Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

«Ιμερτά Μυθαναγνώσματα» Διαύγασμα Β΄Αθανάσιος Α. Τσακνάκης Θεολόγος – Φιλόλογος

  Εισαγωγικό σημείωμα
Τα «Ιμερτά Μυθαναγνώσματα» φιλοδοξούν να αποτελέσουν μία συλλογή από ελληνικούς μύθους, διατυπωμένους υπό μορφή τερπνών παραμυθιών, που σκοπεύουν να διδάξουν ευχάριστα τους αναγνώστες και τους ακροατές τους. Η ηλεκτρονική ή έντυπη αναπαραγωγή και διάδοσή τους, καθώς και η τυχόν μετάφρασή τους σε άλλες γλώσσες, επιτρέπεται υπό τον απαρέγκλιτο όρο τής αυστηρής διατήρησης τής απόλυτης ακεραιότητας τού περιεχομένου των Διαυγασμάτων.

«Επισφαλές, όμως, είναι και να πιστεύουμε σφοδρά και να απιστούμε εντελώς προς αυτά, επειδή η ανθρώπινη ασθένεια δεν έχει όριο ούτε συγκρατεί τον εαυτό της, αλλά κάποτε καταλήγει στην δεισιδαιμονία και στην αλαζονεία, κάποτε στην ολιγωρία και στην περιφρόνηση προς τους Θεούς. Η ευλάβεια, ωστόσο, και η μηδενική υπερβολή είναι το άριστο» (Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Κάμιλλος, στ΄).


  
 Η γέννηση τής Αρτέμιδας και τού Απόλλωνα
  Σ’ ένα «κάποτε» τρανό και περασμένο, ο παντοδύναμος θεός Δίας, που κατοικούσε στην ψηλότερη κορυφή τού γέροντα Ολύμπου, αγάπησε πολύ την ευγενική θεά Λητώ, την θυγατέρα τού τιτάνα Κοίου και τής τιτανίδας Φοίβης και αδελφή τής Αστερίας. Αυτός αγέρωχος και ρωμαλέος, ψηλός και ωραίος άνδρας, κ’ εκείνη γυναίκα πανέμορφη και αρχοντική, με χείλη κόκκινα και με καστανόξανθα μαλλιά, έγιναν ένα αρμονικό ζευγάρι και χαίρονταν ανέμελα τον πολύτιμο έρωτά τους. Άλλοτε πετούσαν στον λαμπερό ουρανό, επάνω στο διαμαντένιο άρμα τού Δία, που το έσερναν τέσσερα φτερωτά λιοντάρια, άλλοτε κολυμπούσαν στο γαλανό Αιγαίο, συντροφιά με χαριτωμένα δελφίνια, άλλοτε περπατούσαν μέσα στα πυκνά δάση δοκιμάζοντας γλυκούς καρπούς, πότε-πότε κάλπαζαν επάνω στα υπερήφανα άλογά τους – τον Ζάλευκο και την Ιφικνήμη – και άλλοτε έπαιζαν και φιλιόνταν χαρούμενοι κοντά σε μικρές λίμνες και δίπλα στις όχθες των γαλήνιων ποταμών. Μέσα στην θαλπωρή και την ξεγνοιασιά τού δεσμού τους απολάμβαναν μία απέραντη ευτυχία, την οποία συμπλήρωσε αρμονικά η εγκυμοσύνη τής Λητούς.

Όταν έφτασε η πρόσχαρη εποχή τής άνοιξης και άνθισαν τα απέραντα λιβάδια και επέστρεψαν τα χελιδόνια, η καλή μας η Λητώ ένοιωσε ότι πλησίαζε η ευλογημένη ώρα που θα γεννούσε και ζήτησε από τον αγαπημένο της Δία να την οδηγήσει στον Όλυμπο, όπου θα ήταν κάτω από την προστασία του και θα είχε όλες τις απαραίτητες περιποιήσεις και φροντίδες. Ο μαυρομάλλης Δίας, γεμάτος χαρά που θα γινόταν πατέρας, δεν είχε κανέναν λόγο να της το αρνηθεί, αλλά η ζηλότυπη θεά Ήρα, η μεγάλη αρχόντισσα τού ιερού όρους, είχε τις έντονες αντιρρήσεις της. Γιά την αυστηρή Ήρα, η νεαρή Λητώ ήταν εντελώς ανεπιθύμητη στα πολυτελή ανάκτορα των ολύμπιων θεών.

