγιο Φλώρο. Τα γέρικα πεύκα στο ξωκκλήσι σήκωναν τις βελόνες τους σαν κεραίες και δέχονταν την θεία μελωδία, σε παραδεισένια κράσπεδα. Οι κάτοικοι του χωριού εκείνη την ώρα επέστρεφαν στα σπίτια τους από τους αγρούς και οι γιαγιάδες έτρεχαν για να προλάβουν την Παράκληση στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου. Κάπου κάπου ,τύχαινε κανένας βοσκός να τον ακούσει να να πάει να τον παρακολουθήσει , την ώρα του Εσπερινού, αλλά αυτό ήταν σπάνια περίπτωση. Αφού πήγε στο πηγάδι για να δροσίσει το πρόσωπό του και να πιει κρύο νερό, καθώς έσκυψε μέσα , είδε τη μορφή της αδελφής του Σταυρούλας, τυλιγμένη σε μαύρο μαφόριο και το πρόσωπό της έλαμπε σαν τον ήλιο. Μόνο που δεν έπεσε μέσα στο πηγάδι από τη τρομάρα του!
-Μη φοβάσαι Παναγιώτη , του είπε η φωνή. Σήκω και δώσε μου νερό να πιω , γιατί δίψασα.
Εκείνος αμέσως έβαλε σε μία κούπα νερό από τον παλιό και απέθαντο κουβά της μάνας του, και γύρισε για να της δώσει, αλλά δεν έβλεπε τίποτα.
Εξαφανίστηκε, σκέφτηκε.
-Δεν εξαφανίστηκα, εδώ είμαι, πίσω σου, αλλά εσύ δεν με βλέπεις, του απάντησε η φωνή.
-Και πώς θα σου δώσω νερό, αφού δεν σε βλέπω; Ρώτησε εκείνος.
-Θα πας και θα ανάψεις το καντήλι στην εικόνα μου, γιατί έσβησε, του απάντησε η φωνή.
Εκείνος από την αναστάτωση ξέχασε τον κουβά στο πηγάδι και τράβηξε με την κούπα κατευθείαν προς την εκκλησία. Όμως, παρατήρησε ότι το καντήλι της Παναγίας έφεγγε και σβησμένο ήταν μόνο του Χριστού!
-Αυτό που είναι σβησμένο θα ανάψεις ,εσύ θα ψάλλεις κι εγώ θα σε συνοδεύω εμπρός στην Αγία Τράπεζα ,τον καθοδήγησε ο άγιος φύλακας της Βαλτοκκλησιάς, που ζει αιώνες τώρα μέσα στο ξωκκλήσι, από τότε που εγκαθιδρύθηκε το άγιο θυσιαστήριο.
Ο Παπάσης έλαβε το θείο χάρισμα να βλέπει τον φύλακα άγγελο της Βαλτοκκλησιάς κι από τότε δεν θέλησε να λάβει ούτε μία δραχμή από τους ασθενείς του, οι οποίοι αισθάνονταν βαθιά υποχρέωση και τον πλήρωναν σε είδος, με τα παραδοσιακά τρόφιμα που παρήγαγαν. Πέθανε στη ψάθα, όπως είπαν όλοι την ημέρα του θανάτου του, συμπέραναν χωρίς να γνωρίζουν τον βασικό λόγο, την ανύψωση του κέρατος του Χριστιανού Ιατρού της Βαλτοκκλησιάς και την Χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ο Λόγος του Χριστού του φόρεσε αόρατο ,στα βλέμματα των αδαών ανθρώπων, επανωκαλλύμαυχο, και στόλισε την ιατρικά εκπαιδευμένη κεφαλή του, δεσμεύοντας τον νου του για να τον καταστήσει κατά Θεό έλλογο. Αφού παραδέχτηκε ότι είναι αγράμματος και φτωχός τω πνεύματι, έλαβε υποτροφία και δωρεάν καθοδήγηση, για να φοιτήσει και να αριστεύσει στο Πανεπιστήμιο του Θεού.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να αδειάσει και να θάψει βαθιά στη γη το όπλο του. Δεν μπόρεσε να κυνηγήσει ξανά τα πτηνά του ουρανού. Δάμασε τη πείνα και τη γεύση του με θεία τροφή και τους καρπούς της γης. Ποτέ δεν μεγαλαύχησε, αλλά με μεγάλη συντομία κάποτε διηγήθηκε σε έναν ανεψιό του τη μονομαχία του με τον διάβολο. Αντιπάλευε με λέοντες και αρκούδες, κλέφτες, πείνα ΄ψύχρα και ζέστη, αλλά οδηγούσε τους ασθενείς του σε χλοηφόρο βοσκή, σε σκιές δέντρων, σε βρύσες νερών και σε ποταμούς του Αγίου Πνεύματος, αφού παράλληλα με τη θεραπεία τους σωματικά, ενδυνάμωνε και τη πίστη τους στον Θεό. Οι γυναίκες του χωριού τον λάτρεψαν, αλλά δεν τις παρατήρησε, γιατί η μελωδία του Αγίου Πνεύματος τον στεφάνωσε ενωρίς. Πάλεψε γονατιστός μπρος στην εικόνα της Παναγιάς, άμαχος και αμήχανος, με αισθητούς και νοητούς εχθρούς για την θεραπεία των παθών του και μία χρονιά , τον Δεκαπενταύγουστο, πήγε και προσκύνησε ξυπόλητος τη Παναγία Βουλκανιώτισσα ,στην ιερά Μονή του Βουλκάνου.
Με πραότητα και ανδρεία, με ηθική και αρετή, με το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος, ο νους , η διάνοια του, η δόξα, η φαντασία και οι αισθήσεις του εναρμονίστηκαν στον Θείο Λόγο και φωτίστηκε η ψυχή του, το εσωτερικό του ιατρείο κατέστη θησαυροφυλάκιον θείας διδασκαλίας, με συνταγές καθαρισμού παθών και ταχεία ίαση.
-Τι λέγει ο Θεός θείε μου ; Τον ρώτησε κάποτε ο ανεψιός του.
-Παραγγέλνει να κάνουν οι άνθρωποι το καλό και την αρετή, του απάντησε.
-Και σένα όταν σε είδε τι είπε;
- Παρήγγειλε, του είπε σιγά και λακωνικά.
Το σουραύλι και η φλογέρα ενός σώφρονα, με ωφέλιμο και γλυκύ λόγο ιατρού κατά τους ανθρώπους και δούλου κατά τον Θεό, με κάλλος θείου αστέρα ,σώπασε εμπρός στην εικόνα της Παναγιάς στη Βαλτοκκλησιά, και αναδύθηκε ως όρθια Νάβλα (μουσικό όργανο του Δαβίδ), με τους δώδεκα φθόγγους της καρδιάς του. Συνοδεύει τους Ψαλμούς σε άρρητα πεδία και ουράνια δώματα του Θείου φωτός, μεταφέροντας τις παραγγελίες του Θεού επί της γης.
Η Βαλτοκκλησιά, εμπρός στην ανθρώπινη αδιαφορία, έχασε την εξωτερική της αίγλη, αλλά όχι και τη θεία της υπόσταση, γιατί καμία δύναμη δεν μπορεί να γκρεμίσει τη στήλη του φωτός, αυτή που ο Θεός εγκαθίδρυσε εντός του αγίου θυσιαστηρίου. Μακάριοι εκείνοι που έχουν θεία φώτιση, βλέπουν και ακούνε τις θείες μελωδίες στον κάμπο της Βαλύρας. Ο ευλογημένος μοναχός Ιωνάς Κεφάλας, σε ποίημά του για τη Βαλύρα,το 1939, αφιερωμένο στους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου, συμπεριέλαβε και τους ακόλουθους δέκα στίχους:
Αγιοθανάσης σου μιλεί
Αγιάννης σου φωνάζει
Αγιο Δημήτρης σου λαλεί
Αγία Τριάς σε τυράζει.
Η Παναγιά σε προσκαλεί
Βαλτοκκλησιά κραυγάζει.
Ο Άγιος Βλάσσης σε καλεί
κι ο Αγιώργης σε διατάζει
κι απ΄την αγάπη τη πολλή
τα τέκνα σου αρπάζει.
Ο Αι Γιώργης τον διέταξε να καθίσει με τροπάριο στην αρχή της ακολουθίας του Όρθρου, με ένα θείο κάθισμα, την πρωινή ώρα κατά την οποία απεβίωσε ο αείμνηστος ιατρός Παναγιώτης Παπασαραντόπουλος, το ευλογημένο τέκνο της Παναγιάς της Βαλτοκκλησιάς.
“Ένα ιατρείο, με το ιατρικό κάθε πάθους για τον άνθρωπο”, ζήτησε ο μακαριστός ιατρός της Βαλύρας και ο Θεός παρήγγειλε. Υγιαίνετε!
Ο Θεός μαζί σας!
Ευθυμία Η.Κοντοπούλου
3/8/2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου