Εψές, περπάτησε η Σελήνη. Ήμουν βολεμένος στο
κρεβάτι μου, αλλά αυτή η καταφερτζού με ξεσήκωσε. Πάνω αυτή, κάτω εγώ, με
έβγαλε στο δρόμο της αγοράς. Γεμάτος λακούβες ο δρόμος αλλά κάποτε θα τον
κάνουν άσφαλτο έτσι είπε ο Πρόεδρος αλλά πότε;
Εκεί στην αρχή, μπροστά- μπροστά το πεταλωτήριο
του Μήτσου του Τάρνα. Πετάλωνε ένα άλογο κάποιου Μπαλαίου. Απέναντι ο φούρνος
του Ρήγα και μυρωδιές από το άσπρο ψωμί. Αχ νάχα ένα πενηνταράκι να πάρω μισό
φρατζολάκι ψωμί... Λες και το κατάλαβε ο μπάρμπα Χρήστος.- έλα ρε ,πάρε μισό
φρατζολάκι. Έγινε όλος ο κόσμος δικός μου.
Μασουλώντας το φρατζολάκι, έκανα λίγα βήματα.
Γεμάτος μαγαζιά ο δρόμος. Ο Μητσιάκος είχε ανοίξει το καφενείο, είχε απλώσει
τις καρέκλες, ο Θοδωράκης ο Τσούκλος είχε καταβρέξει και εκεί στη Δάφνη πόσους
δεν συνάντησα...