Χωρίς, λοιπόν, να θέλει να φέρει σε σύγκρουση τον Δία και την Ήρα, η σεμνή Λητώ αναχώρησε κρυφά και άρχισε να αναζητά απεγνωσμένα έναν φιλόξενο και κατάλληλο τόπο, όπου θα γεννούσε με ηρεμία και ασφάλεια. Κρατώντας στα χέρια της ένα δέμα με βρεφικά σπάργανα και ένα ραβδί, γιά να την βοηθά στο περπάτημα, περιπλανιόταν σε δεκάδες πόλεις και χωριά, σε όρη και σε νησιά, και έψαχνε κάπου ένα καταφύγιο, αλλά οι κάτοικοι όλων εκείνων των περιοχών φαίνονταν διστακτικοί, σκεφτικοί και αναποφάσιστοι και τελικά αρνούνταν να προσφέρουν την βοήθειά τους. Οι λόγοι ήταν δύο. Ο πρώτος ήταν ένας παλιός χρησμός, που προφήτευε ότι η Λητώ θα έφερνε στο φως έναν πανίσχυρο θεό, κάτοχο φοβερών δυνάμεων, με ικανότητες ασύλληπτες γιά τον απλό νου, οπότε οι άνθρωποι έτρεμαν στην ιδέα ότι ένας τέτοιος τρομερός άρχοντας θα γεννιόταν στα μέρη τους, και γι’ αυτό έδειχναν τόση απροθυμία να συνδράμουν την ετοιμόγεννη γυναίκα. Ο άλλος λόγος, εξίσου φοβερός, ήταν η οργή τής θεάς Ήρας.

Κάποιο ηλιοφώτιστο μεσημέρι, ενώ η απελπισμένη Λητώ ταξίδευε θλιμμένη μέσα σ’ ένα κατάλευκο καραβάκι, επάνω στα ήρεμα νερά τού Αιγαίου, παρατήρησε έξαφνα ένα νησάκι βυθισμένο μέσα στην θάλασσα. Κατάκοπη από την ατέλειωτη αναζήτηση, φώναξε με όση δύναμη τής είχε απομείνει: «Αν αναδυθείς στην επιφάνεια, θα γεννήσω επάνω σου, κ’ επάνω σου ο γιός μου θ’ αποκτήσει τον πρώτο του ναό!». Και τότε έγινε ένα μεγάλο και ανέλπιστο θαύμα: το νησί αναδύθηκε αργά-αργά στην επιφάνεια τής θάλασσας, σηκώνοντας γύρω του πλούσιους αφρούς και τεράστια κύματα, και ευθύς αμέσως φύτρωσε πάνω του ένας ψηλός και δυνατός φοίνικας, με μακριά και πλατιά κλαδιά, ενώ τέσσερις στιβαροί κίονες, δώρο των θεών, στήριξαν το νησί ακλόνητα μέσα στον βυθό. Έτσι, λοιπόν, η εξαντλημένη Λητώ αναθάρρησε και πάτησε το πόδι της επάνω στην Δήλο, άφησε τα σπάργανα στην ρίζα τού γιγάντιου φοίνικα, γονάτισε προσεκτικά και αγκάλιασε σφιχτά, με τα δυό της χέρια, τον κορμό τού δέντρου και ετοιμάστηκε να γεννήσει.

Έχοντας παρατηρήσει με ξεχωριστή συμπόνια τις ταλαιπωρίες και τις περιπέτειές της και επιθυμώντας να την βοηθήσουν με κάθε τρόπο, κατέφτασαν στο ιερό νησί η μειλίχια Διώνη, η καλοσυνάτη Ρέα, η σοφή Θέμις, η ερωτική Αμφιτρίτη και πολλές άλλες θεές, γιά να συμπαρασταθούν στην ετοιμόγεννη. Τελευταία έφτασε και η Ευτοκία, η στοργική θεά, η ακάματη προστάτις των τοκετών και των νεογνών, χάρη στην οποία έγινε ακόμη ένα μεγάλο θαύμα: χωρίς κανέναν πόνο και χωρίς καθόλου κόπο, η σεβαστή Λητώ έφερε στον κόσμο μία θεσπέσια θυγατέρα – πρώτα αυτήν, αντί γιά τον αναμενόμενο γιό – η οποία γεννήθηκε έφηβη, ακμαία, με υπέροχο παράστημα, με πλατύ χαμόγελο, φωτεινή, λυγερόκορμη, αεικίνητη, με σπινθηροβόλα ζωηρά μάτια και πλούσια καστανά μαλλιά, αθλητική, πολεμική και τέλεια γυμνασμένη, με ανυπέρβλητη ομορφιά και σπάνια ρώμη και χάρη. Έτσι γεννήθηκε η Άρτεμις. Η νέα θεά έσπευσε αμέσως να φροντίσει την αγαπημένη μητέρα της, βοηθώντας την, με τέχνη και με γνώση, να γεννήσει τον δίδυμο αδελφό, τον θεό Απόλλωνα, τον κύριο τού φωτός, τον άρχοντα τής μουσικής, τον άριστο τοξοβόλο.

Οι ευγενικές θεές, που είχαν συγκεντρωθεί στο νησί, ξέσπασαν σε χαρούμενες φωνές και, τραγουδώντας άσματα εορταστικά, περιποιήθηκαν με ιδιαίτερη αγάπη την Λητώ και τα δύο έξοχα παιδιά της, φέρνοντάς τους καθαρό νερό, δροσερούς καρπούς, κηρύθρες με μέλι, απαλά στρώματα, καινούρια ενδύματα και υποδήματα, αλλά και άφθονο νέκταρ και αμβροσία. Ενθουσιασμένες πανηγύρισαν το λαμπρό γεγονός, χορεύοντας τιμητικά γύρω από την Λητώ και ραίνοντας με άνθη τα δίδυμα παιδιά της.

Έπειτα από αρκετό καιρό, η θεά Λητώ ανέβηκε με κάθε επισημότητα στον Όλυμπο και έγινε δεκτή από τον πατέρα Δία. Ο ίδιος τής δώρισε μία κυανοπόρφυρη εσθήτα και την έβαλε να καθίσει δίπλα στον χρυσό θρόνο του, μέσα στην μεγάλη αίθουσα, όπου μετά από λίγο εισήλθαν μεγαλόπρεπα η Άρτεμις και ο Απόλλωνας, κάτω από τα δυνατά χειροκροτήματα των παρισταμένων. Η Άρτεμις, που κρατούσε σφιχτά το περίτεχνο τόξο και την αργυρή φαρέτρα με τα βέλη της και φορούσε ένα κοντό και τραχύ ένδυμα από δέρμα ελαφιού, κάθισε στα δεξιά τού πατέρα της, ενώ ο Απόλλωνας, που είχε στα στιβαρά χέρια του την γλυκόλαλη λύρα και φορούσε έναν χρυσό χιτώνα, πήρε θέση στα αριστερά τής μητέρας του, αφού πρώτα τής φίλησε με φανερό σεβασμό το χέρι. Τότε, όλοι οι θεοί και οι θεές, ακόμη και η υπερήφανη Ήρα, αναγνώρισαν το άφθαστο μεγαλείο και την αιώνια δόξα των δίδυμων θεών, και τους συμπεριέλαβαν στον ιερό και αμίαντο κύκλο των αθανάτων.

Κι από τότε ζουν και βασιλεύουν και τον κόσμο διαφεντεύουν…


Αθανάσιος Τσακνάκης

15/01/2015

Δεν υπάρχουν σχόλια: