Πέμπτη 19 Αυγούστου 2021

Γαμβρός εξ Ανδρούσης, Βεργοπουργοκαλαθάς το Επάγγελμα

 Σε όλους τους  γαμπρούς της Βαλύρας

       Το σωτήριον έτος 1900, ο Θεός είχε πολλά κέφια και καθώς ξαπόστασε λιγάκι στην Ανδρούσα Μεσσηνίας, έσπειρε μία μοναδική και ανεπανάληπτη προσωπικότητα ,τον Γιώργη Σκρεπετό, ο οποίος έμελε να  παντρευτεί και να ζήσει στη Βαλύρα, στολίζοντας το λαογραφικό της  πλατό με εξαίρετο και απρόβλεπτο διάκοσμο. Η καταγωγή του ήταν από πτωχή, αγροτική οικογένεια, γι αυτό από μικρός έμαθε τη τέχνη της καλαθοπλεκτικής και  συντηρούσε τον εαυτό του, πριν πάει στον στρατό.

     Μόλις απολύθηκε ο Γιώργης από τον στρατό, λύθηκε η γλώσσα του, γιατί από μικρός δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου και όλοι είχαν την εντύπωση ότι έπασχε από νοητική καθυστέρηση. Απλά, ήταν κοινωνικά αποστερημένος και με την αλλαγή του περιβάλλοντος και τη συναναστροφή ,σε κοινωνικό επίπεδο, ξεθάρρεψε, αισθάνθηκε ασφαλής και άρχισε να εκδηλώνεται. Η πρώτη του φροντίδα, όπως άλλωστε  συνέβαινε με τους απολυθέντες φαντάρους εκείνης της εποχής όταν  επέστρεφαν στον τόπο τους, ήταν να αναζητήσει σύντροφο ζωής. Όμως, ούτε σπίτι δικό  του είχε, η καλαθοπλεκτική προσέφερε μόνο ένα έξτρα , μικρό εισόδημα και χωράφια δεν  υπήρχαν για να κληρονομήσει από την οικογένεια του. Γι΄ αυτό, δεν ήταν τόσο επιθυμητός γαμπρός για τα κορίτσια  στην  Ανδρούσα, ώσπου τον άκουσε ο Θεός και έστειλε έναν καλό προξενητή στο διάβα του.

-Γεια σου μπάρμπα Αποστόλη, είπε στον μεσήλικα γείτονα του, όταν τον συνάντησε, τρεις μέρες μετά την απόλυση από τον στρατό και την επιστροφή του στη πατρική  οικία του.

-Μπρε μπρε, καλωσόρισες λεβέντη μου, να έρθεις το απόγευμα να πιούμε καφέ και να μου τάξεις, γιατί  κάτι έχω για σένα!

Ο ταλαίπωρος φαντάρος  ,άλλα παπούτσια από τις αρβύλες του δεν είχε, ούτε και καλό παντελόνι. Πλύθηκε, άλλαξε το πουκάμισο και τις κάλτσες και επισκέφτηκε τον μπάρμπα Αποστόλη ,με μισό καρβέλι ζυμωτό ψωμί από την μάνα του και δυο κλωνάρια βασιλικό από  τον κήπο .

-Κάθισε παλικάρι μου, Μάρω θα μας φτιάξεις δυο καφεδάκια μέτρια;  Ζήτησε στη γυναίκα του.

Η κυρά Μάρω, αφού έβαλε σε ένα γυάλινο βάζο τον βασιλικό και τον στόλισε στο τραπεζάκι της βεράντας, επέστρεψε με δύο καφεδάκια και μια κουταλιά βανίλια, μέσα σε κρύο νερό ,για  τον καθένα. Όταν γλυκάθηκε το λαρύγγι τους, άρχισε το προξενιό.

-Εσύ Γιώργη μου, που είσαι τίμιο, καλό και άξιο παλικάρι, που είσαι βεργοπουργοκαλαθάς, επάγγελμα το οποίο δεν μπορεί να το κάνει ο καθένας, γιατί απαιτεί δεξιοτεχνία, πρέπει να έχεις και  μία καλή τύχη.

-Πώς να την  έχω μπάρμπα  Αποστόλη, τα κορίτσια με βλέπουν και στρίβουν , κι όταν προσπάθησα να μιλήσω σε κάποιες μου είπαν, άντε φύγε από  δω παλιοχαζό.

-Ας σου είπαν! Εγώ γνωρίζω μία καλή και σοβαρή κοπέλα, που όταν σε δει, θα σε εκτιμήσει. Είναι μονάκριβη, ζει με τους γονείς της στη Βαλύρα, έχουν περιουσία, κτήματα και ελαιώνες και ένα ωραίο σπίτι στο μέσον του δρόμου, προς τον Άγιο Δημήτρη, αν  γνωρίζεις από  Βαλύρα.

-Δεν έχω  πάει ποτέ. Είναι ωραίο χωριό;

-Πολύ ωραίο είναι το χωριό, έχει ωραία πλατεία, έχει τέσσερες μεγάλες εκκλησιές και έξι ξωκκλήσια. Έχει τη Μαυροζούμενα να ψαρεύεις συνέχεια,  έχει πολλές λυγαριές και καλάμια για να  πλέκεις  πούργια, κόφες , κοφίνια, καλάθια και πανέρια. Και τι δεν έχει η Βαλύρα. Έχει και μία αρχοντοπούλα για σένα!

-Είναι ωραία κοπέλα;

-Ωραία, δεν λες τίποτα. Νοικοκυρά, υφάντρα, βοηθάει τους γονείς της στα κτήματα και στο τίναγμα στις ελιές, μαγειρεύει και η μυρωδιά φτάνει μέχρι τη πλατεία. Κι από ανδρικά πουκάμισα ,έχει υφάνει  εκατό οργιές ύφασμα και περιμένει τον γαμπρό για να τα ράψουν με τη μοδίστρα.

-Κι εσύ πώς την  γνώρισες μπάρμπα Αποστόλη;

-Είμαστε χρόνια φίλοι με τον πατέρα της. Τους επισκέπτομαι τακτικά και τους βοηθάω στον τρύγο και στις ελιές.

-Και λες να της αρέσω ή θα μου πει φύγε από δω παλιοχαζό; Ρώτησε με άγχος και αμφιβολία ο κατακαμένος νιος ,που είχε φάει την φαρμακερή απόρριψη με το κουταλάκι.

-Είμαι σίγουρος ότι θα της αρέσεις. Γιατί  η οικογένεια δεν ψάχνει για περιουσία,δόξα τω Θεώ ,δεν τους λείπει τίποτα, αλλά για ένα καλό και σοβαρό παλικάρι, σαν εσένα!

-Και πότε λες να πάμε να τους  δούμε;

-Λέω να περάσουμε την Κυριακή το απόγευμα από το χωριό, να καθίσουμε στο καφενείο στη πλατεία, να φωνάξω τον φίλο μου και να  γνωριστείτε.

-Εντάξει, σε ευχαριστώ θείε μου, είπε συγκινημένος ο Γιώργης και του φίλησε το χέρι,  και  εκείνος γελώντας ,του έριξε  μία ανάποδη στο σβέρκο.

-Μάνα ,ρώτησε τη χήρα και γερασμένη μάννα του, μήπως έχω κανένα άλλο παντελόνι,   αλλά η απάντηση ήταν αρνητική.

Υπήρχε ένα τρύπιο,  είχε  μαζέψει στο πλύσιμο  και δεν ήταν κατάλληλο για δημόσια εμφάνιση.

 Άλλαξε κάλτσες, φόρεσε το πλυμένο στρατιωτικό  του παντελόνι, καθαρό πουκάμισο, έδεσε τις αρβύλες του και τράβηξε για το σπίτι του μπάρμπα  Αποστόλη απένταρος, αλλά θαρραλέος τούτη τη φορά. Ανέβηκαν σε δυο μουλάρια και ξεκίνησαν για τη Βαλύρα.

Μόλις πλησίαζαν στο χωριό, ο Γιώργης είδε τους πλούσιους ελαιώνες στα Κουβέλια, αναστέναξε και είπε:

Εδώ,  να είχα ένα κτήμα να πλέκω τα καλάθια μου και μια καλαμωτή να πιάνω ψάρια στο ποτάμι, να έχω το λαδάκι της χρονιάς μου ,δεν θα ήθελα τίποτα  άλλο Θεέ μου!

Η πρώτη εντύπωση ήταν πολύ καλή, και ο μέλλον πεθερός   επέμεινε να πάνε στο σπίτι να καθίσουν και να δειπνήσουν. Δεν του χάλασαν το χατήρι, άλλωστε ο στόχος τους ήταν να  γνωριστούν η νύφη και ο γαμπρός και  να συζητήσουν μεταξύ τους.

Μόλις ο Γιώργης είδε τη μέλλουσα σύζυγό του του κόπηκε η μιλιά. Ήταν πολύ όμορφη, γιαυτό τη ρώτησε πολλές φορές, με διαφορετικούς τρόπους ,αν της αρέσει, μέχρι που εκείνη το εξέλαβε σαν αστείο και γελούσε χαριτωμένα, κάτω από το λευκό μαντήλι της.

Συμφώνησαν, να πάρει ο γαμπρός το χρόνο του,  να το σκεφτούν κι αυτοί, και την επόμενη Κυριακή να τους επισκεφτεί και να γευματίσουν μαζί, με ψητή γουρουνοπούλα, από τη πλατεία του χωριού.

 Πριν  αποχωρήσουν για την Ανδρούσα ήταν αργά   βράδυ και ο Γιώργης αισθανόταν ότι δεν θα  θυμόταν το σπίτι της νύφης την ερχόμενη Κυριακή, γι αυτό έμπηξε μέσα στο χώμα ένα καλάμι, που το είχε στο σαμάρι για να κατευθύνει το μουλάρι,  το στερέωσε στο ανθισμένο παρτέρι του σπιτιού που κοιτούσε προς τον δημόσιο δρόμο.

Κάποιος όμως ενοχλήθηκε που  είδε το καλάμι στο παρτέρι κατά τις επόμενες μέρες, το αφαίρεσε  και το πέταξε   νευριασμένος στο απέναντι σπίτι.

Ο Γιώργης, κατέφθασε αυτή τη φορά μόνος του με το μουλάρι του γείτονα,   ασθμαίνοντας  από την Ανδρούσα, έψαξε για το καλάμι και μόλις το  εντόπισε πεταμένο  , κτύπησε κατά λάθος αλλά και με επιμονή,  τη πόρτα   του γείτονα.

Ένας γεροδεμένος  , φουρκισμένος αγρότης,  πετάχτηκε  μισόγυμνος έξω και τον ρώτησε  βροντόφωνα:

-Τι θέλετε;

Ο Γιώργης, μόλις είδε  άγνωστο άνθρωπο, έπρεπε να συστηθεί. Ο μόνος τρόπος που είχε μάθει στον στρατό ήταν να συστήνεται χαιρετώντας στρατιωτικά,  επίσης να  χρησιμοποιεί συγκεκριμένες φράσεις.

-Αφού  σήκωσε το χέρι του στο ύψος της κεφαλής του , είπε:

-Γιώργης Σκρεπετός, γαμβρός εξ Ανδρούσης, βεργοπουργοκαλαθάς το επάγγελμα. Διατάξτε!

-Απέναντι, του είπε ο γείτονας  δυνατά ,σαν  να  βροντούσε ο ουρανός, και του έδειξε τεντώνοντας το δεξί χέρι, σαν τον Αδόλφο Χίτλερ!

      Ο Γιώργης έμαθε , με συνοπτικές διαδικασίες, προς τα που πέφτει το  σπίτι της νύφης και έκανε έναν καλό γάμο. Απέκτησαν μία πανέμορφη κόρη, που έμοιασε της γυναίκας του. Ο ίδιος αποδείχτηκε δουλευταράς και δεξιοτέχνης στη καλαθοπλεκτική. Ο Θεός δεν του στέρησε κι αυτό που  ευχήθηκε, ένα κτήμα στα Κουβέλια, για να πλέκει τα καλάθια του και να παράγει το λάδι της χρονιάς του. Στη Βαλύρα ξεθάρρεψε πολύ  , αυξήθηκε η αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση του , ιδίως όταν αποδήμησαν εις Κύριον οι γονείς της γυναίκας του και ανέλαβε πλήρως τη τύχη της οικογένειας του. Έπλεξε πολλά πανέρια για γάμους και βαπτίσεις, κοφίνια για τρύγο, πούργια για αποθήκευση πραγμάτων στα υπόγεια του χωριού , καλάθια για συλλογή και μεταφορά των ώριμων καρπών της γης και  καλαμωτές για ψάρεμα στα γάργαρα νερά της Μαυροζούμενας. Είχε μόνιμο λάκκο με βρεγμένες βέργες λυγαριάς στα Κουβέλια, έπλεκε και ξεκουραζόταν κάνοντας μπάνιο στο ποτάμι και ψαρεύοντας. Τα παιδιά του χωριού τον ακολουθούσαν, τα πείραζε, τους έλεγε αστεία και καμιά φορά  τους έκανε χοντρές πλάκες. Αλλά κι εκείνα δεν πήγαιναν πίσω. Του το ανταπέδιδαν με πολλή τρέλα και   γέλιο.

 Κάποτε ,τα Λιναρδάκια αποφάσισαν να του σκαρώσουν μία πλάκα. Πήγαν και   έκλεψαν μέσα σε μία κόφα όλα   τα ψάρια από την καλαμωτή του. Στη συνέχεια  έστειλαν κάποιους να του το ανακοινώσουν .Μόλις εκείνος είδε άδεια την καλαμωτή, άρχισε έξαλλος να ψάχνει να τους βρει. Αφού τον ανάγκασαν  να ψάξει αρκετά και  του βγήκε η γλώσσα έξω από τη τρεχάλα,  φανερώθηκαν και του παρέδωσαν την κόφα με σοβαρότητα, λέγοντας του το εξής αμίμητο:

-Εμείς ,μπάρμπα Γιώργη μας, να σε βοηθήσουμε θέλαμε,γι αυτό σου μαζέψαμε τα ψάρια, όχι για να σε κλέψουμε!

Κάποιοι μεγαλύτεροι ,έφηβοι εκείνης της εποχής, θυμούνται πολλές ιστορίες με τον μπάρμπα Γιώργη και το ψάρεμα στη λίμνη. Ο ένας πείραζε τον άλλο και επικρατούσε ο εξυπνότερος. Ένα όμως ήταν σίγουρο, ότι τα παιδιά γυρνούσαν τελικά εξαντλημένα στα σπίτια τους, άνευ λόγου και ουσίας ,και υπεύθυνος ήταν μπάρμπα Γιώργης που τα εξαπάτησε!

    Όσο ήταν νέος ο  Γιώργης, πέρασε δύο  παγκόσμιους πολέμους κι έναν εμφύλιο,  πάραυτα κατάφερε να  επιβιώσει. Όταν όμως ήρθε το γήρας, κτύπησε αλλόκοτα το καμπανάκι εντός του κι επειδή δεν ήθελε να συμφιλιωθεί με τον θάνατο, παλινδρόμησε στην ανεπανάληπτη εφηβεία του.

Ακολουθούσε τους  νέους  και συμπεριφερόταν όπως αυτοί. Έτρεχαν οι νέοι σε αγώνες δρόμου στο πανηγύρι της Βαλύρας ,στην εορτή της Αγίας Τριάδος, έτρεχε και ο Γιώργης Σκρεπετός. Άλλοι αγωνίζονταν στα 100, 400, 1500 και 2000 μέτρα, ξεκινώντας από τον δρόμο της Σκάλας προς τη Βαλύρα, με τέρμα την πλατεία του χωριού. Τελευταίος στα 100 μέτρα έφθανε ο παππούς Γιώργης, με την υφαντή λευκή σκελέα του, γιατί αθλητικά ρούχα δεν είχε. Απλώς, κατέβαζε το παντελόνι του, το άφηνε σε μια καρέκλα στη πλατεία και  έτρεχε στους ετήσιους αγώνες του χωριού.  Η παρουσία του και μόνο έκλεβε όλη τη παράσταση. Οι νέοι της Βαλύρας τον σήκωναν στους ώμους τους, τον τοποθετούσαν στη μεσαία και υψηλότερη θέση στο ξύλινο βάθρο στη πλατεία, τον στεφάνωναν με κλάδο ελαίας και του φορούσαν χρυσό μετάλλιο.

     Με το χρυσό του μετάλλιο άφησε ,σαν το ψαράκι σε χρυσή αμμουδιά, τη τελευταία του πνοή αυτό το μοναδικό πλάσμα, που μας έστειλε ο Θεός στη Βαλύρα, για να πλέξει καλάθια , μαζί με σενάρια γέλιου  ,ξενοιασιάς  και αισιοδοξίας στα νιάτα , τα οποία τραυμάτισε η βαρβαρότητα του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου , του Εμφυλίου Αλληλοσπαραγμού και της φτώχειας  στην Ελλάδα, που έπρεπε να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της. Παραμένει  μοναδική και ανεπανάληπτη η μορφή του, αιώνια στη μνήμη  όλων μας.

 Ο Θεός μαζί σας!

  Ευιθυμία Η. Κοντοπούλου

 4/8/2021