Σάββατο 23 Οκτωβρίου 2010

Οι Αγυιόπαιδες



Του Γιάννη Δημ.Λύρα
Καθηγητή βιολόγου
Ερευνητή-Ιστοριοδίφη

Είναι μεσημέρι. Τα παιδιά λαγοκοιμούνται καιροφυλακτώντας πότε θα αποκοιμηθούν οι γονείς,γιατί είναι κουρασμένοι από τις δουλειές που έκαναν στα κτήματα και ζώα.Αγωνιούν πάνω στο καλαμένιο κρεβάτι στηριγμένο σε τρίποδα με το στρώμα γεμάτο από βουτούμι,μαρίτσα, άχυρα,καλαμπόφυλλα και δυο φέτες ψωμί είναι κρυμμένες κάτω από το κρεβάτι.Στο κατώϊ τα ζώα ξεροσταλιάζουν,ο σκύλος γαβγίζει και τα κοκόρια τσακώνονται.Τα δευτερόλεπτα γίνονται χρόνος και η αγωνία κορυφώνεται.Το ροχαλητό δίνει το σήμα.Με τα νύχια των ποδιών βγαίνουμε στο χαγιάτι.Επειδή η σκάλα είναι ξύλινη και τρίζει πηδάμε στα λιόκλαρα από τα πραμακλίκια ρίχνοντας στο σκύλο το ψωμί για να μην γαβγίζει.Ο ντάκος της εξώπορτας είναι καλά σφηνωμένος.Γι’ αυτό πηδάμε πόρτες, παράθυρα, μάντρες, φράκτες. Βρισκόμαστε έξω από το σπίτι.Ανά τας αγυιάς και ανά τας ρύμας παντού παιδιά με χαρούμενα και γελαστά πρόσωπα.
Ο ήλιος καίει. Το μόνο ένδυμα ένα σώβρακο από κάμποτο για όλο το καλοκαίρι. Για παπούτσια ούτε λόγος. Ξυπόλυτα πατάγαμε τις φραγκοσυκιές και έσπαγαν οι περόνες. Στα χέρια μας διάφορα λογής σύνεργα. Δόκανα, κόλλες και ξώβεργα, σούμπες με σκουλήκια, λάστιχα με μικρές πέτρες, απόχες, ψαλίδες, κόπανοι, λαμαρίνες, καμάκια, δίχτυα, βρόχια, κολοκύθες, βουτούμια, τσιγκλιά, μαχαίρια. Ροβολάγαμε για το μύλο από Αγία Τριάδα, Μπιζάνι, κυπαρίσσια, αυλάκι και δρόμο μοναστηριού. Είμαστε όλοι εκεί. Το στοίχημα κερδήθηκε. Γίναμε όλοι μια παρέα. Θα περάσουμε όμορφα, αποχτώντας πολλές εμπειρίες, τη σημερινή μέρα.
Ο Νταλόγιαννης ή Ντάλα Μεσημέρης, ο Μακάκος, ο Τσίτζηρας, ο Ματούς, ο Ρούφας, ο Νταβέλης, ο Μπίλιος, ο Παπάτσης, ο Κουρουνάκος, ο Τσουρούχης, ο Βγάλτας, ο Ντιριντάουας, ο Φραντζόλας, ο Πίφας, ο Πεπονάκιας, ο Μπατζάς, ο Γέρος ο Τσιριρής, τα Μπουντάκια, ο Ματράς, ο Μαρίνος, ο Κοντράρας, ο Τσόγκας, ο Λέγουρδας, ο Ρίμανης, ο Νούλης, ο Τζάρος, ο Γδιγδής, ο Χελωνιάρης, ο Κουρής, ο μπούκας και πολλά άλλα παιδιά, ο καθένας με το παρατσούκλι του.
- Ο Μύλος, τα δέντρα, τα πουλιά, τα ζώα, ήταν οι δάσκαλοί μας, με ευχάριστες δραστηριότητες, εμπειρίες συναισθήματα, που κρατάνε για μια ζωή. Άλλοι μάθαιναν μπάνιο βάζοντας στην πλάτη τους βουτούμια ή κολοκύθες, άλλοι σκότωναν πουλιά με λάστιχα, δόκανα, ξώβεργα, άλλοι έπιαναν ψάρια με βρόχια, δίχτυα, απόχες, κόφες. Εγώ τα έπιανα με τα χέρια βάζοντας τα χέρια μου στις τρύπες των καβουριών πιάνοντας ψάρια, χέλια, καβούρια και φίδια. Άλλοι ανέβαιναν στα κυπαρίσσια για να μαζέψουν καρακαξάβγουλα ή μικρά πουλιά και τα πουλάγαμε βγάζοντας το χαρτζηλίκι μας. Οι δεντρογαλιές πολλές φορές μας προλάβαιναν και κάνοντας ντράμπαλα πηγαίναμε από το ένα κυπαρίσσι στο άλλο, σαν τους πιθήκους. Άλλοι μάζευαν σκουλήκια σκίζοντας τον κορμό ή τον καρπό του καλαμποκιού για να στήσουν τα δόκανα ή να ψαρέψουν με το πεταχτό. Άλλοι μάζευαν φλώμο (βελούδινο φυτό με κίτρινα άνθη στην οικογένεια εφορμπιατσέε, ενώ το φυτό αλεβούρι είναι επικίνδυνο γιατί πρήζονται οι όρχεις), αγριοπατάτες (κυκλάμινα), ή κλέβαμε από τα ποτιστικά, ασβέστη και γαλαζόπετρα (έφτιαχναν το βορδιγάλειο πολτό και ράντιζαν τα φυτά – δέντρα, για τα παράσιτα).Φλωμονάμε μικρές και μεγάλες λίμνες, ζαλίζονταν τα ψάρια, χέλια, καβούρια, φίδια και με τις λαμαρίνες καμάκια, απόχες τα σκοτώναμε. Αν το νερό ήταν τρεχούμενο στήναμε καλαμωτές (κάθε λίμνη είχε και τη δική της καλαμωτή) ή πηγαίναμε όλοι μαζί και κατευθύναμε τα ψάρια σε ξένες καλαμωτές και μετά τα πιάναμε. Στη συνέχεια κατά μεγέθη τα μπουρλιάζαμε στα βούρλα και τα βάζαμε σε μέρη που είχε κρύο νερό ή τα χώναμε μέσα στην άμμο που είχε υγρασία για να συντηρηθούν μέχρι να φύγουμε από το ποτάμι. Σκοτώναμε επίσης τα ψάρια, χέλια με βαριά χτυπώντας τις πέτρες και ότι άλλο υπήρχε από κάτω. Συνέχεια...