Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

Ημέρες κι έργα του Καπετάν Παναγιώτη Κεφάλα .ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΕΦΑΆ

Λίγες μέρες μετά την έναρξη της ελληνικής επανάστασης, έξι χιλιάδες εξεγερμένοι Έλληνες είχαν συγκεντρωθεί στην Καρύταινα δημιουργώντας ένα ισχυρό – κατά τα φαινόμενα -επαναστατικό στρατόπεδο. Όταν, όμως, ο πολέμαρχος Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, τους ανακοίνωσε ότι πλησιάζουν στην περιοχή τουρκικές δυνάμεις, τότε όλοι τους διασκορπίστηκαν πανικόβλητοι προς τα βουνά και στις σπηλιές της περιοχής. Οι ελάχιστοι οπλαρχηγοί που παρέμεναν στον χώρο – κι αυτοί εγκαταλειμμένοι από τους άντρες τους  – παρακινούσαν τον Κολοκοτρώνη (που προσπαθώντας να συγκρατήσει τους δικούς του βρέθηκε ξαρμάτωτος) να τους ακολουθήσει σε φυγή σωτηρίας. Ο αποκαρδιωμένος   Κολοκοτρώνης κατευθύνθηκε προς την Πιάνα της Αρκαδίας συνοδευόμενος από έναν και μοναδικό οπλίτη, έναν Μανιάτη, που του τον παραχώρησε ο Παπαφλέσσας,  για να «μην τον φάγει ο λύκος». (1)



Πολλοί  από τους φυγάδες ήταν Καρυτινοί, Μανιάτες, Μικρομανιάτες και Λεονταρίτες (από τον Βόρειο Ταΰγετο), οι οποίοι θεωρούνταν «οι πιο γενναίοι λαοί της Πελοποννήσου» (1) αλλά κι αυτοί ακόμα κατέχονταν από μεγάλο φόβο. Οι οπλαρχηγοί τους όμως είχαν το χάρισμα της υπομονής και εμψύχωναν συνεχώς τους άντρες τους επιμένοντας ότι μετά τις ήττες θα προκύψουν μεγάλες νίκες. Μέσα στον γενικό πανικό έδειχναν στοιχεία γενναιότητας και στρατολογούσαν ακούραστα νέους αγωνιστές. (1).
Ο Κολοκοτρώνης - διαπιστώνοντας ότι οι εξεγερμένοι δεν ήταν ακόμα σε θέση να αντιμετωπίσου τους Τούρκους σε ανοικτό πεδίο  - τους  προέτρεπε να φτιάχνουν ταμπούρια. Μια μέρα φτάνοντας στο στρατόπεδο του καπετάν Κεφάλα του  είχε φωνάξει  χαρακτηριστικά:
“Τι κάνεις εφτού, Κεφάλα; Τι σκιάζεστε τους μουρτάτες και λακάτε σαν λαγοί!  Ταμπούρια φκιάστε και βαρήτε τους από μέσα όταν ματάρθουν». Ο Κεφάλας συμφώνησε λέγοντας «Καλό Αρχηγέ καλό, έτσι θα κάμουμε» και πρόσταξε τους άντρες του να προετοιμαστούν για ανάλογο τρόπο μάχης (2). 
ΣΤΟ ΒΑΛΤΕΤΣΙ
Δυο μόλις μήνες μετά την εξευτελιστική διάλυση του στρατοπέδου της Καρύταινας παρουσιάστηκε η ανάγκη αναχαίτισης ενός εμπειροπόλεμου οθωμανικού στρατεύματος. που  αποβιβάστηκε στην Πάτρα υπό την ηγεσία του Μουσταφάμπεη Κεχαγιά. Ο Κολοκοτρώνης επεξεργάστηκε τα σχέδια αντιμετώπισης του (1) και το πλάνο που επέλεξε θυμίζει το «αγγλοπρωσικό» που εφαρμόστηκε στο Βατερλώ κατά του στρατού του Ναπολέοντα. Ο πολυάριθμος στρατός του Μουσταφάμπεη, που είχε εμπροσθοφυλακή ισχυρότατο  τουρκαλβανικό σώμα υπό την ηγεσία του Μπαρδουνιώτη Ρουμπή,  έπρεπε να καθηλωθεί στο Βαλτέτσι απέναντι στα πιο επίλεκτα ελληνικά σώματα, τα οποία θα παρέμεναν στις θέσεις άμυνας αποκρούοντας όλες τις επιθέσεις των εχθρών ενώ οι υπόλοιπες – και συνεχώς διογκούμενες από ενισχύσεις – ελληνικές φάλαγγες θα αποδυνάμωναν τους Τούρκους πλευροκοπώντας τους στο βαθμό που επέτρεπαν οι  περιστάσεις. (1)  Όλο το σχέδιο βασιζόταν στην απαραίτητη προϋπόθεση ότι  οι οπλαρχηγοί που θα κατελάμβαναν με τους άντρες τους οχυρές θέσεις στο Βαλτέτσι θα παρέμεναν εκεί  ανυποχώρητοι μέχρι την τελική έκβαση της μάχης.
Και οι οπλαρχηγοί αυτοί, που θα σήκωναν το κύριο βάρος της εχθρικής κρούσης  βρέθηκαν,   κι ανέλαβαν με τους άντρες τους – 880 από τους πιο έμπειρους πολεμιστές  – να κρατήσουν ψηλά τα επαναστατικά λάβαρα για όσο διάστημα χρειαστεί. Κάτω από την αρχηγία του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη επανδρώθηκαν 4 λιθόκτιστοι προμαχώνες και μετατράπηκε σε οχυρό η στέγη και το καμπαναριό της εκκλησίας του χωριού. (1) & (3) Οι ξεχωριστοί αυτοί οπλαρχηγοί ήσαν ο Ηλίας Μαυρομιχάλης, οι Φλεσαίοι, ο Σιόρης, ο Ευμορφόπουλος, ο Τσαλαφατίνος, ο Κατσανός κι οι αδελφοί Μπουραίοι, ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης, ο Παπατσώνης, ο Κεφάλας, ο  Μητροπέτροβας (1) & (4).  Οι τέσσερεις τελευταίοι οπλαρχηγοί, που συμμετείχαν με το ισχυρότερο σώμα (350 άνδρες), έπιασαν τον πιο καίριο προμαχώνα, (1), όπου ο Κεφάλας με τον τότε 76χρονο Μητροπέτροβα και τους άντρες τους κατέλαβαν το κατώτερο μέρος «όπου εδούλευε η καβαλλαρία των Τούρκων κι αυτό εδέχθη όλην την Τουρκικήν φωτιάν». (5). Σε αυτούς τους προμαχώνες στυλώθηκε ακλόνητη σαν θεριεμένη βελανιδιά η ελληνική παράταξη  απέναντι στα αλλεπάλληλα μανιασμένα κύματα επιθέσεων  του στρατού των Μουσταφάμπεη και  Ρουμπή. Όταν κόπασαν οι επιθέσεις, αργά την νύχτα μπήκαν κρυφά μέσα στο χωριό ο Κολοκοτρώνης με τον Πλαπούτα για να εμψυχώσουν τους επαναστάτες. Ταυτόχρονα, ο οπλαρχηγός Πέτρος Μπαρμπιτσιώτης με 17 γενναίους άντρες παίρνει την πρωτοβουλία να διασχίσει μέσα στο σκοτάδι τις θέσεις του εχθρού και να έρθει συμπαραστάτης στους ηρωικούς υπερασπιστές του Βαλτετσίου, που την πρώτη μέρα πολεμούσαν 16 ολόκληρες ώρες. Τα χαράματα καταφτάνει από τα Βέρβενα ο Γιατράκος με τους άντρες του και δυναμώνει όλο το αμυντικό συγκρότημα. (1)
 Την επόμενη μέρα όταν ξανάρχισε η μάχη, οι Έλληνες έχουν «το πάνω χέρι» και οι κλεισμένοι στα ταμπούρια αγωνιστές  -  υπό τις βροντόφωνες ιαχές του  Κολοκοτρώνη «ούλοι καταπάνω τους» - ξεχύνονται πάνω στους Τούρκους που σπεύδουν  αλαφιασμένοι και σε πλήρη διάλυση να σωθούν  στην Τριπολιτσά.     (2).    
 Για να αντιληφθούμε πως κατόρθωσε να συγκροτήσει ο καπετάν Κεφάλας ένα από τα πιο αξιόμαχα σώματα αγωνιστών της Ελληνικής Επανάστασης, πρέπει να κάνουμε μια σχετική αναδρομή.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ
Ο Παναγιώτης Κεφάλας(*), γιος του ιερέα Ιωάννη Κεφάλα («Παπαοικονόμου»)   γεννήθηκε   προς τα τέλη του 18ου αιώνα στο Δυρράχι (της τότε επαρχίας Εμπλακίων του Βόρειου Ταϋγέτου). Στον σύντομο βίο του (δεν πρόλαβε να συμπληρώσει 40 χρόνια ζωής) κατόρθωσε να συνδέσει άμεσα το όνομα του με μια σειρά αγώνων, επιτευγμάτων και περιστατικών που είχαν μεγάλο αντίκτυπο στην επαναστατική Ελλάδα. Ο πατέρας του είχε συμμετάσχει στην αποτυχημένη εξέγερση του 1770 (Ορλωφικά) και αργότερα συνέδραμε τον αγωνιστή Αναγνώστη Ι. Κολοκοτρώνη κατά το διάστημα παραμονής του τελευταίου στον γειτονικό Άκοβο (6)  σε συνεργασία με τον Γεωργάκη Μεταξά. Ο Αναγνώστης φονεύτηκε αργότερα –το 1787 – κατά την διάρκεια μάχης που δόθηκε μεταξύ των αντρών του και υπέρτερου σώματος Τουρκαλβανών στην περιφέρεια του Δυρραχίου. (7) Επίσης, μετά την δεύτερη αποτυχημένη ελληνική εξέγερση (Ορλωφικά) και την εισβολή δεκάδων χιλιάδων Τουρκαλβανών στην Πελοπόννησο – ο κλεφταρχηγός Γιαννάκης Ρούσσης (+1786) επιτέθηκε σε ομάδα Αλβανών,  που είχαν εισβάλει στο Δυρράχι, και φόνευσε 35 από αυτούς, οι οποίοι βασάνιζαν κάποιους κατοίκους του χωριού («ρίχνοντας τους καυτό λάδι στο στήθος και απαιτώντας τους δυναστικά να τους καταβάλουν χρήματα») (8)  Ήταν η εποχή που  οι ίδιοι οι Τούρκοι έβρισκαν ανυπόφορη πια την παρουσία στον Μωριά των αλβανικών ληστοσυμμοριών (που είχαν φτάσει σε τέτοιο βαθμό αναρχίας, ώστε να ληστεύουν και να σκοτώνουν και αυτούς τους Τούρκους) (7)   και για τον λόγο αυτόν δεν παρεμπόδισαν την δράση των ντόπιων Ελλήνων κλεφταρματωλών που κινήθηκαν για την εξόντωση τους. Λίγο αργότερα, το 1777, ο οπλαρχηγός Ματζάρης, συνεπικουρούμενος από τον - νεαρό τότε – Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, θα δώσει νικηφόρα μάχη κατά των  Τούρκων στη Μονή Ρεκίτσας Δυρραχίου, κατά την οποίαν σκοτώθηκαν 27 Τούρκοι και 9 Έλληνες (9)  . Όλα αυτά τα γεγονότα είχαν επηρεάσει την ψυχοσύνθεση των μελών της οικογενείας του Παπαγιάννη Κεφάλα, και οι μεταγενέστερες εξελίξεις επαληθεύουν την επίδραση.  Ο μετέπειτα ήρωας της Επανάστασης, ο Παναγιώτης Κεφάλας  είχε σταλεί για  εκπαίδευση στη Μονή Βουλκάνου Μεσσηνίας, από την οποίαν επέστρεψε στο Δυρράχι όταν έφτασε σε ηλικία 16 ετών. (6)
Στη συνέχεια, ο Κεφάλας δραστηριοποιείται στην ευρύτερη περιοχή Δυρραχίου υπέρ του απελευθερωτικού αγώνα υποστηρίζοντας ανοικτά – από κοινού με τους Κολοκοτρωναίους, τον Μητροπέτροβα, τον Γιαννάκη Μέλλιο, τον Αναγνωσταρά και άλλους – τον Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, ο οποίος είχε καταστεί ο διασημότερος κλεφταρματωλός της Πελοποννήσου.  (9) 

(*)  Διασώθηκε προφορική μαρτυρία ότι το αρχικό επώνυμο της οικογενείας του ήρωα μας υπήρξε το «Παπαγιαννόπουλος». (7) Το επώνυμο αυτό, λίγο πριν την έκρηξη της Επανάστασης του 1821,  έπεσε σε αχρηστία και αντικαταστάθηκε από το «Κεφάλας», που προέρχεται από τον δυσφημιστικό χαρακτηρισμό «ξεροκέφαλος».
«Κεφάλα», λοιπόν, εμφάνιζε μια παλιά παράδοση, ότι απεκάλεσε τον ανυπότακτο  γιο της –και μετέπειτα Καπετάνιο - η μητέρα του, μόλις εκείνος πήρε την απόφαση να «βγει στο κλαρί»  (καθώς μια τέτοια ενέργεια  θεωρούνταν τότε σαν αυτοκτονική ξεροκεφαλιά). Όταν, όμως,  αυτός κι οι συγγενείς που τον ακολούθησαν,  καθιερώθηκαν στην γενική συνείδηση σαν προστάτες των συμπατριωτών τους από τους τυράννους, τότε – συνεχίζει η παράδοση – το όνομα Κεφαλαίοι έγινε αναδρομικά σημείο αναφοράς κι επώνυμο για όλα τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας του πρωτοπόρου αγωνιστή

Οι γνώσεις που απέκτησε ο Κεφάλας στη Μονή Βουλκάνου, η εμπειρία του από τη συνεργασία με τους κλεφταρματωλούς  και η έντονη προσωπικότητα του συντέλεσαν ώστε να αναγνωριστεί από τους συγγενείς του και άλλους συντοπίτες του, που διαπνέονταν από αισθήματα αντίστασης στην οθωμανική τυραννία, ως αρχηγός τους. (6)

Η διογκούμενη, χρόνο με τον χρόνο, ανάπτυξη των δυνάμεων των Ελλήνων κλεφταρματωλών, που στην αρχή κινήθηκαν για την εκδίωξη από τον Μωριά των αλβανικών συμμοριών, ανησύχησε τον τότε Τούρκο ηγεμόνα της Πελοποννήσου, τον Οσμάν Πασά, ο οποίος αποφάσισε να προβεί σε  μεγάλης κλίμακας επιχείρηση για την καταδίωξη και εξόντωση των κλεφταρματωλών της περιφέρειας του.   Στις αρχές Ιανουαρίου 1805,  πολλοί Έλληνες προεστοί κι Επίσκοποι ενημερωμένοι για τις προθέσεις του Οσμάν Πασά  οργάνωσαν μυστική συνεδρίαση στη Μονή Βουλκάνου και με ομόφωνη απόφαση ξεκίνησαν να ειδοποιούν τους κλεφταρχηγούς για τον κίνδυνο που τους απειλούσε. Πολύ σύντομα, ισχυρές τουρκικές δυνάμεις άρχισαν να σαρώνουν τις περιοχές όπου παρουσιαζόταν έντονη παρουσία  ανυπότακτων Ελλήνων με αποτέλεσμα πολλοί Έλληνες οπλαρχηγοί να βρεθούν εγκλωβισμένοι κι αρκετοί από αυτούς να πέσουν μαχόμενοι.  Τον Φεβρουάριο του 1805 κατέφυγε καταδιωκόμενο στα Φουρτσαλοκάμαρα (Θουρία) της Μεσσηνίας ένα μεγάλο ελληνικό σώμα αγωνιστών   με γενικό αρχηγό τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, αρχηγούς τους  Αναγνωσταρά και Γιαννάκη Μέλιο  και με υπαρχηγούς τους Νικηταρά, Μητροπέτροβα, Κεφάλα Γκρίντζαλη, Σιώρη, και Ντούφα. Όλοι αυτοί οι Έλληνες περικυκλώθηκαν εκεί  από πολυπληθέστερες τουρκαλβανικές δυνάμεις και μέσα σε ένα δριμύτατο χειμώνα υπέφεραν από έλλειψη τροφίμων και πολεμοφοδίων, Για τον λόγο αυτόν, οι αρχηγοί τους αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν ορμητική έξοδο διασχίζοντας μαχόμενοι το εχθρικό στρατόπεδο. Το τολμηρό εγχείρημα τους επέτρεψε  να διαφύγουν – με βαριές απώλειες - προς την Λακωνία και την Τριφυλία. Σε εκείνα τα μέρη οι καταπονημένοι αγωνιστές βρήκαν φιλοξενία από τους ισχυρούς προύχοντες (Μαυρομιχαλαίους, Κουμουνδουράκηδες, Καπετανάκηδες, Γρηγοριάδη & Μούρτζινο). Όσοι αγωνιστές δεν κατάφεραν να διασπάσουν τον τουρκικό κλοιό και συνελήφθηκαν αιχμάλωτοι,  βρήκαν φρικιαστικό θάνατο στην Τριπολιτσά, όπου μεταφέρθηκαν και βασανίστηκαν). Πολλοί από εκείνους που διέφυγαν - καταφεύγοντας  αρχικά στη Λακωνία - πέρασαν στη συνέχεια με πλοιάρια από το Γύθειο στα Κύθηρα, τα οποία την εποχή εκείνη κατέχονταν από τους Ρώσους και κατατάχθηκαν σαν μισθοφόροι στον ρωσικό στρατό. Το 1807 οι Γάλλοι κατέλαβαν τα Επτάνησα αναγκάζοντας τους Ρώσους να αποχωρήσουν. Την επόμενη χρονιά οι Κολοκοτρώνης, Μέλιος, Κεφάλας, Πετμεζάς και Αναγνωσταράς βρίσκονται στην Ζάκυνθο (7). Εκεί ήδη είχε υπηρετήσει θητεία ο Κολοκοτρώνης και νωρίτερα από αυτόν (κατά την ρωσική κατοχή) - σαν επικεφαλής ελληνικού τάγματος    ο Αναγνωσταράς (6) & (10). Στο νησί αυτό κατέφθασαν σταδιακά κι αρκετοί άλλοι έλληνες αγωνιστές και σχηματίστηκαν με αυτούς τα λεγόμενα Πελοποννησιακά τάγματα υπό την ηγεσία των Αναγνωσταρά και Θ. Κολοκοτρώνη. Παρά τις εναλλαγές στη διοίκηση της, η Ζάκυνθος παρέμενε από χρόνια ένα καταφύγιο για τους κατατρεγμένους Έλληνες αγωνιστές.  Στα τάγματα αυτά υπηρέτησαν ως αξιωματικοί και  ο Μέλιος, ο Κεφάλας και ο Ν. Πετιμεζάς (7) & (6). 
Στα τέλη του 1809 ο Κεφάλας επιστρέφει στην γενέτειρα του (6) ενώ ο Κολοκοτρώνης θα παραμείνει στη Ζάκυνθο και θα προαχθεί μέχρι του βαθμού του ταγματάρχη του πεζικού.(7)  Για κάποιο διάστημα ο Κεφάλας θα δουλέψει σε μύλο της περιοχής αλλά η σκέψη για αναδιοργάνωση  ομάδας επαναστατών  θα τον συναρπάσει και σε λίγα χρόνια θα την κάνει πράξη. Το 1815 ο Παναγιώτης Κεφάλας θα προχωρήσει σε νέα ανοικτή ρήξη με τους δυνάστες και θα επιτεθεί στην περιοχή Κουβαρά σε απόσπασμα Τούρκων, που είχε βγει στην περιοχή του για είσπραξη του κεφαλικού φόρου.  Η ένταση της δράσης της μικρής αλλά κι ευκίνητης ομάδας του – των «Κεφαλαίων» – δεν μένει απαρατήρητη από τους Τούρκους, οι οποίοι απειλούσαν ότι θα προβούν σε σκληρά αντίποινα στην περιοχή. Προς αποτροπή σφαγής άμαχου πληθυσμού, η πλειοψηφία των κατοίκων του χωριού τους εξώθησε τους Κεφαλαίους να εγκαταλείψουν τον τόπο. Όμως, αργότερα θα συμφιλιωθούν οι δυο πλευρές και οι Κεφαλαίοι θα επιστρέψουν στο χωριό. (11)


Το 1817 οι Δυρραχίτες του καπετάν Κεφάλα ενισχυμένοι από τον Παναγή Κολοβό, τον Νικήτα Φλέσσα και άλλους υπερασπίζονται την γειτονική τους Μονή Ρεκίτσας, όπου ο Παπαφλέσσας ξεκίνησε ανοικτή ρήξη με τον Τούρκο αγά του Λεονταρίου. Μολονότι, οι Έλληνες πολέμησαν γενναία, αναγκάστηκαν τελικά να αποσυρθούν. (2) Την χρονιά αυτή οι Τούρκοι πήραν εξοντωτικά μέτρα κατά των ανυπότακτων κλεφτών, που ανέστειλαν τις δραστηριότητες τους. Ο Κεφάλας, που ήδη συνεργαζόταν στον προεπαναστατικό αγώνα με τον Αναγνωσταρά,  μυήθηκε από τον Παπαφλέσσα στην Φιλική Εταιρία το 1819 και άρχισε πάλι τον κλεφτοπόλεμο κατά του κατακτητή παραμένοντας στην ευρύτερη περιοχή. (2) & (11) και οργανώνοντας επαναστατικά σώματα από άντρες της περιοχής του .Αρκαδικού Ταυγέτου, περιοχής που τότε λεγόταν Σαμπάζικο (Δυρράχι, Ακοβος, Λεφτίνι, Καμάρα, Νηχώρι κ.α). Οι Σαμπαζιώτες εκμεταλλεύονταν τα πανηγύρια για να ενδυναμώσουν τις σχέσεις τους συνδυάζοντας την κουβέντα, την διδασκαλία και την δυνατότητα πολεμικής προπαρασκευής. (11).
Πριν ακόμα εκραγεί η επανάσταση, οι Τούρκοι της περιφερείας που δρούσε το σώμα του καπετάν Κεφάλα αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα διάφορα χωριά και να σπεύσουν στα κέντρα Λεονταρίου και Καλαμάτας κι έτσι η ενδιάμεση περιφέρεια απελευθερώθηκε πρόωρα.(6) Χαρακτηριστική απόδειξη του γεγονότος αυτού είναι η έκθεση των προκρίτων της Πελοποννήσου προς τον Καποδίστρια για την αναλογία τουρκικού κι ελληνικού πληθυσμού ανά περιφέρεια. Σε γενικό σύνολο 513.000 κατοίκων, οι 42.000 ήταν Τούρκοι και οι 471.000 Έλληνες. Αναλογία τουρκικού πληθυσμού κατά τα χρόνια της ελληνικής επανάστασης υπήρχε σε όλες τις επαρχίες  με χαρακτηριστική εξαίρεση τις επαρχίες Μάνης (30.000 κάτοικοι), Μικρομάνης (2.000 κάτοικοι), Εμπλάκικων (περιφέρειας 15.000 κατοίκων, και  προκαθορισμένου τόπου στρατολόγησης αγωνιστών του καπετάν Κεφάλα) (13) & (25) και Άγιου Πέτρου (10.000 κάτοικοι)., οι οποίες δεν συμπεριλάμβαναν  πια τουρκικό στοιχείο ανάμεσα τους (1).
Την ίδια χρονιά – 1819 -το σώμα του καπετάν Κεφάλα εξοντώνει κοντά στη Σιλίμνα Αρκαδίας τον Τούρκο Μεχμέτ Αβδαλή και δέκα συνοδούς του ενώ το 1820 – με ορμητήριο την Αβία Μεσσηνίας – παρενοχλεί τους Τούρκους της Καλαμάτας (6).

ΣΤΗΝ ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Στις 10 Μαρτίου 1821 ο Νικηταράς κι ο Κεφάλας φτάνουν στην Καρδαμύλη, όπου υποστηρίζουν την εκφόρτωση 100 φορτίων πυρομαχικών, τα οποία φρόντισαν να μεταφέρουν εκεί οι Φιλικοί Εταίροι της Σμύρνης. (6)  Στις 22 Μαρτίου, ενόψει της επικείμενης κατάληψης της Καλαμάτας, οι Νικηταράς και Κεφάλας φροντίζουν να αποκόψουν την προς Βορρά επικοινωνία της πόλης για να καταστήσουν αδύνατη τη διαφυγή του διοικητή της Σουλεϊμάν αγά Αρναούτογλου και των αντρών του προς την Τρίπολη. (12)  Στις 23 Μαρτίου 1821 το σώμα των  Σαμπαζιωτών (οι Δυρραχίτες του καπετάν Κεφάλα και οι Πολιανίτες του καπετάν Νικήτα Φλέσσα – πλαισιωμένοι με Λεφτινιώτες υπό τον Κολοβό και Ακοβίτες υπό τον Μεταξά) – μπαίνει πανηγυρικά μέσα στην Καλαμάτα μαζί με τα σώματα του Κολοκοτρώνη, Νικηταρά, Παπατσώνη, Δαγρέ, Μητροπέτροβα και κυρίως με τους Μανιάτες, που έχουν επικεφαλής τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τον Μούρτζινο, τον Γιατράκο, τον Καπετανάκη και άλλους οπλαρχηγούς.  Του σώματος των Σαμπαζιωτών προηγείται ο γιγαντόσωμος Δυρραχίτης ιερέας – κι αργότερα χιλίαρχος - Παπατούρτας που προχωρεί με καμάρι σηκώνοντας έναν τεράστιο Σταυρό. (2) & (12)
Μετά την κατάληψη της Καλαμάτας, δημιουργήθηκε εκεί επαναστατική επιτροπή που ονομάστηκε Μεσσηνιακή Γερουσία. Η Γερουσία αποφάσισε να προχωρήσουν στο εσωτερικό της Πελοποννήσου οι Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας, Αναγνωσταράς και Κεφάλας ενώ οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί να ξεκινήσουν να πολιορκούν τα μεσσηνιακά κάστρα (12).
Ο Κεφάλας συμμετέχει σε αγώνες εκκαθαρίσεων εχθρικών θέσεων στις επαρχίες Ανδρίτσαινας, Κυπαρισσίας και Καρύταινας και κατόπιν διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο στην νικηφόρα μάχη στο Βαλτέτσι. Ακαταπόνητος ο Καπετάν Κεφάλας  συνεχίζει με επιχειρήσεις στα Τρίκορφα, τον Άγιο Βλάση και την Κόρινθο και κατόπιν – τον Αύγουστο του 1821 – καταλαμβάνει  μαζί με τους Νικηταρά, Νικόλαο Πετιμεζά, Πάνο Κολοκοτρώνη και τους  Ηλία και Κυριακούλη Μαυρομιχάλη τα στενά της Μεγαρίδας, για να αποτρέψουν εισβολή στην Πελοπόννησο του στρατού των Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ που προέλαυναν στη Στερεά Ελλάδα. (3) & (13)



ΣΤΗΝ ΤΡΙΠΟΛΙΤΣΑ
Τον Σεπτέμβριο του 1821, ο Κεφάλας εμφανίζεται με πολυάριθμους μαχητές υπό την ηγεσία του μπροστά στα τείχη της Τριπολιτσάς, δίπλα στην πύλη του Ναυπλίου. Ολόγυρα είχαν πιάσει τον τόπο πολλοί Έλληνες αρματωμένοι εξαναγκάζοντας τους Τούρκους να κλειστούν για τα καλά μέσα στην πολιτεία, όπου άρχισαν να υποφέρουν από πείνα και δίψα. Ο Κολοκοτρώνης, για να εξασθενίσει την άμυνα της πόλης, άρχισε μυστικές συνεννοήσεις με τους Αλβανούς, που περιλαμβάνονταν στη φρουρά της, αλλά οι διαπραγματεύσεις καθυστερούσαν κι οι πολιορκητές άρχισαν να ανυπομονούν. Τότε στις 23 Σεπτεμβρίου 1821 ο Κεφάλας ανακοίνωσε στους δικούς του ότι σε κάποια πλευρά του κάστρου η επιτήρηση των Τούρκων φρουρών είχε χαλαρώσει και οι  συνθήκες ευνοούσαν άλωση της πόλης  με ρεσάλτο στην  πύλη του Ναυπλίου καλώντας τους να το οργανώσουν ευθύς αμέσως . Ο πρώτος αγωνιστής που πάτησε την έπαλξη ήταν ο αδελφός του καπετάν Κεφάλα, ο Μπακοθόδωρος, (2) ακολουθούμενος από τον καπετάνιο και τους άντρες του που – μετά από σκληρό αγώνα με τους αμυνόμενους («..εισόρμησαν οι περί τον Κεφάλα Μεσσήνιοι και δια τάχους εκυρίευσαν ούτοι πάντες άπασαν την Ανατολικο-Μεσημβρινήν πλευράν του φρουρίου μετά των παρακειμένων οικιών, και στήσαντες εκείσε τας σημαίας του Σταυρού προυχώρουν εις τας οδούς , ένθα ήρχισαν συγκρούσεις και μάχες») (4) -  άνοιξαν διάπλατα την πύλη του Ναυπλίου στα υπόλοιπα σώματα των αγωνιστών ενώ ο ίδιος ο καπετάνιος εξύψωσε το φρόνημα των Ελλήνων ποδοπατώντας το οθωμανικό μπαϊράκι και μπήγοντας πάνω στις επάλξεις  του κάστρου την επαναστατική σημαία. Στην κορυφαία αυτή συνεισφορά του εκπορθητή της Τριπολιτσάς καπετάν Κεφάλα στον αγώνα της Ανεξαρτησίας αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων,  κι  ο Παλαιών Πατρών Γερμανός (+1826) στα Απομνημονεύματα του, ο Αμβρόσιος Φραντζής (πρώτος ιστορικός συγγραφέας της  Επανάστασης του 1821). ο Σπυρίδων Τρικούπης (πρώτος πρωθυπουργός της απελευθερωμένης Ελλάδας)  στην Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης ,  ο Υπουργός του Πολέμου στρατηγός  Αναγνωσταράς -  σε κυβερνητικό έγγραφο του 1823 -  και ιδιαίτερα ο Γερμανός ζωγράφος Πέτερ Φον Εςς , που απαθανάτισε τον καπετάνιο μας  στον συγκλονιστικό πίνακα του «Ο Παναγιώτης Κεφάλας στα τείχη της Τριπολιτσάς». Η εικόνα με τον οπλαρχηγό Κεφάλα , τον Σεπτέμβριο του 1821,  και η εικόνα  με τον αγωνιστή Σπύρο Καγιαλέ,  τον Φεβρουάριο του 1897 να υψώνουν την επαναστατική σημαία στην Τριπολιτσά και στο Ακρωτήρι Χανίων αντίστοιχα, αποτελούν έκτοτε σύμβολα του απελευθερωτικού μας αγώνα του 19ο αιώνα.  Ο   Τσοπανάκος (+1825), ο πασίγνωστος λαϊκός ποιητής της Επανάστασης,  αφιερώνει στον Κεφάλα  το ποίημα του «Η άλωσις της Τριπολιτσάς»     
Τριπολιτσά ευφραίνεται με το ρεσάλτο παίρνεται,
γεια σου Καπετάν Κεφάλα, κάνεις θαύματα μεγάλα … (11)

ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΑ
Θαύματα μεγάλα δεν έκανε, όμως,  μόνον ο Καπετάν Κεφάλας αλλά κι ο γραμματικός του Κολοκοτρώνη, ο Φωτάκος, που το 1858 (ένα χρόνο μετά την έκδοση της Ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης του Σπυρίδωνα Τρικούπη) εξέδωσε τα Απομνημονεύματα του, και για την  Άλωση της Τριπολιτσάς κατέγραψε την δικιά του δοξασία. Σε μεγάλο μέρος του έργου του, ο γραμματικός εμφανίζεται φανερά χολωμένος από τις εξιστορήσεις του Σπυρίδωνα Τρικούπη (ο οποίος δίπλα στις αφηγήσεις του για τα θαυμαστά κατορθώματα των μεγάλων αρχηγών του Αγώνα τόλμησε να παραθέσει και κάποια στοιχεία που ασφαλώς δεν αποτελούν έπαινο για αυτούς). Ο γραμματικός (που πιθανότατα θαρρούσε ότι ο ένδοξος Γέρος του Μωριά είχε ανάγκη συνηγορίας από την πέννα του) ανάπλασε μερικά από τα μέχρι τότε ιστορικά δεδομένα, μη λησμονώντας – εμφανώς - ότι στον εμφύλιο πόλεμο αρκετοί από τους οπλαρχηγούς, όπως και ο τότε στρατηγός  Κεφάλας, είχαν συνταυτιστεί με την κυβέρνηση (που, δυστυχώς,  φρόντισε να κλείσει τον πολέμαρχο Κολοκοτρώνη στις φυλακές της Ύδρας). Έτσι, στο έργο του γραμματικού, που είναι γλαφυρότατο και διανθισμένο με λεπτομέρειες και αναρίθμητα  ονόματα επαναστατών, η καθοριστική συμβολή του καπετάν Κεφάλα σε μεγάλες μάχες, όπως  του Βαλτετσίου ελάχιστα αναφέρεται ενώ δυσανάλογα προβάλλεται η συμβολή του εξίσου ανδρειωμένου Μητροπέτροβα (που στον εμφύλιο στήριξε τους Κολοκοτρωναίους), ο οποίος υπεράσπισε από κοινού με τον Κεφάλα το πιο προωθημένο και πολύπαθο ταμπούρι.
Για την άλωση της Τριπολιτσάς, ο λαλίστατος  συγγραφέας προσφέρει στους αναγνώστες του μια άλλη, πολύ πιο ανάλαφρη  εκδοχή. Σε αυτήν, αγνοείται το ρεσάλτο των παλληκαριών του Καπετάν Κεφάλα και εξαίρεται  μόνον μια μυθιστορηματική παρέμβαση 2-3  άοπλων μεν αλλά τετραπέρατων δε  ‘Ελλήνων «πραματευτάδων». Κάποιων που - επί σειρά ημερών πριν την πτώση της Τριπολιτσάς – φέρονται να μπαινοβγαίνουν ανενόχλητοι  (και ασφαλώς ξαρμάτωτοι)  στο φρούριο και να  ανεβοκατεβαίνουν τις επάλξεις της  πολιορκημένης πανταχόθεν πόλης κάνοντας κοντραμπάντο με τους Τούρκους φρουρούς (οι έλληνες αυτοί «τους δίνανε ψωμί, σύκα και κρέας και έπαιρναν σε αντάλλαγμα πολύτιμα πράγματα») (5).  Πράγματι, αρκετοί έλληνες, που συνόδευαν τους συμπατριώτες τους πολιορκητές,   έκαναν λαθραία αισχροκερδείς πωλήσεις  τροφίμων προς τους πολιορκούμενους και όταν ο ήρωας Κυριακούλης Μαυρομιχάλης αντιλήφθηκε το γεγονός (που σαφώς ενίσχυε την αντοχή των  Τούρκων και παρέτεινε την αντίσταση τους) έσπευσε με τους άντρες τους να διασκορπίσει τους επιτήδειους αυτούς πραγματευτές αλλά τότε οι Τούρκοι από τα τείχη άρχισαν να πυροβολούν τους Μανιάτες αγωνιστές  για να εξασφαλίσουν την συνέχιση της άτυπης τροφοδοσίας τους (1)
Κατά τον Φωτάκο , η άλωση της Τριπολιτσάς δεν επιτεύχθηκε ούτε από τον Καπετάν Κεφάλα ούτε από τους Δυρραχίτες και Σαμπαζιώτες του, αλλά από κάποιους από εκείνους τους  τύπους, που οι συναλλαγές τους στα τείχη είχαν εξοργίσει τον Μαυρομιχάλη.  Στα απομνημονεύματα του γραμματικού αναφέρεται ότι ένας έλληνας ναυτικός μαζί με δυο φίλους του είχαν στενούς δεσμούς φιλίας με Τούρκους πυροβολητές και, «επειδή γνώριζαν καλά τα τούρκικα κι ακόμα καλύτερα «να ρίπτουν τα κανόνια», γίνονταν πολύ συχνά δεκτοί από τους πολιορκούμενους Οθωμανούς  πάνω στις επάλξεις  (5) (για να μπορούν, προφανώς,  να τους τα συντονίσουν καλύτερα ώστε να σκοτώνουν πιο εύκολα τους Έλληνες  πολιορκητές!). Κάποια ανύποπτη μέρα, οι τύποι αυτοί φέρονται  να καταλαμβάνονται ξαφνικά από πατριωτικό  οίστρο και να ανοίγουν αβίαστα την καστρόπορτα  καλώντας τους πολιορκητές να περάσουν ανενόχλητοι μέσα στην πόλη. Το πόσο ανενόχλητα κι αναίμακτα μπήκαν οι εκπορθητές επαναστάτες μέσα στην Τριπολιτσάς το  εξιστορεί σχετική αναφορά – 10 Απριλίου 1823 - του Μινίστρου  του Πολέμου Αναγνώστη Παπαγεωργίου, που διαβεβαιώνει ότι το σώμα του – τότε χιλίαρχου – Παναγιώτη Κεφάλα άλωσε πρώτο την λεγόμενη Πύλη του Ναυπλίου και   είχε κατά την εκπόρθηση απώλειες  22 νεκρών (εκ των οποίων 8 συγγενείς του χιλίαρχου) και 40 τραυματισμένων στρατιωτών του. Καθώς οι συνολικές απώλειες των Ελλήνων κατά την Άλωση ανήλθαν σε 200 νεκρούς, και δεδομένου του ότι γύρω από την Τριπολιτσά είχαν συγκεντρωθεί περίπου 15.000 Έλληνες οπλοφόροι, αμέσως συνάγεται ότι τον βαρύτερο φόρο αίματος τον πλήρωσε το σώμα του Παναγιώτη Κεφάλα, (γιατί εμφανέστατα αυτό ακριβώς το σώμα ανέβηκε πρώτο πάνω στις επάλξεις, και σαν φυσική συνέπεια, ήταν αυτό που δέχθηκε τη μεγαλύτερη αντίδραση  από τον εχθρό).  Κατά τις σκληρές μάχες που δόθηκαν μέσα στην πόλη σκοτώθηκε, μεταξύ άλλων, κι ο  οπλαρχηγός Δαγρές, από τους πλέον διακριθέντες  στη μάχη στο Βαλτέτσι. (14).
Αντιφατική και ασυνάρτητη  γίνεται η εξιστόρηση του Φωτάκου για το σκηνικό της άλωσης όταν – σε υποσημείωση στο βιβλίο του – αμφισβητεί μεν την ικανότητα των εμπειροπόλεμων μαχητών του Κεφάλα να υπερβούν με ρεσάλτο τα τείχη της πόλης (που έφταναν τα 4 μέτρα ύψος) αλλά στην ίδια ακριβώς σελίδα αναφέρει αυτοαναιρούμενος ότι «πανταχόθεν άνοιξεν ο πόλεμος, και όσοι έμβαιναν άνοιγαν της πόρταις αλλ΄ οι περισσότεροι έμβαιναν από τα τείχη» !!

Άλλοι μεταγενέστεροι «ιστορικοί συγγραφείς», - υπερθεματίζοντας το στυλ του Φωτάκου , συνέχισαν να προσδίδουν στον προαναφερόμενο ναυτικό ασυνήθιστες ικανότητες (συνδυάζοντας στο πρόσωπο του την επινοητικότητα του Οδυσσέα, την επιδεξιότητα ταχυδακτυλουργού και την αποφασιστικότητα και ορμή του Κωνσταντίνου Κανάρη)  αναφέροντας ότι, σε μια συνηθισμένη φιλική του επίσκεψη στις επάλξεις,  με απρόβλεπτες κινήσεις αφόπλισε και σκότωσε τους  φίλους του τους Τούρκους πυροβολητές,  (14) έστρεψε τα πυροβόλα (κανόνια) κατά της πόλης κι άρχισε να βομβαρδίζει με αυτά το σαράι και ταυτόχρονα καλούσε με χειρονομίες τους Έλληνες επαναστάτες να ανέβουν στο τείχος (15). Με όλα αυτά τα προσόντα και όλη αυτήν την συνεισφορά, είναι φυσιολογικό να  διερωτώνται οι ερευνητές γιατί οι επικεφαλής των Ελλήνων δεν αξιοποίησαν τόσο ταλαντούχους και πολυμήχανους ανθρώπους, ώστε να συντομευθούν οι  εξελίξεις και να επικρατήσει η Επανάσταση  αρκετά χρόνια πριν την ναυμαχία του Ναυαρίνου.  Κι είναι ακόμα πιο παράδοξο το γεγονός πως, εκτός από την ανακυκλούμενη δοξασία του Φωτάκου για την άλωση της Τριπολιτσάς  τα ονόματα αυτών των ατόμων (που επιβίωσαν του πολέμου)  δεν εμφανίζονται σε κανένα μεταγενέστερο - ή προγενέστερο - ιστορικό επεισόδιο, από τα τόσα πολλά που ανέφεραν οι ιστορικοί μας συγγραφείς  εκείνης  της εποχής    
Καθοριστική για την λήξη του μύθου (που μετέτρεψε ενδεχομένως συμπράξαντες σε πορθητές!!) είναι η επιστολή που έστειλε – μετά από σαράντα τέσσερα (44) χρόνια από την Άλωση,   και επτά  χρόνια μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του Φωτάκου  - η χήρα εκείνου του ναυτικού προς την Πρόνοια. Στην επιστολή της εξιστορεί ότι όλα  τα χρόνια που έζησε μετά την απελευθέρωση ο άντρας της «δεν έλαβεν ούτε τον παραμικρόν βαθμόν ούτε την ελαχίστην βοήθειαν από μέρους της Κυβερνήσεως» (ούτε κι από τα μέλη της τοπικής κοινωνίας, που δεν δείχναν να πείθονται από πιθανές διηγήσεις του συμπολίτη τους, που πέθανε  το 1854 παραμένοντας σε ισόβια αφάνεια). Είναι  χαρακτηριστική και σαφέστατη η απουσία, στην σωζόμενη απελπισμένη επιστολή εκείνης της χήρας, κάποιας  άμεσης αναφοράς για τον ρόλο του άντρα της στην  Άλωση της Τριπολιτσάς
Μετά από όλα αυτά, κανείς δεν μας στερεί το δικαίωμα να θεωρούμε ότι ο γραμματικός (που εξέδωσε το έργο του 37 χρόνια μετά την Άλωση της Τριπολιτσάς) υιοθέτησε αβίαστα  κάποιο ευφάνταστο σενάριο άλωσης, που σκαρώθηκε από έναν άξιο απόγονο του Αισώπου, το οποίο αγνοήθηκε στη συνέχεια κι από τους ακροατές όσο κι από τον ίδιο το δημιουργό, όπως πάντα συμβαίνει με τις αβάσιμες καυχησιολογίες. Θα αναφέρουμε δε ότι ακόμα και στη ομηρική  εξιστόρηση της άλωσης της Τροίας, πάνοπλοι Έλληνες όχι απλά εισήλθαν στην Τροία μέσω του Δούρειου Ίππου  αλλά κατέλαβαν την πόλη συγκροτημένα μαχόμενοι υπό τις οδηγίες του αρχηγού τους Οδυσσέα.
 Κατ΄επέκταση, αν κάποιοι τρίτοι  κινούνταν μεμονωμένα πάνω σε τείχη της Τριπολιτσάς  κρατώντας - αντί για όπλα  - φρούτα και «πεσκέσια»  στα χέρια, θα χαρακτηρίζονταν  αυτοδίκαια στην εποχή τους σαν «μουσαφιραίοι» (ή στην καλύτερη των περιπτώσεων «αίτιοι πρόκλησης αντιπερισπασμού της προσοχής των φρουρών») κι επ΄ουδενί  «πορθητές», καθόσον οι συνεντεύξεις (4) και τα «αλισβερίσια» απέχουν παρασάγγες των αλώσεων. 
Τελειώνοντας με τις διαπιστώσεις αυτές,  μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως κι αν ακόμα υπήρχαν οπλαρχηγοί να ακολουθήσουν σχεδόν παράλληλα τον καπετάν Κεφάλα στο ρεσάλτο του στα τείχη της πόλης (γεγονός που κάτω από  παρόμοιες συνθήκες δεν θα ήταν απίθανο) το βέβαιο είναι πως κανείς από αυτούς, έστω κι ας έζησε για πολλά χρόνια μετά την άλωση της Τριπολιτσάς,  δεν στράφηκε στη Διοίκηση για να ζητήσει να αναγνωριστεί αλωτής ο ίδιος αντί  εκείνου (για να ανατρέψει την ισχύουσα επίσημη και επίκαιρη  αναγνώριση  του Καπετάν Κεφάλα σαν εκπορθητή της Τριπολιτσάς)..

ΣΤΑ ΔΕΡΒΕΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΩΣΤΗ
Στην απελευθερωμένη Τριπολιτσά έγινε πολεμικό συμβούλιο των Πελοποννήσιων αρχηγών κι αποφασίστηκε ο Κολοκοτρώνης να ενισχύσει την πολιορκία των Πατρών, ο Κεφάλας της Μεθώνης, ο Νικηταράς του Ναυπλίου κι οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί της Κορώνης (12)
Συνεχίζοντας την δράση του, τον Οκτώβριο του 1821 ο Κεφάλας βρίσκεται μαχόμενος στην Πύλο και στην Κορώνη και μετά από δυο μήνες πολεμά κοντά στο Ναύπλιο. Τον Μάρτιο του 1822 στέλνεται μαζί με τον Νικηταρά να ενισχύσουν τον αγώνα του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην Φθιώτιδα και την Φωκίδα. Κατά την εισβολή του Δράμαλη τον Ιούλιο 1822, ο Κεφάλας πολεμά στο Κεφαλάρι  του Άργους έχοντας μαζί του 600 άντρες, που μάχονται - εκτεθειμένοι σε καταιγιστικά πυρά ντουφεκιών και κανονιών από τα τουρκικά οχυρώματα - με τόσο μένος τον εχθρό που, όντας νικητές, έχουν βαρύτατες απώλειες με επίσημα καταμετρημένους  52 νεκρούς και 100 τραυματίες (μεταξύ των τελευταίων κι ο ίδιος ο Καπετάνιος). Στο τέλος της σφοδρής αυτής μάχης, οι Τούρκοι εξαναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς την πόλη του Άργους (7) & (13) Στα Βασιλικά  Αργολίδας - μεταξύ πολλών άλλων οπλιτών του - θα σκοτωθεί ο ανεψιός του Καπετάνιου, ο Ηλίας Κεφάλας, και  θα τραυματιστεί ο 16χρονος γιος του Γεώργιος. Θα πολεμήσει επίσης με τον Παπαφλέσσα και τον Παπατσώνη στα Μεγάλα Δερβένια και στην Περαχώρα Κορινθίας και κατόπιν στον Άγιο Σώστη και το Αγιονόρι, όπου θεωρήθηκε ότι πραγματικά ανδραγάθησε. (13)  Ό στρατός του Δράμαλη ήταν στρατοπεδευμένος στο Άργος υποφέροντας από έλλειψη τροφών και λειψυδρία (που οφειλόταν κυρίως στο καλοσχεδιασμένο αμυντικό μέτρο του Κολοκοτρώνη να ερημωθεί η ευρύτερη περιφέρεια και να φυλάγονται καλά από τους επαναστάτες οι λιγοστές για την εποχή  πηγές). Ο πολύπειρος Κολοκοτρώνης αντιλήφθηκε ότι ο Δράμαλης θα αναγκαζόταν να επιστρέψει με τον πολυάριθμο στρατό του στην Κόρινθο και πρόσταξε τον Αντώνη Κολοκοτρώνη κι άλλους οπλαρχηγούς να καταλάβουν τα στενά των Δερβενακίων και να του κόψουν τον δρόμο. Όταν έφτασε ο τουρκικός στρατός στο σημείο αυτό δέχτηκε σφοδρότατη  επίθεση από τους επαναστάτες. Οι μεγάλες απώλειες ώθησαν τον Δράμαλη να κινηθεί ανατολικά προς την πεδιάδα της Κουρτέσας μέσω της ορεινής διαδρομής του Αγίου Σώστη, που μέχρι την εσπευσμένη άφιξη του Νικηταρά ήταν αφύλακτη. Η ανησυχία του Κολοκοτρώνη, που έβλεπε την ασταμάτητη πορεία του τουρκικού στρατού προς τον Άγιο Σώστη, αυξανόταν συνεχώς μέχρι που έφτασε στην περιοχή της  μονής του Άγιου Σώστη το σώμα του Νικηταρά ακολουθούμενο κατά πόδας από τις δυνάμεις, του Δημήτρη Κριεζή, των Φλεσσαίων, του Ευμορφόπουλου, του Κεφάλα και άλλων οπλαρχηγών. Εκεί, έγινε κυριολεκτική σφαγή των Τούρκων και η πανωλεθρία κράτησε και πέρα από τη δύση του ηλίου. (12).

Κατά τις αρχές του 1823, οι στρατηγοί Αναγνωσταράς, Νικηταράς και Κεφάλας παίρνουν διαταγή από την Ανώτατη Διοίκηση Ελλάδος και εκστρατεύουν κατά των Τούρκων της Κορώνης. Την άνοιξη του 1823 η επαναστατική κυβέρνηση θα φροντίσει να  απονεμηθεί – λόγω της μεγάλης και συνεχούς προσφοράς του στον Αγώνα – στον μέχρι τότε χιλίαρχο Παναγιώτη Κεφάλα  ο βαθμός του Στρατηγού. Ο συναγωνισμός φιλοτιμίας των υπερδραστήριων   Νικηταρά και Κεφάλα συνεχίζεται, και στις αρχές Ιουνίου 1823,  μετά από παρατεταμένες διαβουλεύσεις του Βουλευτικού και του Εκτελεστικού σώματος και αναβολές απόφασης, θα επιλεχθούν εναλλακτικά από την Κυβέρνηση  να σταλούν  στο απομακρυσμένο Τρίκερι  για να συμπαρασταθούν στους εκεί εξεγερμένους, που περίμεναν απελπισμένα ενισχύσεις. (3) & (12). Η τελευταία σχετική απόφαση του Βουλευτικού (3 Ιουνίου 1823) δίνει έμφαση στον μεγάλο κίνδυνο που απειλεί την συγκεκριμένη περιοχή και δίνει εντολή στον στρατηγό Νικήτα «να εκστρατεύσει στο Τρίκκερι άνευ της παραμικράς αναβολής, αν δυνατόν και αύριον, ή αν αυτός εμποδίζεται από άλλας αναγκαιοτέρας υποθέσεις της Πατρίδος, να εκστρατεύση ο καπετάν Παναγιώτης Κεφάλας, με όσην δύναμιν στρατιωτική ημπορέση». (16)     Όμως, ήταν πια πολύ αργά και οι  Τρικεριώτες αναγκάστηκαν σε λίγες μέρες να συνθηκολογήσουν με τους  πολυπληθέστερους Τούρκους εισβολείς (6)  Κατόπιν ο Κεφάλας και οι άντρες του πολεμούν στην περιφέρεια Ανδρίτσαινας, στην Αιτωλία  και την Ακαρνανία (17).

ΣΕ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΑΣΥΜΦΩΝΙΕΣ
Τον Απρίλιο του 1823 ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος εκλέχθηκε από την Β΄Εθνοσυνέλευση Άστρους γενικός γραμματέας του Εκτελεστικού. Η Εθνοσυνέλευση επίσης κατήργησε την αρχιστρατηγία (θέση που κατείχε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης). Αργότερα,  ο Μαυροκορδάτος εκλέγεται πρόεδρος του Βουλευτικού ενώ παράλληλα ο Κολοκοτρώνης εκλέγεται  αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού. Εξ αρχής, οι σχέσεις των δύο αυτών ανδρών, του κορυφαίου πολιτικού και του κορυφαίου στρατιωτικού της επαναστατικής Ελλάδας, δεν φαίνεται να υπήρξαν καλές κι επιδεινώθηκαν στην πορεία και ειδικά μέσα στο καλοκαίρι του ιδίου έτους οπότε εκδηλώθηκε ανοικτή σύγκρουση μεταξύ Βουλευτικού και Εκτελεστικού. Η  ανακήρυξη του Μαυροκορδάτου  ως πρόεδρου του Βουλευτικού προκάλεσε την έντονη οργή του Κολοκοτρώνη; «Σου λέγω τούτο, Κύριε Μαυροκορδάτε... μη καθίσεις πρόεδρος διότι έρχομαι και σε διώχνω με τα λεμόνια, με τη βελάδα όπου ήρθες» (18) (εκδήλωση οργής που μας παραπέμπει στην εποχή του Αγαμέμνονα και του Αχιλλέα).
Στις 6 Ιουνίου του 1823 μέσα στα κυβερνητικά γραφεία ο στρατηγός Παναγιώτης Κεφάλας θα γίνει πρωταγωνιστής σοβαρού επεισοδίου, το οποίο θα κλονίσει την διάθεση του Κολοκοτρώνη να παραμείνει αντιπρόεδρος του Εκτελεστικού. Ήδη, από τον Μάιο του 1823, η νέα κυβέρνηση προσπάθησε να προσεταιριστεί  στρατιωτικούς αρχηγούς που βρίσκονταν στην Τριπολιτσά για να ελαττώσει τη δύναμη της αντιπολίτευσης (των οπαδών του Κολοκοτρώνη). Ο Μαυροκορδάτος για να προσελκύσει τον στρατηγό Παναγιώτη Κεφάλα εξέδωσε διαταγή του Εκτελεστικού με την οποία παραχωρούσε σε εκείνον την είσπραξη 13.000 γροσίων από την Μεσσηνία. Αλλά ο Κεφάλας «πιστός εις τους παλαιούς του φίλους, και κυρίως εις  τον Κολοκοτρώνην, εξήλθεν εις την Σιλίμναν (στρατόπεδο των δυσαρεστημένων Κολοκοτρωναίων έξω από την Τριπολιτσά) και η διαταγή εκείνη η ισοδύναμος με χρηματικήν παροχήν ηκυρώθη». (3) Και όπως συνεχίζει ο ιστορικός Διονύσιος Κόκκινος: «¨Όταν, όμως, μετά τον διορισμό του Κολοκοτρώνη ως αντιπροέδρου του Εκτελεστικού επέστρεψαν εις την Τριπολιτσάν μερικοί από τους συντρόφους της Σιλίμνας, ο Κεφάλας συνοδευόμενος και από τον Χριστόδουλο Καπετανάκη, επεσκέφθη τον Μαυροκορδάτο και του εζήτησε να ανανεωθεί το κύρος της διαταγής εκείνης. Κατά την ώραν αυτήν έτυχε να παρευρίσκονται εις το Εκτελεστικό ο Κολοκοτρώνης και ο (ανεψιός του) Νικηταράς Σταματελόπουλος.. Ο Μαυροκορδάτος ηρνήθη να επικυρώσει την διαταγή και ο Κεφάλας μαινόμενος από οργής έρριψε καταγής το έγγραφον το φέρον την σφραγίδα του Εκτελεστικού και το ποδοπάτησε εις ένδειξη περιφρονήσεως προς την διοίκησιν. Όταν ο Κολοκοτρώνης τον επετίμησε για την ανευλάβεια, εκείνος καθώς και ο Καπετανάκης – ωμίλησαν αυθαδώς προς τον παλαιόν τους αρχηγόν, και ήδη αντιπρόεδρον. Ο στρατηγός - αντιπρόεδρος ωργισθη και ωμίλησε με τραχεία γλώσσα προς τους δύο στρατιωτικούς και τότε επενέβη ο Νικηταράς, ο παρακολουθών σιωπηλός μέχρι της στιγμής εκείνης, και υπερήσπισε τον Κεφάλαν αντικρούων τον θείο του κατά τρόπον που δεν συνήθιζε έως τότε. Το επεισόδιο τούτο, και ιδίως η στάσις του Νικηταρά, κατέθλιψε τον Κολοκοτρώνη και τον έκανε να αντιληφθεί πόσον είχε χάσει το κύρος του.. Και τόση ήτο η απογοήτευσις του ώστε υπέβαλλεν  αμέσως εις την Βουλήν την παραίτησιν του. (3) Στο σχετικό έγγραφο του προς το Εκτελεστικό σώμα, ο Κολοκοτρώνης  εδήλωνε ότι «προβάλλει παραίτηση του για το ακατάστατο των πραγμάτων και το αδύνατο της εκτελέσεως». Η Κυβέρνηση καταθορυβήθηκε και με επιστολή της ανακοίνωσε στον Κολοκοτρώνη ότι το Βουλευτικό δεν συγκατανεύει στην παραίτηση του, η οποία θα είχε σαν συνέπεια την ουσιαστική απραξία του Εκτελεστικού (16) Αργότερα μετεπείσθη ο Κολοκοτρώνης και απέσυρεν την παραίτησιν του αρκεσθείς μόνον να αξιώσει την τιμωρίαν των παρεκτραπέντων. Και, πράγματι, επεβλήθη αμέσως εις τον στρατηγόν Κεφάλα και τον Καπετανάκη (που χαρακτηρίστηκαν ως «αυθάδεις τολμητίες»), η ποινή περιορισμού εις την οικεία τους, έως ότου συσταθεί η δικαστική επιτροπή, εις την οποίαν θα παραπέμπονταν εις δίκην δια τας πράξεις τους. Μετά δύο ημέρας ο Κεφάλας εζήτησε εγγράφως συγγνώμη, η οποία και του εδόθη, ο δε (προφανώς ανυποχώρητος) Καπετανάκης διετάχθη να απέλθει από την Τριπολιτσάν». (3). (16) Το χαρακτηριστικό αυτό επεισόδιο, καταδεικνύει πόσο άπειροι ήταν και πόσο εκτεθειμένοι κατέληξαν οι πρωτοπόροι αγωνιστές μέσα στα πολυδαίδαλα μονοπάτια της πολιτικής. Ο Κεφάλας, ζητώντας καθυστερημένα συγνώμη, επιδίωξε προφανώς να μην συνδέσει το όνομα του με μια μεγάλη πολιτική κρίση στους κόλπους της επαναστατικής κυβέρνησης ενώ ο Νικηταράς, που ήρθε σε ανοικτή αντιπαράθεση με τον θείο του (που υπήρξε το μεγάλο ίνδαλμα της ζωής του), κατέδειξε περίτρανα ότι στην αντίληψη του το αυταπόδεικτο δίκιο υπερτερούσε κάθε άλλης  δέσμευσης. Ο ακαταπόνητος στους εθνικούς αγώνες, λιγομίλητος και αφιλοκερδής Νικηταράς, που συνήθιζε να  αποκαλεί τον Κεφάλα  «γενναιότατο αδελφό»  του, (3)  καταδικάστηκε στο τέλος της ζωής του να επαιτεί στην εκκλησία για τον επιούσιο ξεχασμένος από όλους εκείνους που όφειλαν να τον συνδράμουν. Οι άνθρωποι της εποχής εκείνης τον λησμόνησαν, όχι όμως και η Ιστορία, και ο καταταλαιπωρημένος στη ζωή του Νικηταράς κατατάχθηκε αμετάκλητα στους κορυφαίους  Ήρωες της Εθνεγερσίας.   

ΣΤΟΝ ΕΜΦΥΛΙΟ.   
Τον Σεπτέμβριο του 1823 ξεσπά εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Ελλήνων αγωνιστών.  Όπως ακριβώς συνέβη  πριν από  αιώνες, όταν η θεαματική νίκη των Ελλήνων δυνάμεων στους Μηδικούς πολέμους είχε επακόλουθο τον καταστροφικό για αυτούς Πελοποννησιακό πόλεμο, έτσι και τώρα η πρωτόγνωρη αίσθηση της νίκης  μέθυσε τους πρωταγωνιστές της, κορύφωσε το συναίσθημα της υπεροχής και της φιλαρχίας, τους έκανε πιο τρωτούς στις ραδιουργίες της «αυλής», που έσπευσε να δημιουργηθεί δίπλα στους νέους ισχυρούς,  και τους ώθησε  να ριχτούν  σε έναν ανυποχώρητο αδελφοκτόνο πόλεμο. Πολλοί εξακολουθούν και σήμερα να αποδίδουν την διάσπαση των αγωνιστών σε «ξένο δάκτυλο» αλλά αυτή η τάση για εμφύλια διαμάχη ήταν και παραμένει εθνική μας  παρακαταθήκη κι οι ξένοι απλά επωφελήθηκαν από αυτήν. 
Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος, ο κάθε οπλαρχηγός στάθμισε την κατάσταση και πήρε το μέρος που θεωρούσε ότι εξυπηρετεί καλύτερα τους όποιους σκοπούς του, κι ο Παναγιώτης Κεφάλας δεν έκανε τίποτε διαφορετικό από το να συνταχτεί με εκείνους με τους οποίους τον έδενε περισσότερο το παρελθόν του (κατά τη ρήση του Σόλωνα πως «όταν για κρίσιμα θέματα η πόλις έχει κοπεί στα δύο, όσοι δεν παίρνουν θέση είναι άτιμοι»). Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης φαίνεται πως αρχικά αγνοούσε εντελώς, ότι ο Π. Κεφάλας, που τον υπολόγιζε σαν δικό του,  βρισκόταν στις τάξεις των αντιθέτων κατόπιν ενεργειών του Παπαφλέσσα. Γενικά, ο Γέρος του Μωριά δεν φανταζόταν πως οι στρατιωτικοί αρχηγοί – με τους οποίους ένα χρόνο πριν ήταν τόσο συνενωμένος – θα αποτελούσαν δύναμη στρατιωτική των αντιπάλων του για να χρησιμοποιηθούν εναντίον του. «Δεν με κτυπούν εμένα» έλεγε «ο Γιατράκος, ο Πετμεζάς, ο Κεφάλας κι ο Ζαχαρόπουλος» αλλά αυτοί  ήταν πια στο αντίπαλο με τον Κολοκοτρώνη στρατόπεδο. (3)
Τον Νοέμβριο του 1823 ο Κανέλλος Δεληγιάννης στέλνει επιστολή στον αντιπρόεδρο του Βουλευτικού, τον επίσκοπο Βρεσθένης Θεοδώρητο. Ο Δεληγιάννης αναφέρεται στον πόλεμο που έχει ξεσπάσει μεταξύ της οικογενείας του και του οπλαρχηγού Κολιόπουλου (Πλαπούτα), τον οποίο κατηγορεί πως εποφθαλμιά την κυριαρχία της ευρύτερης περιοχής των Λαγκαδίων. Στην επιστολή, με την οποία καλείται ο Θεοδώρητος να παρέμβει, αναφέρεται ότι ο Πλαπούτας,, που «ήδη υποστηρίζεται από τους γιούς του Γιαννάκη Κολοκοτρώνη, έχει ζητήσει στρατιωτική βοήθεια από τον Κεφάλα και τον Μητροπέτροβα» (16).
Οι συμμαχίες τροποποιούνταν και σε κάποιες περιπτώσεις τα πράγματα μπερδεύτηκαν πάρα πολύ. Έτσι, όταν στα τέλη Μαρτίου του 1824 ξαναβρεθήκαν ανάμεσα στις πύλες της Τριπολιτσάς  οι μέχρι τότε θριαμβευτές επαναστάτες  – δείχνοντας έτοιμοι να κατασπαραχθούν μεταξύ τους –, οι συνθέσεις των αντιπάλων εμφανίζονταν άκρως εντυπωσιακές. Όπως αναφέρει ο Φωτάκος, «κατά το τέλος Μαρτίου 1824 μέσα στην Τρίπολη βρέθηκαν πολιορκημένοι οι Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, οι Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Κανέλλος Δεληγιάννης, ο Δημ. Παπατσώνης, ο Μητροπέτροβας, ο Γκρίτζαλης, ο Γρίβας από το Ξηρόμερο με χίλιους πεντακόσιους νοματαίους που  πολιορκούνταν από τρεις χιλιάδες πολεμιστές με κεφαλές τους Ανδρέα Ζαίμη, Ανδρέα Λόντο, Πετιμεζαίους, Γιατρακέους, Ι. Νοταρά, Νικήτα Φλέσσα, Π. Κεφάλα, Αναγνωσταρά, Π. Ζαφειρόπουλο (Άκουρο) ι, Δ. Ζαχαρόπουλο και Τζανετάκη Γρηγοράκη με Μανιάτες»   Ανακατεμένος ο ερχόμενος !!.
 Κάποιοι φανατισμένοι και κοντόφθαλμοι κοντυλοφόροι επιχείρησαν όλα τα μετέπειτα χρόνια να περάσουν στην κοινή αντίληψη, ότι αυτός ο εμφύλιος πόλεμος ήταν μια διαμάχη  μεταξύ δυο πλευρών, όπου στη μια συμμετείχαν πατριώτες, ανδρειωμένοι, ανιδιοτελείς και, ικανοί και στην άλλη συμμετείχαν προδότες, θρασύδειλοι, συμφεροντολόγοι και ανίκανοι. Αν, όμως,  ίσχυε αυτό, η νίκη των πρώτων θα ήταν εξ ορισμού ολοκληρωτική και άμεση. Όπως επισημαίνει  ο Καζαντζάκης σε ένα έργο του «Έπρεπε όλες οι αρετές να΄ναι στο στρατόπεδο το δικό μας, όλες οι αναντριές κι ατιμίες στους άλλους. Μα έχουμε κι εμείς πολλούς άναντρους κι άτιμους, κι αυτοί πολλά παλικάρια. Ο Θεός θαρρώ, ανακάτεψε τα χαρτιά και τα΄χουμε χαμένα».   Και η αλήθεια είναι ότι όλοι οι προαναφερόμενοι (με τα όποια τυχόν σφάλματα τους) ήταν αναμφισβήτητα μεγάλοι κι αυτοδημιούργητοι αγωνιστές που εξασφάλισαν με την αξία τους και με τον συνεχή μόχθο τους συνθήκες ελευθερίας για τους επί 4 αιώνες υπόδουλους συμπατριώτες τους. Το ότι βρέθηκαν σύντομα εγκλωβισμένοι από το πάθος  μέσα σε έναν λυσσαλέο εμφύλιο πόλεμο δεν  μειώνει την συνολική εθνική τους προσφορά.
Ο  Φωτάκος μας διηγείται σε εκείνη την περίοδο  ένα επεισόδιο με τον Παναγιώτη Κεφάλα να συλλαμβάνεται σε μια αψιμαχία,  από τον γιο του Κολοκοτρώνη, και να οδηγείται – «με τη μύτη του σπαθιού» του Γενναίου - στο Γέρο του Μωριά, που μόλις τον αντίκρισε εξανέστη φωνάζοντας του : «Κι εσύ παλιογελάδα σήκωσες ντουφέκι ενάντια μου; Αμ εγώ φταίω που δεν σε παρέδωσα στα χέρια του Παπατούρτα να σε  ξεσχίσει». Κατόπιν, αντί για τιμωρία, πρόσταξε να τον αφήσουν λεύτερο να φύγει. Διατηρώντας κάποιες  επιφυλάξεις  για τις πραγματικές συνθήκες, κάτω από τις οποίες οδηγήθηκε ο στρατηγός Κεφάλας  στο στρατόπεδο των αντιπάλων του μέσα στην πολιορκημένη Τριπολιτσά, θα εστιάσουμε την καταφανή  γενναιοψυχία αλλά και  πίκρα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη που απέδειξε περίτρανα  ότι πολύ περισσότερο θα προτιμούσε έναν τέτοιο ικανό και καταξιωμένο  αγωνιστή, σαν τον καπετάν Κεφάλα,  να τον είχε μόνιμο συναγωνιστή  και φίλο αντί για αντίπαλο.
Τον Νοέμβριο του 1824 ο εμφύλιος πόλεμος μαίνεται στην Πελοπόννησο μεταξύ των ντόπιων «κυβερνητικών» οπλαρχηγών (που συμπεριλαμβάνουν τους Πετιμεζαίους, Γιατράκους, Ζαχαρόπουλο, Κεφάλα, Δημ. Πλαπούτα, Α. Κονδάκη, Τζ. Γρηγοράκη, Αντ. Κουμουστιώτη, Π. Βαρβιτσιώτη, Νικήτα Φλέσσα , Κουμουνδουράκηδες κλπ) και των «στασιαστών» οπλαρχηγών (που συμπεριλαμβάνουν τους Δεληγιανναίους, Κολοκοτροναίους,, Παπατσώνη, Σισίνη, Νοταραίους, Γρηγοριάδη,  Παπατσώνη και πολλούς άλλους μαζί ακόμα με τον Θεόδωρο Γρίβα και τους Ρουμελιώτες του) και φτάνει στο αποκορύφωμα του όταν η κυβέρνηση δίνει εντολή στους στερεοελλαδίτες οπλαρχηγούς, που την στηρίζουν, να εισβάλουν στον Μωριά. Σε πρώτη φάση περνούν τον Ισθμό της Κορίνθου οι Τσάμης Καρατάσσος, Ιωάννης Γκούρας και Διοβουνιώτης με τους άντρες τους. Μετά από ένα μήνα εισβάλουν στην Πελοπόννησο οι Τζαβελαίοι, ο Κώστας Μπότσαρης, ο Δράκος, ο Καραισκάκης, ο Βέικος, ο Χόρμοβας, ο Φωτομάρας, ο Ράγκος και άλλοι (δίνοντας την εντύπωση ότι στη Ρούμελη έχει εκλείψει ολοσχερώς ο τουρκικός κίνδυνος). Η όποια ισορροπία δυνάμεων ανατρέπεται με όλες αυτές τις νέες αφίξεις στρατευμάτων και  πολλοί αντικυβερνητικοί αρχηγοί (Κολοκοτρώνης Δεληγιανναίοι, Νοταραίοι, Σισίνης, Παπατσώνης, Γρίβας, Μητροπέτροβας κ.α.) συλλαμβάνονται και αποστέλλονται στην Ύδρα για να φυλακιστούν στην Μονή του Προφήτου Ηλία. Μόνον όταν ήρθε η είδηση ότι ο Ιμπραήμ της Αιγύπτου αποβιβάστηκε με το στράτευμα του  στη Μεθώνη, αντιλήφθηκαν οι εμπλεκόμενοι στον εμφύλιο την ανάγκη εθνικής συμφιλίωσης και συστράτευσης εναντίον του νέου κινδύνου (7). Η προθυμία συμμετοχής  των παραπάνω  περιφανών Ελλήνων αρχηγών στον εμφύλιο πόλεμο, στα τέλη του 1824, ήταν άκρως εντυπωσιακή κι ανεπανάληπτη, και δίνει την σιγουριά πως αν όλων αυτών των ηρώων ο κοινός κι αποκλειστικός στόχος ήταν  οι Τουρκαλβανοί και Αιγύπτιοι επιδρομείς,  τότε ασφαλώς δεν θα υπήρχε χώρος στην επαναστατημένη Ελλάδα ούτε για Ομέρ Βρυώνηδες, ούτε για Κιουταχήδες, ούτε για Ιμπραίμηδες!
Μετά την επικράτηση της κυβερνητικής παράταξης και την εξουδετέρωση της ηγεσίας των αντίπαλων της, αρκετοί από τους νεοφερμένους οπλαρχηγούς προτίμησαν - αντί να επιστρέψουν στην Στερεά Ελλάδα παγιώνοντας κι εκεί  την επανάσταση, - να παραμείνουν  στην Πελοπόννησο, όπου πολύ σύντομα κατέστησαν πραγματική μάστιγα επιδιδόμενοι, μαζί με αρκετούς από τους ντόπιους συμμαχητές τους,  σε συχνές λεηλασίες  των ανυπεράσπιστων συμπατριωτών τους («κάλλιον εγώ, κουμπαρούλη μου, παρ΄ άλλος να σε γδύσει»). Η κατάσταση είχε εκτραχηλιστεί σε τέτοιο σημείο, που ο Ν. Κασομούλης αναφέρει ότι οι αρχές της Τριπολιτσάς δεν επέτρεψαν στους Γάντζο και  Καρατάσιο, που μετακινούνταν για το Ναύπλιο με όλα τα στρατεύματα τους, να μπουν στην πόλη  ούτε για να ψωνίσουν («καθώς όποιος χωρικός τους απαντούσε στο δρόμο του εύρισκε τον διάβολο του»). Ο καπετάν Κεφάλας, μολονότι ήταν σταθερά συντεταγμένος με το κυβερνητικό στρατόπεδο, δεν μπορούσε να υποφέρει την άναρχη αυτή κατάσταση και διαμήνυσε στον Μαυροκορδάτο πως οι Μωραίτες, που δεν είχαν διάθεση να ξαναζήσουν κάτω από την Κυβέρνηση του Κουντουριώτη,  δεν θα έπαιρναν μέρος στον πόλεμο όσο οι Ρουμελιώτες θα βρίσκονταν στα χώματα τους και όσο οι αρχηγοί τους έμεναν φυλακισμένοι στην Ύδρα.  (19)

ΓΙΑ ΤΗ ΣΗΜΑΙΑ ΜΑΣ   
Ένα ακόμα πρωτοποριακό γεγονός συνέδεσε άρρηκτα τους Παπαφλέσσα και Κεφάλα με την δημιουργία της διαχρονικής πολεμικής ελληνικής σημαίας,  την σημαία που απεικονίζεται,  μόνιμα πλέον, στο ελληνικό εθνόσημο. Λίγο μετά την άλωση της Τριπολιτσάς, ο Παπαφλέσσας είχε την έμπνευση να καθιερωθεί μια ομοιόμορφη επαναστατική ελληνική σημαία. Παρορμητικός όπως πάντα, έσκισε ένα κομμάτι από το σκουρογάλαζο αντερί του και ζήτησε από τον Κεφάλα να κόψει κάποιες λόξες (πτυχές) από την άσπρη του φουστανέλα και με αυτά κατασκεύασαν την κυανόλευκη σημαία μας, που καθιερώθηκε αμέσως, επικυρώθηκε από την Εθνική Συνέλευση του Άστρους και κυματίζει έκτοτε όπου υπάρχει ελληνική ψυχή (11) & (20).

H Επαναστατική Κυβέρνηση της Ελλάδος τίμησε ανάλογα τον καπετάν  Κεφάλα για την συνεχή, ουσιαστική και πολύπλευρη συμμετοχή του στον απελευθερωτικό αγώνα και  – μετά τις πρώτες νίκες και την ανάπτυξη ικανού αριθμού αγωνιστών  υπό την αρχηγία του  τον προβίβασε  -  στις 24 Ιουνίου 1822 -  σε χιλίαρχο και αργότερα (4 Ιουνίου 1823) σε Στρατηγό. (16). Και στις δύο περιπτώσεις προαγωγής του προηγήθηκαν – κατά την τυπική διαδικασία της εποχής - σχετικές  αναφορές-αιτήσεις του προς το Μινιστέριο (Υπουργείο) του Πολέμου. Στην πρώτη αναφορά του (1822),   ο Καπετάν  Κεφάλας ζητά τιμητική ανταμοιβή για τις στρατιωτικές εκδουλεύσεις του ανάλογη με εκείνη που πρόσφατα δόθηκε σε άλλους οπλαρχηγούς και υπόσχεται ότι θα προβεί άμεσα σε στρατολογία αντρών της επαρχίας του ώστε να είναι πανέτοιμος μέσα σε μια εβδομάδα να εκστρατεύσει «ως αετός υπόπτερος» στην Ανατολική Ελλάδα για να «καταδαμάσει την υπερήφανο οφρύ του αχρείου βαρβάρου τυράννου  Χρουσίτη» (Χουρσίτ Πασά). (16), Το στυλ της συγκεκριμένης επιστολής δείχνει ξένο με το κατά βάση λιτό κι απόλυτα περιεκτικό ύφος των υπόλοιπων αναφορών  του Ήρωα μας (και  υποδηλώνει  πως στη σύνταξη της έγινε παρέμβαση της πέννας κάποιου σοφολογιότατου).
Στη δεύτερη αναφορά-αίτηση του (1823) προς το Μινιστέριο Πολέμου. ο Παναγιώτης Κεφάλας αναφέρει την δημιουργία από αυτόν – από την έναρξη του πολέμου -  σώματος πεντακοσίων στρατιωτών και την συνεχή συμμετοχή τους σε μια εντυπωσιακή σειρά μαχών κι εκστρατειών, η βαρύτητα των οποίων τονίζεται από τις περιγραφόμενες απώλειες του σώματος του. (16)
Στην έκδοση «Πως είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα του 1821» αναγράφεται ότι από το  1822, ήδη είχε ξεκινήσει διεθνής αναζήτηση για το ποιος ηγέτης είναι καταλληλότερος για να αναλάβει τον ελληνικό θρόνο όταν η χώρα απελευθερώνονταν από τον οθωμανικό ζυγό. Ανάμεσα στις διάφορες προτάσεις αναφέρεται και ένα υπόμνημα του καπετάν Κεφάλα προς τον Άγγλο υπουργό Εξωτερικών  Κάστελρινγκ υπέρ του πρίγκιπα Μιχαήλ (Μιγκουέλ) της Μπραγκάντσα (Πορτογαλίας). (19) Όμως, το ενδεχόμενο να διαβίβασε  υπόμνημα ο τότε χιλίαρχος Παναγιώτης Κεφάλας προς τον υπουργό Εξωτερικών της Αγγλίας  είναι  σχεδόν απίθανο. Πολύ πιθανότερο, την πρωτοβουλία αυτή να πήρε ο Θεσσαλός προεστός Θεοχάρης Κεφαλάς (Ολύμπιος), ο οποίος αλληλογραφούσε τακτικά με ευρωπαίους αξιωματούχους και ο οποίος μεσολάβησε για την σύναψη των πρώτων δανείων που έλαβε η ελληνική επαναστατική κυβέρνηση (11).  

 Η Επανάσταση επιφύλαξε μια ακόμα μεγάλη τιμή για τον καπετάνιο μας καθώς η Β΄ Εθνοσυνέλευση, που συγκλήθηκε στο Άστρος την άνοιξη του 1823, συμπεριέλαβε  τον – μέχρι τότε χιλίαρχο - Παναγιώτη Κεφάλα μεταξύ των μελών της 15μελούς Επιτροπής του Στρατιωτικού ( στην οποία συμμετείχαν καταξιωμένοι αρχηγοί όπως οι Κανέλλος Δεληγιάννης, Πετιμεζαίοι, Γιατράκος, Κορμάς και Ζαφειρόπουλος). (21)
Το 1825 ο στρατηγός Κεφάλας, με διαταγή του Υπουργείου  του Πολέμου, μετέχει σε τριμελή επιτροπή που αποσκοπεί να διερευνήσει οικονομικές διαφωνίες που προέκυπταν μεταξύ των διαφόρων καπεταναίων. Τα μέλη της επιτροπής αυτής ήταν εξουσιοδοτημένα να έρθουν σε άμεση επαφή με τους αντιδικούντες οπλαρχηγούς, να ακούσουν τις απόψεις του καθενός από αυτούς, να σταθμίσουν τα γεγονότα, να τους συμβουλεύσουν για την διευθέτηση της διαφοράς και κατόπιν, να διαβιβάζουν τελική αναφορά στη Διοίκηση με την κρίση τους. Όπως προκύπτει από τα διασωθέντα επαναστατικά αρχεία, συχνά  οι οικονομικές διαφορές των οπλαρχηγών  είχαν να κάνουν με την καταβαλλόμενη  μισθοδοσία κάποιων στρατιωτών, που εμφανίζονταν στις καταστάσεις στρατολόγησης και των δύο πλευρών με αποτέλεσμα να υποβάλλονται για τα ίδια άτομα διπλές απαιτήσεις μισθοδοσίας προς το Υπουργείο) (16)
Με τη λήξη του 1ου Εμφύλιου πολέμου, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης (ο ανακηρυγμένος αρχιστράτηγος Πελοποννήσου το 1821, πρόεδρος του Βουλευτικού το 1823 και κατόπιν  του Εκτελεστικού), έχει περιπέσει σε δυσμένεια, λόγω της ήττας του αντικυβερνητικού συνασπισμού στον οποίο συμμετείχε ενεργά . Με επιστολή του – στις 25 Ιουνίου 1824 - προς το Βουλευτικό Σώμα  - ο Πετρόμπεης παραπονείται για τον παραγκωνισμό του και ταυτόχρονα διερωτάται αν «οι Γιατρακαίοι, ο Κεφάλας και ο Φλέσας είναι άραγε οι μόνοι, οίτινες εσύμβαλον υπέρ της Πατρίδος, και ένεκα τούτου έχουν το δικαίωμα αυτοί να οικειοποιούνται επαρχίες και να νέμονται αυτές». Συνεχίζοντας απορεί γιατί η Διοίκηση δεν φρόντισε να παραχωρήσει αντίστοιχα δικαιώματα και στην οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων που «έβαψαν με το ακριβότερο αίμα των το έδαφος της Πελοποννήσου και αυτής της Δυτικής και Ανατολικής Ελλάδος» διαμαρτυρόμενος που οι οικείοι του βρίσκονται πλέον «απόξενοι και μεμακρυσμένοι δι΄όλου από τα τοιαύτα δικαιώματα».  (22)

ΣΤΗΝ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ
Παρά τις κυβερνητικές διακρίσεις του και τις προαγωγές του στην ιεραρχία του επαναστατικού στρατού, ο Κεφάλας έμεινε, μέχρι και μετά τον πρόωρο θάνατο του στη συνείδηση των αγωνιστών του σώματος του με τον αρχικό του προσδιορισμό,  σαν «ο Καπετάνιος μας» . Ο αριθμός των αντρών που συγκέντρωνε στις διάφορες επιχειρήσεις του πλήθαινε όσο η δημοτικότητα του στην επαναστατημένη Ελλάδα αυξανόταν αλλά  – όταν ο πόλεμος έγινε παρατεταμένος - προσαρμοζόταν αντίστοιχα με τις όποιες απώλειες και με  την κατακόρυφη αύξηση των απαιτούμενων δαπανών συντήρησης τους. Επίσης πτωτικός θα ήταν αναμφίβολα ο ρυθμός στρατολόγησης κατά την περίοδο των εμφυλίων πολέμων, όπου ο ξενόφερτος, απροσάρμοστος και αιώνια αποστασιοποιημένος   Τούρκος εχθρός αντικαταστάθηκε με τον όμαιμο, γείτονα και συγγενή  Έλληνα εχθρό. Αργότερα, ξεκίνησαν κι οι έντονες αντιδράσεις των ίδιων των γυναικών των αγωνιστών που άρχισαν να αντιτάσσονται στη στρατολογία των αντρών τους,  οι οποίοι συνήθισαν να εγκαταλείπουν σπίτια και κτήματα για να αφιερώνονται σε ατέλειωτους αδελφοκτόνους πολέμους (2). Ενδεικτικές, για τον προσεγγιστικό υπολογισμό της    στρατιωτικής δύναμης του στρατηγού Κεφάλα είναι κάποιες διαθέσιμες καταστάσεις αγωνιστών από τοπικές κοινωνίες, που εμφανίζουν – μεταξύ άλλων και τα ονόματα 76 πολεμιστών του,   που προέρχονταν αποκλειστικά από το μεσσηνιακό κεφαλοχώρι της Βαλύρας.  (23) & (24)
Τον Ιούλιο του 1824 ο στρατηγός Κεφάλας ζητά από την Κυβέρνηση την άδεια να αυξήσει τον αριθμό των αντρών του επιστρατεύοντας επί πλέον 100 ανθρώπους από την επαρχία του. Το Βουλευτικό εγκρίνει την αίτηση του αλλά στη συνέχεια το Εκτελεστικό την απορρίπτει με την αιτιολογία ότι «μια παρόμοια αποδοχή αιτήματος θα εξωθήσει κι άλλους αρχηγούς να κάνουν παρόμοιες απαιτήσεις και τότε ή οι πρόσθετες αιτήσεις θα κριθούν απαράδεκτες και θα δυσαρεστηθούν όλοι όσοι τις απαίτησαν, το οποίο δεν συμφέρει, ή πρέπει να ενδώσει η Κυβέρνηση και να αυξήσει τον προσδιορισμένο αριθμό στρατευμάτων, το οποίο για τους γνωστούς (οικονομικούς) λόγους δεν συμφέρει». Όμως, το Βουλευτικό σώμα  επαναφέρει το αρχικό αίτημα δηλώνοντας ότι «με το να αυξηθεί ο αριθμός των στρατιωτών αυτού του στρατηγού, παλαιού, περίφημου και ειδήμονος όντως εις τα στρατιωτικά, αντί να προκληθεί σύγχυσιν, θέλει προξενήσει ησυχίαν και, το ενάντιον, θέλει φέρει ταραχάς, επειδή δια την υπόληψιν και πράξεις του ανδρός πείθεται καθείς ότι ηδικήθη, βλέπων αυτόν με ολιγωτέρους στρατιώτες ή όσους έχουσιν οι νεώτεροι και ανεμπειρώτεροι». Το Εκτελεστικό αντιλέγει κρίνοντας ότι «η ποσότητα του στρατοπέδου του Μεσσηνιακού κόλπου είναι ικανή και, αν διοριστούν και άλλοι στρατιώτες, επιφορτίζεται το Εθνικόν Ταμείον με υπέρογκα έξοδα και μισθούς» και τελικά αποδέχεται – σαν σολομώντεια λύση – να αυξηθεί ο αριθμός των στρατιωτών του στρατηγού Παναγιώτη Κεφάλα κατά 50 άντρες, αντί των 100 αιτηθέντων. (16)  Από τις ανωτέρω αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις συνάγεται πως η επαναστατική κυβέρνηση, που έχει ήδη δημιουργήσει μια πολυδαίδαλη και πολυδάπανη για τις περιστάσεις  πολιτική διοίκηση,  αδυνατεί  - στο μέσο ενός μακρόχρονου πολέμου -  να ενισχύσει το στρατιωτικό τμήμα, το τόσο απαραίτητο για την εδραίωση της.    
 Από την άλλη πλευρά, αυτό που  προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση σε παρατηρητές της ελληνικής επανάστασης είναι η γεωγραφική πολυμορφία που χαρακτήριζε το στρατόπεδο των αγωνιστών του καπετάν Κεφάλα. Σε ένα κυπριακό περιοδικό παρατίθεται ένας κατάλογος, παρμένος από τα ελληνικά Γενικά Αρχεία του Κράτους,  με αγωνιστές του, οι οποίοι προέρχονται όχι μόνο από τις γειτονικές περιοχές των Εμπλακίων και του Μωριά γενικότερα αλλά κι από την Στερεά Ελλάδα, την Θεσσαλία, την Μακεδονία, την Κύπρο, την Σερβία, την Αρβανιτιά και την Βουλγαρία.
Όλοι, λοιπόν, οι καλοί αγωνιστές, ανεξάρτητα καταγωγής, εύρισκαν θέση στο στρατόπεδο του καπετάν Κεφάλα, ο οποίος απέδειξε - τόσο με την σύνθεση του στρατού του όσο και με τις επιτυχείς πολεμικές επιχειρήσεις του - ότι διέθετε ασυνήθιστο οργανωτικό και διοικητικό πνεύμα σε γενικές επαναστατικές συνθήκες που χαρακτηρίζονταν από έντονο πνεύμα προχειρότητας. Για τους στρατιώτες του επιδείκνυε πραγματικό κι  ανθρώπινο ενδιαφέρον. Χαρακτηριστική είναι η επιστολή που απευθύνει τον Απρίλιο του 1823 προς το Υπουργείο των Βουλευτικών με την οποία αιτεί (επιμένει και πείθει τη Διοίκηση) να εξασφαλίσει οικονομικά τις χήρες και τα ορφανά των υπέρ πατρίδος φονευθέντων στρατιωτών του, για τα οποία αναφέρει ότι «υστερούνταν και του επιούσιου άρτου». Στην επισυναπτόμενη κατάσταση απωλειών του σώματος του  καταγράφονται οι οικογενειάρχες πεσόντες αγωνιστές και ο τόπος θυσίας τους και γίνεται ιδιαίτερη μνεία για όσους έπεσαν κατά το ρεσάλτο της Τριπολιτσάς. Εντύπωση και συγκίνηση προκαλεί το γεγονός ότι στην πλειοψηφία τους αυτοί οι πρωτοπόροι και ηρωικώς πεσόντες άντρες υπήρξαν πολύτεκνοι (κάποιοι με 7 ή και με 8 παιδιά). (16)  Και είναι ακόμα μεγαλύτερη η τιμή που τους πρέπει όταν γίνεται αντιληπτό πως εκείνοι οι  μαχητές, που βρέθηκαν από την έναρξη της Εξέγερσης στην πρώτη γραμμή του πυρός αψηφώντας τον θάνατο,  κινήθηκαν χωρίς ελπίδα χρηματικού οφέλους (καθώς δεν είχε ακόμα καταρτιστεί  επαναστατική κυβέρνηση για να επιμελείται της μισθοδοσίας τους και των λοιπών των ευρύτερων αναγκών τους).

Ο καπετάν Κεφάλας μολονότι δεν αρνήθηκε στην ηγεσία την τοποθέτηση του σώματος του στις κρισιμότερες θέσεις μάχης (Βαλτέτσι, Κεφαλάρι κ.α) ούτε άφησε την ευκαιρία της μετωπικής επίθεσης στη Τριπολιτσά να πάει χαμένη, ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός ώστε να μην να ριψοκινδυνεύει τις ζωές των αντρών του  σε μάχες ανοικτού χώρου, σε μάχες που επιδίωκε ο ίδιος ο εχθρός όταν βρίσκονταν σε ευνοϊκότερες συνθήκες. Η τακτική κλεφτοπόλεμου που ακολουθούσε συχνά ο Κεφάλας όταν αντιμετώπιζε ισχυρότερες εχθρικές δυνάμεις (το δόγμα που εφαρμοζόταν συχνά  από τον Κολοκοτρώνη, και υιοθετήθηκε αργότερα από τις απανταχού δυνάμεις καταδρομών) ερχόταν κάποιες φορές σε αντιπαράθεση με το πνεύμα θυσίας που ήθελε να εμφυσήσει στους επαναστάτες ο Παπαφλέσσας, που σε γνωστή επιστολή προς τον αδελφό του  Νικήτα Φλέσσα αναφέρει επιτιμητικά: «Εγώ δεν είμαι σαν κε σε και τον κουμπάρο σου τον Κεφάλα, όπου τρέχετε από ράχη σε ράχη στους Αηλιάδες» (υπονοώντας την διεξαγωγή κλεφτοπόλεμου). Όμως, αν ο επαναστατικός αγώνας διεξαγόταν με τον άμεσο και ρομαντικό τρόπο που επικαλούνταν οι λάτρεις των Θερμοπυλών, και όχι με τον έμμεσο και ρεαλιστικό που απαιτούσαν οι  τρέχουσες συνθήκες, η ελληνική επανάσταση θα είχε πιθανότατα καταρρεύσει με το ξεκίνημα της.

Η ΜΑΧΗ ΓΙΑ ΤΑ ΕΦΟΔΙΑ
Ο αγώνας του κάθε Καπετάνιου για την εξασφάλιση της καθημερινής τροφής κι απαραίτητων εφοδίων του σώματος του, μέσα σε μια ρημαγμένη από στερήσεις και πόλεμο χώρα, θα  ήταν ασφαλώς ένας καθημερινός εφιάλτης που θα τον έφερνε σε τριβή με διάφορους φορείς. Από τον κανόνα αυτόν δεν ξέφυγε ούτε ο Ήρωας μας, που εκτός της συντήρηση του στρατεύματος του ήταν επιφορτισμένος – με την ιδιότητα του ως αντιπρόσωπος του Στρατιωτικού -  να μαζεύει τροφές κι εφόδια για πιο διευρυμένα επαναστατικά  σώματα. Η έντονα παρατηρούμενη αδιαφορία ή και ιδιοτέλεια κάποιων αρμόδιων κυβερνητικών παραγόντων είχε ως φυσική συνέπεια κάποια κονδύλια να μην φτάνουν ποτέ στον καθορισμένο προορισμό τους. Επίσης, οι ελληνικές νίκες είχαν ως αποτέλεσμα την μετακίνηση και τον περιορισμό της πλειοψηφίας των Τούρκων της Πελοποννήσου σε ακραίες οχυρές θέσεις και με τον τρόπο αυτόν, οι δυνατότητες των επαναστατών να χρηματοδοτούνται με εχθρικά λάφυρα περιορίστηκαν. Ακόμα, λόγω του  παρατεταμένου πολέμου, η καλλιεργήσιμη γη περιορίστηκε αισθητά. Για τους λόγους αυτούς, αρχηγοί σαν τον καπετάν Κεφάλα δεν είχαν άλλη επιλογή - για να διατηρήσουν το στράτευμα τους πολυάνθρωπο και σε αξιόμαχη κατάσταση – από του να προβούν σε έκτακτη φορολόγηση, σε διαταγές για υποχρεωτική εισφορά στη κεντρική διοίκηση μέρους των λαφύρων, σε επιτάξεις και σε δημεύσεις. Αυτά τα αναγκαία - αλλά κι αυστηρά - μέτρα ήταν ευνόητο να δημιουργήσουν έντονα παράπονα κατά του Κεφάλα τόσο  από τους θιγόμενους αρχηγούς ομάδων (μεταξύ των χολωμένων  κι ο μετέπειτα χιλίαρχος Παπατούρτας, που είχε τότε ανεξαρτητοποιηθεί από το σώμα του Καπετάνιου μας) όσο κι από  φορολογούμενους  κτηματίες και κτηνοτρόφους (11) . Οι τελευταίοι, που συνήθως απέφευγαν συμμετοχή τους στις μάχες, φαίνεται ότι είχαν γρήγορα ξεχάσει τα δεινά τους σαν ραγιάδες κατά την  πολύχρονη σκλαβιά στους Τούρκους και πως είχαν την αίσθηση ότι η ζωή, η τιμή κι η περιουσία εξασφαλίζονται χωρίς αίμα, κόπο και απώλειες  μέρους χρημάτων και αγαθών. Από την άλλη πλευρά, αρκετοί οπλαρχηγοί κι αγωνιστές θαρρούσαν  ότι η ελευθερία είναι συνώνυμη της ασυδοσίας και της αδιαφορίας για το γενικό όφελος. Χαρακτηριστική περίπτωση αυτής της νοοτροπίας ήταν η κατάληξη  της τύχης του μεγάλου Υδραίου επαναστάτη Αντώνη Οικονόμου, που - με την παρότρυνση του Παπαφλέσσα - επιστρέφοντας στην ιδιαίτερη πατρίδα του  επέβαλλε την άμεση συμμετοχή στον Αγώνα της πρώτης αυτής ναυτικής δύναμης.  Όταν, όμως, οι Υδραίοι πρόκριτοι κινητοποίησαν τον μεγάλο τους στόλο, ο Οικονόμου, που στηριζόταν από τους μικροκαπεταναίους και τον λαό,  απαίτησε από τα πληρώματα των πλοίων  να πάψουν να οικειοποιούνται τα πολεμικά λάφυρα και να εφαρμόσουν  κανονισμό δημόσιας διανομής. Τότε,  ο Οικονόμου απώλεσε αυτόματα την λαϊκή υποστήριξη  και άπαντες κινητοποιήθηκαν εναντίον του, με αποτέλεσμα να μείνει απελπιστικά μόνος και  - καταδιωκόμενος από συμπατριώτες  του – να φονευθεί στην Αργολίδα  το φθινόπωρο του 1821. (1) & (14)
Όπως συνέβαινε σε πολλούς πολέμους, σε κάθε μεγάλη μάχη κοντά στους πολεμιστές καιροφυλακτούσαν  ομάδες πλιατσικολόγων, που μετά τη μάχη λυμαίνονταν τα πάντα. Οι πλιατσικολόγοι αυτοί, δρώντας εκ του ασφαλούς,  παρέμεναν άθικτοι από τις αιματοχυσίες. Χρόνια μετά την λήξη του πολέμου, περηφανεύονταν στους ξένους (γιατί οι τοπικές τους κοινωνίες  - γνωρίζοντας το ποιόν τους – τους αντιμετώπιζαν με περιφρονητική αδιαφορία) για τη συμμετοχή τους σε μάχες προσπαθώντας να τους πείσουν για το «ένδοξο αγωνιστικό» παρελθόν τους και να κερδίσουν κι από αυτούς ότι μπορούσαν.
 Σχετικό με την πρακτική παρακράτησης της λείας από στρατιωτικές μονάδες, είναι και το ακόλουθο περιστατικό: Όταν έφτασε ο Υψηλάντης στην απελευθερωμένη Τριπολιτσά ένα από τα πρώτα μέτρα που ήθελε να επιβάλει  ήταν η εκχώρηση στο δημόσιο μέρους τουλάχιστον των λαφύρων (γιατί απαντούσε σε όσους μέχρι τότε του ζητούσαν οικονομική ενίσχυση πως «η επικείμενη άλωση της Τριπολιτσάς θα παρείχε στο δημόσιο ταμείο τα μέσα να ενισχύσει όλους όσους είχαν ανάγκη  για τη συνέχιση του αγώνα από τη μερίδα των λαφύρων, που θα περιέρχονταν σε αυτό).  Όμως με  την άλωση της Τριπολιτσάς,  όλα τα λάφυρα περιήλθαν στα χέρια ατόμων - κι όχι του δημοσίου -   και ο αρχηγός ζήτησε από τον καθέναν που τα είχε στην κατοχή του να τα καταθέσει στην Αρχή κατά βούληση. Κι αυτή ακόμα η προσπάθεια απέτυχε μιας κι όλοι παραπονιόνταν ότι είχαν πάρει ελάχιστα πράγματα που δεν είχαν καμιά αξία και έτσι δεν προσέφεραν τίποτα στο δημόσιο ταμείο. Την εξαίρεση στο κανόνα αποτέλεσε ο αλωτής καπετάν Κεφάλας, που υπήρξε ο μοναδικός οπλαρχηγός που παρέδωσε λάφυρα από το σώμα του στην υπεύθυνη Αρχή (3).    

Παρά τις τιμές και τις διακρίσεις που απονεμήθηκαν από την επαναστατική κυβέρνηση στον στρατηγό Παναγιώτη Κεφάλα, ούτε αυτός, ούτε οι οικείοι του, ούτε γενικά οι συμπατριώτες του  φαίνεται να ευνοήθηκαν οικονομικά από την συμμετοχή τους στην Εθνεγερσία. Το μικρό σπίτι που έμενε παντρεμένος στον Λίθαρο Δυρραχίου, κείτονταν ερειπωμένο στις αρχές του 20ου αιώνα ενώ το πατρικό του σπίτι στα Κεφαλαίκα Δυρραχίου ξαναφτιάχτηκε μόλις το 1863  (περίπου 40 χρόνια μετά τη μάχη στο Μανιάκι). Σε όλο το Δυρράχι ούτε έμεινε, ούτε αναφέρθηκε ποτέ η ύπαρξη κάποιου πολύτιμου είδους, που να μπορεί να συνδέεται με την ακραία λαφυραγώγηση που πραγματοποιήθηκε στην Τριπολιτσά από προστρέξαντες πλιατσικολόγους,  καθώς στην περιοχή αυτή  η ιδέα του φιλότιμου και η επίδειξη έντονης περηφάνιας  κυριαρχούσε απόλυτα απέναντι σε όποιες ιδέες πλουτισμού. (11).


ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΤΟ ΜΑΝΙΑΚΙ
Ο εμφύλιος πόλεμος, που ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1823, διάρκεσε μέχρι και τον Ιανουάριο του 1825 και έδωσε μεγάλες ανάσες στους καταπονημένους Τούρκους του Μωριά. Τότε, τον Φεβρουάριο του 1825, αποβιβάστηκε  στη Μεθώνη με 10.000 άντρες (14)   – μετά από εντολή του Σουλτάνου Μαχμούτ προς τον  Διοικητή  της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή – ο γιος του τελευταίου, ο Ιμπραήμ Πασάς Ο Ιμπραήμ  είχε μεγάλη στρατηγική εμπειρία και απέβλεπε σε πολύμορφη διεξαγωγή πολέμου για την κατάπνιξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Ο αιγυπτιακός στρατός είχε αποτελέσει τα τελευταία χρόνια καταφύγιο για πολλούς Γάλλους αξιωματικούς, βετεράνους των ναπολεόντειων πολέμων, οι οποίοι συντέλεσαν στην εκ βάθρων αναμόρφωση του και στην κορύφωση της μαχητικής του ικανότητας.
Ο καπετάν Κεφάλας απέκτησε προσωπική αντίληψη για την κατάσταση αυτή κατά την συμμετοχή του - τον Αύγουστο του 1825 -   στη μάχη του Κρεμμυδιού Πυλίας (6), όπου συναντήθηκαν - σε ανοικτή σύγκρουση - ο ελληνικός επαναστατικός στρατός με τον άρτια οργανωμένο στρατό του Ιμπραήμ κι η κατάληξη της μάχης ήταν ιδιαίτερα ατυχής για τους Έλληνες. Λίγες μέρες μετά οι Αιγύπτιοι θα υπερισχύσουν των επαναστατών και στη Σφακτηρία, όπου σκοτώνονται και οι Αναγνωσταράς, Τσαμαδός, Σαχίνης κι ο Ιταλός φιλέλληνας Σανταρόζα.
Μετά την νίκη του στη Σφακτηρία, ο Ιμπραήμ πολιόρκησε το Παλαιόκαστρο Πυλίας εξαναγκάζοντας τους Έλληνες υπερασπιστές του να το εγκαταλείψουν και να οπισθοχωρήσουν προς την πλευρά της Καλαμάτας. Ανάμεσα τους βρισκόταν και ένας μεγάλος Αμερικανός φιλέλληνας, ο γιατρός Σάμουελ Χάου. Ο Χάου αναφέρει στα απομνημονεύματα του από την  ελληνική επανάσταση ότι «κατά την υποχώρηση του έπεσε τα ξημερώματα στο τμήμα του στρατηγού Κεφάλα, σε ένα βραχοβούνι. Βρήκε τον γέρο-καπετάνιο καθισμένο σταυροπόδι με τους υπασπιστές του μπροστά σε μια φωτιά. Ο Κεφάλας έδωσε στον γιατρό ένα μουλάρι για τις αποσκευές που ύστερα από πορεία δώδεκα ωρών έμπαινε στην Καλαμάτα» (19). Ο χαρακτηρισμός «γερο-καπετάνιος» για τον Ήρωα μας ίσως φαίνεται υπερβολικός για έναν άντρα που δεν είχε φτάσει (ούτε πρόλαβε) τα σαράντα χρόνια ζωής. Όμως, δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο φαινόμενο για έναν οπλαρχηγό, που βρίσκεται για 20 χρόνια στην πρώτη γραμμή ενός  πολέμου – και μάλιστα απελευθερωτικού – να δείχνει, λόγω των κακουχιών,πολύ μεγαλύτερος από την πραγματική του ηλικία.
Αντίστοιχη μαρτυρία για τον καπετάν Κεφάλα παρέχει κι ένας άλλος φιλέλληνας γιατρός, ο Άγγλος Τζούλιους Μίλλινγκεν, ο οποίος βρέθηκε – επίσης το 1825 – στην περιοχή της Σκάλας, στην είσοδο του κάμπου της Καλαμάτας. «Εκεί γνώρισε τον Καπετάν Κεφάλα, παλιό Κλέφτη, συμπολεμιστή του περίφημου Ζαχαριά.  Εννιά τιμημένα σημάδια από λαβωματιές – καμμιά πίσω – έδειχναν την αξία του». (19)   
Μετά τις ατυχείς  για τους επαναστάτες πολεμικές εξελίξεις, ο Κεφάλας έχει πειστεί ότι η ανάσχεση της προώθησης του Ιμπραήμ προς την κεντρική Πελοπόννησο μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με καλοστημένες ενέδρες. Τον Μάϊο του 1825 ο Κεφάλας με τους άντρες, που στρατολόγησε από διάφορα χωριά της περιοχής, συναντιέται στο χωριό Αλλαγή Μεσσηνίας με τον Παπαφλέσσα.  Ο αδάμαστος μπουρλοτιέρης των ψυχών, ο ογκόλιθος του ελληνικού ξεσηκωμού, μέσα στην ένταση της εμφύλιας διαμάχης (στην οποία επίσης έχει διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο) δείχνει να έχει  χάσει το μέτρο και να διακατέχεται από  χιμαιρικές σκέψεις     για οριστική λύση του δράματος μέσω μιας Μεγάλης Θυσίας. Από την συνομιλία του με τον Κεφάλα διασώζεται η εξής στιχομυθία:
«- Τι έγινες Κεφάλα: Τι ώρα είναι τούτη πούρθες: Δεν βλέπεις πως μεσημέριασε:
-       Δεν με ρωτάς αν μπόργα να τους κάμω κάτου:  Τους πήρα με το στανιό και με τη φοβέρα. Ως και οι γυναίκες μόλις ξεκινάγαμε μας χούγιαζαν και μας πέταξαν στάχτη με τα πλαστήρια και μας καταριόντανε να μη γυρίσουμε!!
-       Να τους σκοτώσεις!  Όσους δεν θέλουνε νάρθουνε!
-       Ένας λόγος είναι τούτος παππά.
-       Τόμαθες το νέο Κεφάλα: Ο Κολοκοτρώνης θα βγει τώρα από τη φυλακή και θα βαρέσει εκείνος τον Μπραίμη και θα γίνει αυτός βασιλιάς κι εσύ θα γίνεις πάλε μυλωνάς!». (2)
Κατόπιν, ο Παπαφλέσσας κέντρισε το άλογο του και φεύγοντας φώναξε  στον Κεφάλα ότι θα τον περιμένει την άλλη μέρα στην Αγυιά (μικρό λοφοβούνι κοντά στο χωριό Μανιάκι.  (2). Το βράδυ στις 19 Μαίου 1825 , την παραμονή της μάχης. γίνεται συμβούλιο των καπεταναίων, που έχουν διαπιστώσει ότι οι δυνάμεις που έχουν συγκεντρωθεί υπολείπονται κατά πολύ από τις απαιτούμενες για μια ισχυρή άμυνα απέναντι στον αιγυπτιακό στρατό (ως και ο αδελφός του Παπαφλέσσα, ο καταξιωμένος σε πολλές μάχες στρατηγός  Νικήτας Φλέσσας δεν θα προσέλθει με τους άντρες του στο Μανιάκι θεωρώντας ότι η αντίσταση σε αυτό το σημείο θα είναι μάταιη και καταστροφική).
 Ο Κεφάλας προβάλλει απερίφραστα τις αντιρρήσεις  του για μια ανοικτή αντιπαράθεση με τον εχθρό σε ένα σημείο που δεν  ευνοεί τους αμυνόμενους και τους προτείνει να μετακινηθούν στην περιοχή της Αγυιάς, που πρόσφερε πολύ μεγαλύτερα πλεονεκτήματα άμυνας απέναντι σε τακτικό οργανωμένο στρατό. Τις απόψεις του Κεφάλα τις επικροτεί ο γνωστός για τη μαχητικότητα του παπα-Γιώργης Πουρνάρας από το Περιθώρι Αρκαδίας. Τόσο ο Κεφάλας όσο κι οι εμπειροπόλεμοι Θανασούλης Καπετανάκης, Πιέρρος Βοιδής (Μαυρομιχάλης), Ηλίας Κορμάς  και Αναστάσης Γυφτάκης  προσπαθούν να μεταπείσουν τον Παπαφλέσσα (8)  αλλά εκείνος – με τον γνώριμα απαξιωτικό του τρόπο - αποπαίρνει τον Κεφάλα φωνάζοντας:
 «Tι λές Κεφάλα, ρε κιοτή βρε παλιοπασπαλιάρη (μυλωνά)!» και στη συνέχεια αγγίζοντας με το χέρι τα γένια του παπα-Γιώργη, του αναφέρει με απογοητευμένο ύφος «μου τα ντρόπιασες βρε παπαΓιώργη». Τότε αναφέρθηκε στη συνεδρίαση πως  «όποιος ζήσει θα ακούει των γυναικών τα μοιρολόγια».  (11) Η δήλωση αυτή έθιξε τη  φιλοτιμία του - υποτιθέμενου «κιοτή» - Καπετάν Κεφάλα του παπα-Γιώργη και των λοιπών διαφωνούντων οπλαρχηγών,  που αποφάσισαν να παραμείνουν στο χώρο και να πολεμήσουν (και έτσι  την άλλη μέρα έπεσαν όλοι αυτοί νεκροί, μαζί με τον Παπαφλέσσα) . Απεναντίας,  κάποιοι άλλοι, που μετέφεραν το έντονο σκηνικό αντιπαράθεσης ανάμεσα στους άντρες εκείνους, εξασφάλισαν την επιβίωση τους με την έγκαιρη φυγή τους από την περιοχή.
 Το πρωινό της μάχης του Μανιακίου είχαν απομείνει δίπλα στον Παπαφλέσσα λιγότεροι από 600 οπλίτες με αρχηγούς τον Καπετανάκη, τον Κεφάλα, τον Βοιδή, τον Κορμά  και τον παπα-Γιώργη. Τότε, κατά την σωζόμενη αφήγηση του αγωνιστή Κουραφογιαννάκη, (που παραμένει στο σύνολο της απλή, παραστατική και φανερά  απαλλαγμένη από υπερβολές) ο Παπαφλέσσας με τους άντρες του  κατέλαβε το πρώτο ταμπούρι, κι επέμενε να  στέκει και να πολεμά ορθός μέσα σε αυτό. Στο μεσαίο ταμπούρι οχυρώθηκε ο ανιψιός του, ο Δημήτρης Φλέσσας και στο τελευταίο οι Μανιάτες και ο Κεφάλας με τους άντρες του. Ο στρατός του Ιμπραήμ εφορμούσε στα ταμπούρια με αλλεπάλληλες εφόδους ενώ στα ενδιάμεσα διαστήματα το πυροβολικό του κτυπούσε τα ταμπούρια των Ελλήνων εξασθενίζοντας τα συνεχώς. Το απόγευμα, όλοι οι αμυνόμενοι, που παρέμεναν ζωντανοί βρέθηκαν να περιστοιχίζονται από πλήθος εχθρών και προσπαθούσαν μαχόμενοι συνεχώς με τα σπαθιά στο χέρι να απομακρυνθούν από τα - ανήμπορα πια να τους προστατεύσουν - ταμπούρια προς μια κοντινή ρεματιά. Το εχθρικό ιππικό (οι «ατιλήδες») είχαν ήδη αναπτυχθεί πλευρικά στα ταμπούρια και συνέχιζαν να κινούνται για να ολοκληρώσουν την κυκλωτική τους κίνηση. Ο  Κουραφογιαννάκης οπισθοχωρώντας ακολούθησε ένα μικρό ανηφορικό μονοπάτι (γιδόστρατα), που ξεκινούσε από την γειτονική στα ταμπούρια ρεματιά, για να ξεφύγει από τους ατιλήδες. Σε κάποια στιγμή αντιλήφθηκε τον καπετάνιο του τον Παναγιώτη Κεφάλα στην αρχή της ρεματιάς να προσπαθεί να πιεί νερό από μια μικρή γούρνα. Του φώναξε από ψηλά να απομακρυνθεί γρήγορα από εκείνο το επικίνδυνο σημείο αλλά εκείνος ήταν τόσο αποκαμωμένος από τη μάχη που όχι μόνο δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από εκεί αλλά ούτε νερό να πιει με τις χούφτες, καθώς τα χέρια του είχαν πια παραλύσει από  την παρατεταμένη συμπλοκή (σπαθισμούς) με τους εχθρούς. (2) Σε εκείνο το σημείο τον βρήκε ο θάνατος από το εχθρικό ιππικό και εκεί τελείωσε ο συνεχής  αγώνας του Ήρωα μας για την Ελευθερία. 


Η λαϊκή μούσα, αναφερόμενη στο «Ξεκίνημα του Κεφάλα για το Μανιάκι», αφηγείται χαρακτηριστικά:


Ξήντα καράβια κίνησαν τσούρμο από την Πόλη
Τα δέκα ξεχωρίσανε και πάνε στη Μεθώνη
Πιάνουν και στέλνουν μια γραφή σε κείνονε τον Φλέσσα
Κι ο Φλέσσας σα τη διάβασε πολύ του κακοφάνη.
Το μαύρο του καβάλησε και στο Δυρράχι πάει
Στο Λίθαρο ξεπέζεψε στο σπίτι του Κεφάλα
Που είσαι λεβέντη Παναγή που είσαι μωρέ Κεφάλα
Πικρή γραφή μας στείλανε μέσα από τη Μεθώνη
Τ΄ άρματα να τους δώσουμε και να παραδοθούμε
Κεφάλας σαν το άκουσε πολύ του βαρυφάνη
Τα παλικάρια τοίμασε και στο Μανιάκι φτάνει
Κι ανοίξανε τον πόλεμο μ΄αυτόνε τον Μπραίμη
Κι έπεσε ο Φλέσσας Υπουργός μαζί με τον Κεφάλα
Όσοι είστε φίλοι κλάψετε κι εσείς εχθροί χαρείτε!!  (25)




-Κει στο Μανιάκι κείτονται όλοι οι καπεταναίοι,
Ο Παπαφλέσσας, κι ο Κορμάς και ο Μαυρομιχάλης,
Μπιτσάνης απ΄την Πολιανή μαζί με τον Κεφάλα,
Στρώμ΄έχουνε τη μαύρη γη, προσκέφαλο μια πέτρα
Κι από πάνω σκέπασμα του φεγγαριού τη λάμψη (24)









Τελειώνοντας την αναφορά στον καπετάν Κεφάλα, θα πρέπει να τονιστεί η καθολική αναγνώριση του  ως ακούραστου και γενναιότατου  οπλαρχηγού και στρατηγού, που  κατά γενική αποδοχή  είχε αριστεύσει στα πεδία των μαχών της εξεγερμένης Ελλάδας. Το  πάθος συμμετοχής του στους αγώνες της ήταν τόσο έντονο, ώστε να χαρακτηρίζεται  φιλοπόλεμος (26). Πέραν τούτων, από τα ιστορικά στοιχεία που διασώζονται, συνάγεται η οργανωτική και διοικητική του ικανότητα, η ευθυκρισία, το πείσμα και η επιμονή του, το ενδιαφέρον για την κοινωνική κι οικονομική στήριξη των απανταχού αγωνιστών, η λεπτολόγος οικονομική του διαχείριση (σε συνδυασμό με την αποδεδειγμένη έλλειψη ενδιαφέροντος του για προσωπικό πλουτισμό) και η προσήλωση του στη στρατηγική που χάραζε η Διοίκηση σε συνδυασμό με την πρωτοβουλία που επεδείκνυε και την αυτονομία στην τακτική των αγώνων του. Ξεκάθαρος κι ευθύς ήταν ο χαρακτήρας του, οξύθυμος σε κάποιες περιστάσεις  αλλά και διαλλακτικός, και υπέρτατο  το πνεύμα φιλοτιμίας (σε βαθμό ευθιξίας)   και αφοσίωσης του σε συναγωνιστές, με αποκορύφωμα την αποδοχή της συμμετοχής του στη μάχη στο Μανιάκι (μολονότι ήταν απόλυτα αντίθετος με τη διεξαγωγή της). Σίγουρα, ο ήρωας μας  με την συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο  έχει κι αυτός ανάλογο μερίδιο ευθύνης στα έκτροπα που συνέβησαν κι έβλαψαν εγνωσμένης αξίας αγωνιστές, αλλά το φαινόμενο αυτό ήταν γενικό κι ανεξαίρετο, και οπωσδήποτε κι ο ίδιος δεν θα ήταν στερημένος ελαττωμάτων. Η σταθερή του προσήλωση σε κάποιους παλιούς φίλους και συναγωνιστές (και ειδικά στον Παπαφλέσσα, του οποίου υπήρξε κύριος στρατιωτικός υποστηρικτής) εκνεύριζε, κατά τα φαινόμενα, κάποιους ιστοριογράφους, που δεν συμμερίζονταν τις πολιτικές επιλογές του ήρωα μας (και για αυτό τον λόγο φρόντισαν να κρατήσουν την επαναστατική του δράση στο περιθώριο των θεατρικών αφηγήσεων τους, ακόμα κι όταν αυτές αναφέρονταν εκτενέστατα στη βιογραφία του μεγάλου εκείνου κληρικού, πολιτικού κι αγωνιστή). Ευτυχώς, οι ιστοριογράφοι αυτοί δεν διασφάλισαν μονοπωλιακή αφήγηση, κι έτσι διασώθηκαν πολλά στοιχεία για τη δράση του Καπετάν Κεφάλα από τα έργα σημαντικών ιστορικών της εποχής εκείνης.   Από την δική του πλευρά, ο Κεφάλας  παρέμενε έντονα στρατιωτικοποιημένος και λιτός, σχεδόν λακωνικός, στις αναφορές δράσης του σώματος του προς τη Διοίκηση, γενικά αποφεύγοντας πομπώδεις εκφράσεις και κομπασμούς. Οι επαρκείς γραμματικές του γνώσεις, του επέτρεπαν να διεκπεραιώνει μόνος του την αλληλογραφία του με τη Διοίκηση (χωρίς την μεσολάβηση γραμματείας για τη σύνταξη αναφορών κι αφηγήσεων) και η αδιάκοπη παρουσία του στους αγώνες και ο μετρημένος χαρακτήρας του τον απέτρεψαν από την ενασχόληση  με  κινήσεις εξασφάλισης της υστεροφημίας του. Κοντά σε αυτά, ο πρόωρος  θάνατος του στο Μανιάκι στέρησε τους ερευνητές της ιστορίας από μια άμεση και περιεκτική εμβάθυνση στη έντονη προσωπικότητα και τις  δραστηριότητες του Ήρωα στρατηγού Παναγιώτη Κεφάλα. Ως εκ τούτου, θα εξακολουθεί να  παραμένει μεγάλο κενό λεπτομερειακής εξιστόρησης της δράσης του, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τις περιπτώσεις αρκετών από τους  Ήρωες της εποχής εκείνης , οι οποίοι έπεσαν εξίσου πρόωρα στο βωμό του Αγώνα.



Μανιάτικο μοιρολόι    (11)
Από το άλφα ως το μι, ε καπετάν Πέτρο Βοιδή
Και Θανασούλη, μάτια μου, Δημήτρη Πουλικάκο μου.
Ε, Παπαφλέσσα, πρώτη αρχή, έτσι Κεφάλα αφέντη μου
Που είσουν κεφάλι ξακουστό – που είσουν κεφάλι στον Μοριά
Πολλά κορμιά, που χάθηκαν, και μερδικά, που σβήσατε,,,,












ΠΗΓΕΣ


(1)  Χαριλάου Τρικούπη:  Ιστορία της ελληνικής Επαναστάσεως
(2)  Κουραφογιαννάκη:  Αφήγηση γεγονότων της επανάστασης του 1821
(3)  Διονυσίου Κόκκινου:  Η Ελληνική Επανάστασις
(4)  Μιχαήλ Οικονόμου: Ιστορικά της Ελληνικής Παλιγγενεσίας
(5)  Φωτάκου Xρυσανθακόπουλου: Απομνημονεύματα για την Επανάσταση του 1821
(6)  Ιερομ. Ιωνά Κεφάλα:  Οι Κεφαλαίοι
(7)  Αθανάσιος Γρηγοριάδης: Ιστορικαί Αλήθειαι
(8)  Αμβρόσιος Φραντζής:  Επιτομή της Ιστορίας της Αναγεννηθείσας Ελλάδος
(9)  Τάκης Κανδηλώρος:  Ο αρματωλισμός της Πελοποννήσου 1500-1821
(10)     Θεοδώρου Κολοκοτρώνη: Άπαντα
(11)     Θεοδώρου Κ.Μαυροειδή: Ιστορία του Δυρραχίου και της περιφερείας του
(12)     Ιστορία Ελληνικού Έθνους/ Εκδοτική Αθηνών
(13)     Κυβερνητικά έγγραφα (Μινιστέριο Εσωτερικών & Πολεμικού (15 & 23/4/1823)
(14)     Εγκυκλοπαίδεια του ΗΛΙΟΥ
(15)     Ιωάννης Φιλήμων  Δοκίμιον ιστορικόν περί της Eλληνικής Eπαναστάσεως
(16)     Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας
(17)     Εγκυκλοπαίδεια ΠΥΡΣΟΥ
(18)     Γεωργίου Τερτσέτη: Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη
(19)     Κυριάκου Σιμόπουλου: Πως είδαν οι ξένοι το 1821
(20)     Αδωνις Κ.Κύρου:  Εφημερίδα ΕΣΤΙΑ
(21)     Επίσημη Ιστοσελίδα Ελληνικών Εθνοσυνελεύσεων
(22)     Βλαχογιάννη Γιάννη:  Ιστορικά αρχεία, Βουλευτικόν
(23)     Γιάννη Δ. Λύρα:  Άρθρα στην εφημερίδα ΒΑΛΥΡΑ
(24)     Φερέτος Μίμης:  Μεσσηνιακά 1968
(25)     Συλλογή μουσικολόγου – λαογράφου Παναγ.  Χ. Μυλωνά
(26)     Φωτάκου Χρυσανθακόπουλου: Βίοι  Πελοποννησίων ανδρών

ΤΟΥ  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΕΦΑΛΑ  ΣΥΝΩΝΟΜΑΤΟΥ ΚΑΙ ΚΑΘΕΤΟΥ ΑΠΟΓΟΝΟΥ ΤΟΥ ΔΥΡΡΑΧΙΤΗ ΟΠΛΑΡΧΗΓΟΥ















Δεν υπάρχουν σχόλια: