Κυριακή 18 Ιουλίου 2021

Η Μπαταλοθανάσω και οι Παραβάτες του Άγραφου Νόμου του Αυλακίου, στη Βαλύρα του 1960

 Αφιερωμένο  στην αείμνηστη κυρά Θανάσω τη Μυλωνού

        Η Βαλύρα ουδέποτε μαράθηκε, ουδέποτε δίψασε.  Ο ελεήμων Θεός έδωσε κουράγιο στους σκληρά εργαζόμενους αγρότες να χαράξουν αυλάκια πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από τη δέση του ποταμού της Μαυροζούμενας, ψηλά στο Μπιζάνι, έως τον κάμπο του χωριού ,κάτω στα Μανιατέικα. Οι δύο υπέροχοι μύλοι  της Βαλύρας εργάζονταν Χειμώνα Καλοκαίρι,  επίσης το νερό, κατόπιν κατανόησης και συνεννόησης ,το δρομολογούσαν οι κάτοικοι του χωριού στα ποτιστικά τους και στους μοναδικούς ,με παντός είδους κηπευτικών και καρποφόρων δέντρων μπαξέδες τους.

Το  αυλάκι είχε κι έναν ανεπανάληπτο φύλακα άγγελο. Μία ανδρειωμένη αγρότισσα, με τσιγκελωτό μουστάκι  ,  στρατιωτικές μπότες μέχρι το γόνατο και με μια αξίνα μονίμως στο χέρι,  η οποία έδινε Ελληνιστί και Γαλλιστί  ,με την  αγριοφωνάρα της, στους μουλωχτούς παραβάτες του νόμου να καταλάβουν τι “εστί  Θανάσω η Μυλωνού”. Την έβλεπαν όλοι και έτρεμαν!

       Η κυρά Θανάσω,   γέννημα και θρέμμα της Βαλύρας, ήταν ευθυτενής, μετρίου προς ψηλού αναστήματος, λεπτή αλλά γεροδεμένη, με έξαρση των ανδρικών ορμονών, αλλά λειτουργικά ετεροσεξουαλική ,  μία πιστή και έντιμη σύζυγος του εκ ίσου ατρόμητου Δημήτρη Μπατάλια, που το χωριό τον θυμάται από τις εθνικές γιορτές και το Πάσχα .Άναβε τα τρία μάσκουλα στο προαύλιο του ιερού ναού του Αγίου Αθανασίου, παίρνοντας κομμένα κεραμίδια, που του κουβαλούσε στη ποδιά της η Θανάσω και συγκλόνιζε  τη Βαλύρα και τον Μεσσηνιακό κάμπο με τους κρότους  του φόβου και του τρόμου, αλλά και της χαράς, εξαναγκάζοντας τα  κακοποιά πνεύματα και την κακοτυχία να μετοικήσουν στα άγρια όρη και βουνά.

      Η κυρά Θανάσω δεν είχε αναλάβει εξ αρχής τη λειτουργία του παλιού Μύλου του χωριού και την επιστασία στο αυλάκι, γιατί  έκανε στα νιάτα της   άλλες εργασίες.  Στα δεκαοχτώ της χρόνια  εργάστηκε ως οικιακή βοηθός για δύο  χρόνια , στην οικία   του Βαλυραίου Παναγιώτη Λύρα στη Μασσαλία και έμαθε να μιλάει πολύ καλά Γαλλικά ,σταδιακά και  με φυσικό τρόπο. Ο Παναγιώτης Λύρας  είχε εργοστάσιο κατασκευής πολυελαίων και παραγωγής σαπουνιών στη Γαλλία και ήταν ιδιαίτερα ευκατάστατος. Οι δύο πολυέλαιοι στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου της Βαλύρας είναι δική του δωρεά. Η   Θανάσω, αν και ήταν   νοήμων, και τελείωσε με καλούς βαθμούς το Δημοτικό Σχολείο, στην προπολεμική εποχή  που έζησε, τα κορίτσια του χωριού δεν  πήγαιναν στο Σχολαρχείο, ούτε στο Πανεπιστήμιο, με εξαίρεση κάποιες σχολές τεχνικών επαγγελμάτων, όπως οικοκυρικών, κοπτικής ραπτικής,  κοφτού κεντήματος στη ραπτομηχανή και υφαντικής.  Οι κόρες ετοίμαζαν τη προίκα τους και παντρεύονταν.  Η Θανάσω έκανε έναν παραδοσιακό γάμο, με ένα άξιο και ατρόμητο παλικάρι, που αν το γνώριζε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης σίγουρα θα το  έκανε  πρωτοπαλίκαρο του. Κι ενώ  συμπορευόταν αρμονικά μετά του συζύγου της,που τον φωνάζαμε κυρ Μήτσο, και  απέκτησαν δύο υγιέστατα παιδιά, έναν γιο και μία κόρη, η δουλειά που ανέλαβε με το αυλάκι στη Βαλύρα, παράλληλα με τη λειτουργία του παλιού Μύλου της Βαλύρας, ήθελε πολλά κότσια, γιατί ανάμεσα σε εκείνους που τηρούσαν ανελλιπώς το πρόγραμμα  δρομολόγησης του νερού στο αυλάκι, όπως όριζε ο κανόνας, κατόπιν προφορικής συνεννόησης μεταξύ των κατοίκων, υπήρχαν και οι εξαιρέσεις. Ήταν συνήθως άτομα, τα οποία κατά την καλοκαιρινή περίοδο  αγχώνονταν ιδιαίτερα ότι θα τους ξεραθούν τα ζαρζαβατικά αν περίμεναν τη σειρά τους και έκλεβαν νερό, δρομολογώντας το αυλάκι προς τα ποτιστικά τους. Ένας εξ αυτών ήταν και ο  Μπότης, που είχε  το κτήμα του πριν τα Μανιατέικα.

Και τι δεν είχε ακούσει, που για  χρόνια, χωρίς μεταμέλεια ,χαλούσε το πρόγραμμα της κυράς Θανάσως και εξέθετε την επαγγελματική αξιοπιστία της στα μάτια των Βαλυραίων!

- Μπότη, που είσαι ουρέ  Μπότη να σου πάρω το κεφάλι; Είπε βροντοφωνάζοντας η Θανάσω ,σαν  φλεγόμενο μπαρούτι.

Ο  Μπότης ,μόλις την  είδε να έρχεται από μακριά, ανέβηκε γρήγορα ,για καλού και κακού, πάνω σε μία φουντωτή και ψηλή καρυδιά που είχε φτιάξει στα κλαδιά της ένα κρεβατάκι με σανίδια για να ξαπλώνει και τράβηξε τη σκάλα, την κρέμασε ψηλά στο δέντρο για να μην ανέβει η  Μπαταλοθανάσω και τον καρατομήσει.

-Πού κρύβεσαι ουρέ λαδοπόντικα, πανάθεμα σε ,που έμειναν  τρία κτήματα απότιστα σήμερα εξ αιτίας σου ,κωθώνι, και φωνάζουν με το δίκιο τους οι άνθρωποι. Τον Θεό δεν τον φοβάσαι αγράμματε;

Ο  Μπότης τσιμουδιά!

-Δεν μιλάς; Πώς να μιλήσεις; Έχεις βρεγμένη τη φωλιά σου! Κι όντως ,λίγο ήθελε για να κατουρηθεί επάνω  από τον φόβο του ο παραβάτης του “νόμου του αυλακίου”.

-Βέβαια! Δεν σε συμφέρει. Έτσι και το ξανακάνεις κακομοίρη μου θα σου κάνω μήνυση. Θα βάλω τον βουλευτή στη Καλαμάτα που λύνει και δένει να σε πάνε μέσα δεμένο. Θα πουλήσεις το χωράφι σου για να ξεπληρώσεις!

Ο Μπότης λογικευόταν αρκετές φορές, αλλά όταν έβλεπε  λιποθυμισμένα φύλλα  στα καλοκαιρινά λαχανικά του  ξεχνούσε και τη Θανάσω, τα ξεχνούσε όλα. Μια μέρα, καθώς πήγαινε για να αγοράσει ψωμί στη πλατεία, τον άρπαξε η Θανάσω δυνατά  από τη ζώνη του παντελονιού του πίσω στη πλάτη και τον ακινητοποίησε.

-Πρόσεξε τυφλοπόντικα, του είπε στο αυτί. Σε παρακολουθώ!

-Δεν έκανα τίποτα, διαμαρτυρήθηκε εκείνος, λίγο νερό πήρα γιατί μαράθηκαν όλα.

-Τίποτα δεν μαράθηκε, απάντησε η κυρά Θανάσω. Παρακολουθώ όλα τα κτήματα και τους μπαξέδες σας από το πρωί έως το βράδυ. Λες να είμαι καμιά διαβολογυναίκα  που θέλει να  καούν τα ποτιστικά σας;  Προσεύχομαι για σας. Ο Θεός επιβλέπει και θα σε τιμωρήσει που δεν  βάζεις μυαλό μέσα στο κουρκούτι σου.

Κι αν δεν μπόρεσε η κυρά Θανάσω να λογικέψει τον Μπότη, τον λογίκεψε σίγουρα η κοιλιά του, γιατί κάθε φορά που παρανομούσε εις βάρος των συγχωριανών του θυμόταν τη Μπαταλοθανάσω και είχε  μεγάλη διάρροια. Μόλις το έμαθε αυτό η κυρά Θανάσω γέλασε με την καρδιά της, γονάτισε μπροστά στη Δέση ψηλά στη Μαυροζούμενα , έκανε τον σταυρό της και είπε με ανακούφιση ψυχής: “Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου”!

      Όταν ήρθε νυφούλα   η Βάσω του Λινάρδου στη Βαλύρα από του Κεφαληνού, αδελφή τριών μορφωμένων πανεπιστημιακά ανδρών,  μιλούσε με το σας και με το σεις. Ο πεθερός της ο Γιάννης, κάπου κάπου έκανε ατασθαλίες με το νερό στο αυλάκι. Η  Μπαταλοθανάσω τον έψαχνε για να του τα σούρει, αλλά έπεσε μία φορά πάνω στη Βάσω, και  κόντεψε να πάει  από τη καρδιά της η νιόπαντρη κόρη! Τόσο πολύ τρόμαξε η  νύφη του Λινάρδου, που μόλις   άκουσε την αγριοφωνάρα της κυράς Θανάσως και την είδε  που κτυπούσε νευρικά κάτω στο χώμα   την αξίνα δεν είπε κουβέντα, αλλά   μπήκε τρέχοντας στο σπίτι και κλειδώθηκε μέσα  στο γαμήλιο υπνοδωμάτιο.

Μόλις γύρισε ο πεθερός της  , άρχισε να την καλεί :

-Βασούλα, Βασούλα,   είσαι εδώ;

-Εκείνη ξεθάρρεψε, κτύπησε τρεις φορές δυνατά την πόρτα του υπνοδωματίου, χωρίς να βγάλει  άχνα.

Θα αλλάζει το κορίτσι στο δωμάτιο του, σκέφτηκε ο πεθερός της και την άφησε χωρίς ενόχληση για μισή ώρα. Μόλις είδε   ότι δεν  έβγαινε από το δωμάτιο, πήγε έξω από την πόρτα, κτύπησε  και τη ρώτησε διακριτικά:

-Βάσω μου, είσαι καλά;

-Τρέμει η καρδιά μου, απάντησε εκείνη.

-Άνοιξε τη πόρτα παιδάκι μου να δω τι έχεις, απάντησε ο κυρ Γιάννης.

-Μόνος σας είστε; Ρώτησε η Βάσω.

-Μόνος μου είμαι, ο Ρίκος με τη πεθερά σου δεν έχουν γυρίσει ακόμη.

Η Βάσω άνοιξε την πόρτα κρατώντας την καρδιά της, πήγε στη κουζίνα, πήρε ένα ποτήρι νερό και κάθισε σε μία καρέκλα.

-Θέλεις να πάμε στο γιατρό; Ρώτησε ο πεθερός της.

-Όχι, απάντησε εκείνη, και του διηγήθηκε τι συνέβη.

Μία άγρια γυναίκα με μαύρο μουστάκι και με μία αξίνα , που την κτυπούσε κάτω απειλητικά σας έψαχνε για να σας σκοτώσει! Και επειδή δεν βρήκε εσάς, άρχισε να φοβερίζει εμένα , αλλά της ξέφυγα! Έτρεξα γρήγορα και κλειδώθηκα στο δωμάτιο για να μη με βρει, μέχρι να επιστρέψετε,  εξήγησε η Βάσω.

Ο πεθερός της τη φίλησε στο μέτωπο και  τη καθησύχασε:

-Μη φοβάσαι   κορίτσι μου, αυτή είναι η  κυρά Θανάσω η Μυλωνού. Δεν σκοτώνει κανέναν, αλλά πολλοί μπορούν να πάνε από καρδιακή προσβολή αν την δουν για πρώτη φορά ξαφνικά μπροστά τους. Κρίμα που δεν σε είχα ενημερώσει.

-Τι της κάνατε και είναι τόσο πολύ θυμωμένη μαζί σας; Ρώτησε η Βάσω.

-Της χαλάω τα σχέδια μερικές φορές και παίρνω νερό από το αυλάκι, όταν δεν είναι η σειρά μου.

-Συγνώμη, αλλά αυτό δεν είναι σωστό πατέρα, είπε η Βάσω.

-Σωστό, λάθος, μερικές φορές είναι αναγκαίο, όταν δεν επαρκεί το νερό για το πότισμα. Γιατί ναι μεν έχουμε συμφωνήσει πότε θα ποτίζει ο καθένας, αλλά σε όλους τους νόμους, που δεν είναι ποτέ τέλειοι ,υπάρχουν και εξαιρέσεις.

Η Βασούλα δαγκώθηκε, δεν είπε τίποτα, αλλά μέσα σ΄ ένα χρόνο εξοικειώθηκε με την νοοτροπία των Βαλυραίων και συμφιλιώθηκε με τη κυρά Θανάσω. Όταν ο πεθερός της παρατυπούσε, εκείνη διακριτικά επανέφερε τα πράγματα στη τάξη. Αυτό το πρόσεξε η  Μυλωνού και τη συμπάθησε ιδιαίτερα. Μαζί της έπιανε συζήτηση σαν γυναίκα και όχι σαν διοικητής στο μέτωπο. Μια μέρα συζήτησαν για την εξαίρεση στον κανόνα.

-Καήκαμε, είπε η κυρά  Θανάσω, αν τους πω ότι ισχύει η εξαίρεση. Δεν θα υπάρχει πλέον κανόνας, όλοι θα συμπεριφέρονται ως  “οι αχαλίνωτοι της εξαίρεσης” και θα κάνουν ό,τι κατέβει στη γκλάβα τους. Πέταξε και μερικά γαλλικά της καθομιλουμένης  (κοματαλεβού- με καταλαβαίνεις) η γαλλομαθής Μπαταλοθανάσω στη Βάσω και την κούφανε κυριολεκτικά!

-Εσύ είσαι μορφωμένη!  Της απάντησε η νύφη του Λινάρδου.

-Η ζωή με τον Θεό κυβερνήτη μας μορφώνει  , απάντησε η κυρά Θανάσω , με ύφος ταπεινής δασκάλας.

Η Βάσω άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και είδε την άλλη όψη της   Μυλωνούς.

      Εκείνη που συμπαθούσε πολύ  η κυρά Θανάσω ,και ποτέ δεν της φώναξε ,ήταν η μητέρα μου,   Ευγενία  Γρίβα, γιατί όχι μόνο δεν τηρούσε ανελλιπώς το πρόγραμμα της  , αλλά όταν υπήρχε ανάγκη για επιπλέον νερό στα ποτιστικά φόρτωνε στο πηγάδι του Βίγκου και πότιζε στα Αγρίλια, χωρίς να  εμποδίζει τη ροή στο αυλάκι.

Όταν βλέπαμε τη κυρά Θανάσω, αμέσως   έκοβε  διάφορους καρπούς  από το κτήμα για να της δώσουμε, μπουρνέλες (κορόμηλα), δαμάσκηνα, βερίκοκα ,ροδάκινα , σταφύλια, καρπούζια, πεπόνια, φασολάκια, μελιτζάνες , κολοκυθάκια , πιπεριές ,και ό,τι άλλο είχε φυτέψει και είχε καρποφορήσει.

Της φώναζα δυνατά , όταν πλησίαζε:

-Γιαγιά Θανάσω, γιαγιά Θανάσω,  έχω να σου δώσω κάτι από τη μαμά μου.

Μια μέρα με πίεζε η μητέρα μου να φάω ένα ζυμωτό κουλούρι  ,αλλά  προτιμούσα τη σοκολάτα αμυγδάλου που μου είχε αγοράσει ο πατέρας μου.

-Αυτά από τη μαμά μου κι αυτό από μένα,   της είπα.

Εκείνη πήρε το κουλούρι, χαμογέλασε και μου  απάντησε ,δήθεν αυστηρά:

-Μόνο αυτή τη φορά θα το  δεχτώ και δεν θα  πω τίποτα της μάνας σου , είπε χαμηλόφωνα, και μου έκλεισε το μάτι.

Η ιστορία με την κυρά Θανάσω και τον πονηρό τσοπάνο είναι μοναδική, όπως μας την αφηγείται ο καθ. Ιωάννης Λύρας, που τη γνώριζε καλά, γιατί είχε  εργαστεί στο σπίτι του θείου του στη Μασσαλία, παράλληλα ο ίδιος έκανε παρέα με τον γιό της τον Αχιλλέα στα παιδικά του χρόνια:

 

Το ψάρεμα κάποτε στο ποτάμι της Μαυροζούμενας ήταν μια πολύ συχνή ενασχόληση των Βαλυραίων. Τα ψάρια του γλυκού νερού, σε παλιές εποχές, ήταν τα μόνα διαθέσιμα. Θαλασσινά δεν υπήρχαν αλλά και η φτώχεια ανάγκαζε τον κόσμο να ψαρεύει στο ποτάμι μας,για να συμπληρώσει το οικογενειακό τραπέζι. Τότε η μόλυνση δεν είχε μολύνει τα νερά και κάθε τι ποταμίσιο ήταν καθαρό και κατάλληλο προς βρώση. Τρόποι ψαρέματος υπήρχαν αρκετοί. Ένας πιο συνηθισμένος και μεγάλης απόδοσης τρόπος ήταν η καλαμωτή .Η κυρά Θανάσω η Μυλωνού που άλεθε το σιτάρι στον παλιό μύλο του χωριού, είχε παράλληλα στήσει στην κοίτη της Μαυροζούμενας και την καλαμωτή της, για να τρώει κανένα ψαράκι αυτή και οικογένειά της. Πλούσια ήταν κάθε φορά η ψαριά γεμάτη κεφαλόπουλα,τριχόπουλα, χαμοσούρτια, χέλια, και καβούρια. Ροβόλαγε νωρίς πρωί-πρωί και γέμιζε το καλάθι της. Με τα πολλά και με τα λίγα,πήρε πρέφα την καλαμωτή και ένας τσοπάνος που είχε το μαντρί του  πιο πέρα στις ελιές και του μπήκε η ιδέα να φάει και αυτός κανένα ψαράκι. Μόνο που ''γλυκάθηκε'' από τη πρώτη φορά και του έγινε συνήθεια. Έτσι λοιπόν έπαιρνε τα άγρια χαράματα τη καρδάρα του και ξάφριζε κυριολεκτικά την καλαμωτή. Η κυρά Θανάσω ήταν πολύ έξυπνη γυναίκα και γρήγορα την ψιλιάστηκε τη δουλειά. Αμέσως έβαλε σε εφαρμογή σχέδιο για την ''σύλληψη'' και την παραδειγματική τιμωρία του δράστη. Έτσι μια νύχτα γέμισε μπροστογιομή την τσιάγκρα της με μπαρούτι,προσθέτοντας αντί για σκάγια,χοντρό αλάτι και ψιλοφάσολα! Κρύφτηκε λοιπόν από τις πέντε τα χαράματα πίσω από κάτι λυγαριές με το όπλο της προτεταμένο και περίμενε τον απρόσκλητο επισκέπτη. Πράγματι αυτός δεν άργησε να φανεί, σαν σκιά μέσα στο σκοτάδι,κρατώντας την καρδάρα του,που αντί για γάλα τα πρωινά,την ''ασήμωνε'' πρώτα τελευταία με φρέσκα ψαράκια Μαυροζούμενας. Η κυρά Θανάσω τον άφησε να πλησιάσει στην καλαμωτή και όταν αυτός έσκυψε να πάρει τη λεία του,σηκώθηκε όρθια και του φώναξε:

-Αλτ μπαγάσα και σ' έφαγα!

 Δεν περίμενε περαιτέρω ενέργειες του δράστη και αμέσως του έσκασε μια μπαταριά στα προτεταμένα από το σκύψιμο οπίσθια του. Τρομαγμένος ο βλάχος τόβαλε στα πόδια πετώντας τη καρδάρα κατάχαμα και ακόμα τρέχει από το τσούξιμο του αλατιού στον πισινό του. Ένας Θεός ξέρει που στα καπινίδια έχει σκαπετήσει, αφού ακόμα τρέχει”! 

 

      Ένα καλοκαιρινό βράδυ η κυρά Θανάσω με τον μπάρμπα Μήτσο θυμήθηκαν ότι εκείνη την ημερομηνία παντρεύτηκαν και πήγαν στο  εξοχικό κέντρο του Τσαγκάρη για να διασκεδάσουν, που ήταν κοντά στις σιδηροδρομικές  γραμμές   στη Βαλύρα. Η κυρά Θανάσω κάθισε με το ένα πόδι πάνω στο άλλο, και έπινε άνετα το κρασάκι της. Κάπου - κάπου, όταν βρεχόταν το μουστάκι της το σκούπιζε και το έστριβε  απαλά, με το δεξί της χέρι.

Δύο  νεαροί  τουρίστες από την πρωτεύουσα,  κάθονταν στο διπλανό τραπέζι. Δεν είχαν ξαναδεί τέτοιο θέαμα , και δεν άντεχαν  , ήθελαν να το σχολιάσουν  χωρίς  η κυρά Θανάσω να το  αντιληφθεί!

 Υπολόγισαν ότι μία τέτοια γυναίκα σίγουρα δεν γνωρίζει Γαλλικά , διαφορετικά θα ήταν εκλεπτυσμένη, όπως οι Αθηναίες των “καλών οικογενειών”.Άρχισαν να την εκθέτουν ασύστολα και να γελούν  εις βάρος της,  επικοινωνώντας Γαλλιστί. Η κυρά Θανάσω τους άκουγε με υπομονή για  να δει πού τελικά θα φτάσουν,  κατέβαζε το κρασάκι γουλιά γουλιά και έστριβε το μουστάκι της, κουνώντας  και το κεφάλι της.

-Κοίτα γυναίκα να σου πετύχει, είναι παντρεμένη, απίστευτο! Καλά, ο άντρας της ήθελε να  πάρει   το φίλο του;

-Κοίτα πώς στρίβει το μουστάκι της ,έλεγε ο άλλος. Σίγουρα είναι ερμαφρόδιτος, κόβω το κεφάλι μου.

Μόλις το είπαν αυτό, η  Μυλωνού δεν άντεξε, σηκώθηκε όρθια, έσυρε τη καρέκλα της νευρικά  στο τραπέζι των νεαρών , κάθισε απροσκάλεστη και τους  ξάφνιασε κυριολεκτικά. Αφού έστριψε και με τα δύο χέρια το μουστάκι της ,τους είπε:

-Non, ce n est pas un homme, c est une femme, (νόν σε νε παζ εν ομ ,σετ υν φαμ) όχι δεν είναι άνδρας, είναι γυναίκα je suis (ζε συι) Batalothanaso ( εγώ είμαι η Μπαταλοθανάσω )και συνέχισε Ελληνιστί:

-Να κόψετε το κεφάλι σας!  Δεν αξίζει ούτε μια δεκάρα !

Άγουρα δαμάσκηνα και πικρές ελιές, τα κρυφομουρμουρίσματα δεν ειν΄καλές δουλειές!

-Συγνώμη, απάντησαν και οι δύο αναψοκοκκινισμένοι.

-Είστε σπουδασμένοι ή όχι;

-Είμαστε απόφοιτοι της ιατρικής ,απάντησε ο ένας.

-Κι αυτά που σας μάθαιναν στη Σχολή  πού  μπήκαν; Στου Κασίδη το κεφάλι;

Πώς σας έδωσαν πτυχίο, χωρίς να ξέρετε να κλείνετε το στόμα σας;

Κάτι  πήγε να πει ο ένας για να δικαιολογηθεί, αλλά τον διέκοψε , αφού τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα της και του  απάντησε λακωνικά η κυρά Θανάσω:

Φερμέ λα μπούς. Κλείσε το στόμα .

Όπως τους κεραυνοβόλησε και τους επέπληξε, έτσι ξαφνικά και τους   εγκατέλειψε, ψιθυρίζοντας les boeufs (μπε) τα βόδια! Άρπαξε την καρέκλα της , και τους γύρισε τη πλάτη ,αγνοώντας τους κυριολεκτικά. Εκείνοι αισθάνθηκαν πολύ  άβολα, δεν άντεξαν, και σε τρία λεπτά πλήρωσαν και αποχώρησαν βιαστικά.

Μόλις αποχωρούσαν , τους είπε ο μπάρμπα  Μπατάλιας επιδεικτικά:

-Σερσέ λα φαμ, ψάξε τη γυναίκα, αυτό ήταν το μόνο που θυμόταν από τους συχωριανούς του και όχι από αυτά που του  μάθαινε η κυρά Θανάσω!

-Βρε θηρίο, της είπε  χαμογελώντας, τους κατάλαβες που σε σχολίαζαν;

-Φερμέ λα μπους. Του απάντησε η   Μπαταλοθανάσω,  κτύπησαν  τα ποτήρια τους εις υγείαν, κι εκείνος για να την ευχαριστήσει κατάπιε τη γλώσσα του!

      Η κυρά Θανάσω η Μυλωνού έφυγε ένδοξα,  ήταν Χριστιανά τα τέλη της. Κοιμήθηκε σαν πουλάκι, και παρέδωσε    την αξίνα στον Κύριο.  Στη Βαλύρα, μετά τον αναδασμό την δεκαετία του 1970 και με τα αρδευτικά έργα στον Πάμισο, μπάζωσαν όλα τα αυλάκια ( όπως διαβάζουμε στο ιστορικό αρχείο του καθ. Ιωάννη Λύρα). Οι μύλοι ερειπώθηκαν , το νερό άρχισε να κοστίζει και κανένας δεν είχε πλέον κίνητρο για  να πληρώνει τα λαχανικά του χρυσά στην ΕΥΔΑΠ. Τα δέντρα ξεράθηκαν και τα υπέροχα περιβόλια χάθηκαν από τον χάρτη του χωριού. Η μετανάστευση και η αστυφιλία τράβηξαν μακριά από τις ρίζες τους πολλούς άξιους  Βαλυραίους και γέμισαν τη τσέπη τους χρήμα και την ψυχή τους θλίψη,  σε ξένη   γη. Κι όμως, μέσα στη ξέρα και την απόγνωση , ο τόπος  ανέδειξε νέα γεννήματα και η Βαλύρα παραμένει σήμερα ανθισμένη στις αυλές των λιγοστών σπιτιών, συγκριτικά με αυτό που ήταν άλλοτε , στο ένδοξο παρελθόν της. Ας φροντίσουμε  τον τόπο μας  με νύχια και με δόντια, έστω κι από το  μικρό περίσσευμά μας. Ας διατηρήσουμε τη Βαλύρα ολόδροση και τη ψυχή μας ανθισμένη , “κυλώντας το νερό στο αυλάκι”.

    Ο Θεός μαζί σας!

 Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

 16/7/2021