Παρασκευή 5 Ιανουαρίου 2018

Το φυλαχτό των καλικάντζαρων

Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μακρινό χωριουδάκι, επάνω στα βουνά, ήτανε ένα ωραίο πέτρινο σπίτι και εκεί ζούσαν δυο μικρά αδελφάκια, η Ποπίτσα και ο Σωτήρης, μαζί με τους γονείς τους . Ήτανε μια ωραία και ευτυχισμένη οικογένεια, που δεν της έλειπε τίποτα. Η Ποπίτσα πήγαινε στην δεύτερη τάξη του δημοτικού και ο Σωτηράκης , ένα χρόνο μικρότερος πήγαινε στην πρώτη τάξη.
Το χωριουδάκι τους ήταν πολύ μικρό, δεν είχε σχολείο και έτσι τα παιδιά πήγαιναν στο σχολείο δίπλα σε ένα μεγαλύτερο χωριουδάκι.
Επειδή επάνω στα ορεινά χωριά ήταν όλα ήρεμα και ήσυχα, χωρίς κινδύνους και οι γονείς τους είχαν πολλές δουλειές με τα χτήματα και με τα ζώα, τα άφηναν να πηγαίνουν μόνα τους με τα ποδαράκια τους στο σχολείο, άλλωστε δεν ήταν και μακρυά, μόνο μισή ώρα… 

Ήτανε που λέτε παιδιά μου χειμώνας, είχανε περάσει τα Χριστούγεννα και η πρωτοχρονιά, είχανε διακοπές και δεν πήγαιναν σχολείο. Έτσι καθόντουσαν η Ποπίτσα και ο Σωτηράκης κοντά στο τζάκι, διάβαζαν ιστοριούλες, ζωγράφιζαν, τραγουδούσαν γιορταστικά τραγούδια, η άκουγαν τη γιαγιά να τους λέει παραμύθια, γύρω από τις γιορτές των Χριστουγέννων και της πρωτοχρονιάς.
Αύριο πια ξημέρωνε η παραμονή των Φώτων και έτσι βρήκε ευκαιρία η γιαγιά να τους πει ένα παραμυθάκι για τους καλικάντζαρους που έρχονται αυτές τις ημέρες για να πειράξουν τους ανθρώπους και να κάνουν τις σκανταλιές τους. Η Ποπίτσα και ο Σωτηράκης κρεμόντουσαν από τα χείλη της γιαγιάς που τα έλεγε όλα σοβαρά σοβαρά . Τα παιδιά με κοκκινισμένα τα μαγουλάκια τους από το τζάκι άνοιγαν τα μάτια τους να μην κοιμηθούν για να μη χάσουνε τίποτα από το παραμύθι της γιαγιάς. Και να , ξημέρωσε η παραμονή των Φώτων....
Η δασκάλα τους, παρά το ότι είχαν διακοπές, είχε παρακαλέσει όλα τα παιδάκια, να πάνε από το σχολείο και να πούνε όλα μαζί τα κάλαντα στις γειτονιές και με τα χρήματα που θα μαζέψουν, να αγοράσουν παιχνιδάκια και άλλα δώρα για τα φτωχά παιδάκια της Αφρικής.
Έτσι η Ποπίτσα και ο Σωτηράκης αφού πήραν το πρωινό τους, ετοιμάστηκαν να πάνε στο σχολείο που όπως είπαμε ήταν στο διπλανό χωριουδάκι. Φόρεσαν τα παλτουδάκια τους, τυλίχτηκαν με τα κασκόλ, πήραν και τις ομπρελίτσες τους και πιασμένα χέρι χέρι, ξεκίνησαν χαρούμενα και γελαστά αφού έστειλαν από μακρυά ένα φιλάκι στους γονείς τους.
Μετά από μισή ώρα έφτασαν έξω από το σχολείο και εκεί βρήκαν όλα τα παιδάκια μαζεμένα και καλοντυμένα να τιτιβίζουν χαρούμενα. Ήταν εκεί και η δασκάλα τους ντυμένη πολύ όμορφα, είχε χτενίσει τα μαλλιά της πολύ ωραία και διαφορετικά από τις άλλες μέρες ,φορούσε όμορφα σκουλαρίκια και μιά ωραία καρφίτσα στο πέτο της, είχε βάψει κόκκινα και τα χείλη της, ήταν μια κούκλα.
Μόλις την είδε η Ποπίτσα, δεν κρατήθηκε και της είπε με θαυμασμό.’’ Κυρία, είσαστε πολύ όμορφη σήμερα’’ Η δασκάλα χαμογέλασε γλυκά , αγκάλιασε την Ποπίτσα και την φίλησε στο μάγουλο, έπειτα φίλησε και τον Σωτηράκη.
-Παιδιά, είμαστε έτοιμοι, ξεκινάμε, φώναξε η δασκάλα και όλα μαζί τα παιδάκια κάνανε μια μεγάλη παρέα που βγήκε στους δρόμους του χωριού και με γλυκιές μελωδικές φωνούλες έλεγαν τα κάλαντα. Οι νοικοκυρές τους άνοιγαν τις πόρτες και τους φίλευαν με ότι είχε η κάθε μιά αλλά και τους έδιναν και ένα μικρό ποσό σε χρήματα, γιατί είχε γίνει γνωστός ο σκοπός τι θα τα κάνουν.
Γύριζαν, γύριζαν στα δρομάκια του χωριού και μόλις τελείωσαν, είχε περάσει και το μεσημέρι. Η δασκάλα αφού φίλησε ένα ένα όλα τα παιδάκια, τους ευχήθηκε καλή συνέχεια στις διακοπές τους και όλα κίνησαν να φύγουν.
Η Ποπίτσα πήρε τον Σωτηράκη από το χέρι και κίνησαν για το δικό τους χωριουδάκι.
Δεν είχαν περπατήσει παρά μόλις λίγα μέτρα και ξαφνικά άρχισε να χιονίζει. . Άνοιξαν τις ομπρέλες τους, τυλίχτηκαν όσο καλλίτερα μπορούσαν με το κασκόλ τους και συνέχισαν να περπατούν πιασμένα χέρι χέρι. Μα το χιόνι όλο και δυνάμωνε. Έπεφτε τώρα τόσο πυκνό που άλλη φορά δεν είχαν ξαναειδεί. Γρήγορα γρήγορα το χιόνι κάθισε επάνω στα κλαριά των δέντρων σκέπασε τους θάμνους σκέπασε όλον τον τόπο γύρω, σκέπασε και το δρομάκι που οδηγούσε στο χωριουδάκι τους.
Τα παιδάκια προχωρούσαν προχωρούσαν μα δεν ήταν σίγουρα ότι περπατούσαν στον σωστό δρόμο αφού όλα είχαν σκεπαστεί πια από το παχύ άσπρο χιόνι και δεν έβλεπαν μπροστά τους παρά σε λίγα βήματα. Η ώρα περνούσε και εκείνα συνέχιζαν να περπατάνε. Η ημέρα άρχισε να τελειώνει γιατί αυτή την εποχή του χειμώνα, σκοτεινιάζει πολύ γρήγορα. Μετά από κάμποση ώρα είχε σκοτεινιάσει πια για τα καλά και τα δυο αδερφάκια αποκαμωμένα από την κούραση και την αγωνία πήγαν και κάθισαν κάτω από μια μεγάλη βελανιδιά. Ήταν λίγο φοβισμένα και πεινασμένα μα τι μπορούσαν να κάνουν;
Η Ποπίτσα βρήκε μια μικρή πέτρα την έβαλε κοντά στην ρίζα της βελανιδιάς και κάθισε. Ο Σωτηράκης πήγε κοντά της στριμώχτηκε επάνω της και έγειρε το κεφαλάκι του στην ποδιά της Ποπίτσας. Πόση ώρα κάθισαν έτσι το ένα κοντά στο άλλο, δεν θα μπορούσαν να πουν. Το σκοτάδι ήταν πια βαθύ και μόνο η ασπρίλα του χιονιού το έκανε κάπως υποφερτό και σε άφηνε να βλέπεις θαμπά.
Ξαφνικά, λίγο παρακεί, βλέπουν κάτι που τα άφησε με το στόμα ανοιχτό...
Ενα πελώριο δέντρο με έναν κορμό που δεν είχε ξαναδεί άνθρωπος τόσο μεγάλο και τόσο ψηλό και που τα κλαδιά του χάνονταν στόν ουρανό. Τον κορμό του δεν θα μπορούσαν να τον αγκαλιάσουν ούτε πενήντα άνθρωποι. Και κάτω από το πελώρειο δέντρο ήταν κάτι ανθρωπάκια που δεν είχανε ξαναδεί. Ήταν κάτι κοντούλια ανθρωπάκια δυό πιθαμές μπόι είχανε και ήταν κατάμαυρα. Στο κεφάλι τους είχαν δυό κέρατα και τα μάτια τους ήταν λοξά και κόκκινα ,τα μαλλιά τους μακρυά και αχτένιστα και τα αυτιά τους πολύ μεγάλα. Είχαν αραιά ακατάστατα γένεια και φορούσαν κάτι μαύρα παλτουδάκια ,αλλά από κάτω φαινόταν η μαύρη η ουρά τους που σερνόταν μέχρι κάτω στο χώμα. Η Ποπίτσα και ο Σωτηράκης τρόμαξαν... ήτανε και τόσα πολλά που δεν μπορούσαν να τα μετρήσουν. Στα χέρια τους άλλα κρατούσαν μικρά τσεκουράκια, άλλα μικρά πριόνια, σφυριά, διάφορα εργαλεία και πελεκάγανε τήν ρίζα του θεόρατου δέντρου κγάπ- γκούπ γκάπ- γκούπ ιδρώνανε από την προσπάθεια, μα γελάγανε κιόλας με εκείνο το ξερό γελάκι, χε χε χε χε ... και δόστου πάλι πριονίζανε την ρίζα του δέντρου.. –Μιχάληηηη κοντεύουμε...
Ναί Μιχάληηηη σήμερα τελειώνουμεεε.- Όλους τους καλικάντζαρους τους λένε Μιχάληδες, όλοι έχουν το ίδιο όνομα.- Άιντε, σήμερα κόβουμε την ρίζα που κρατάει τη Γή και θα την ρίξουμε κάτωωωω χε χε χε .
Η Ποπίτσα τρομαγμένη έκανε νόημα στον Σωτηράκη, μή μιλάς και μας ακούσουνε αδερφούλη μου, γιατί δεν μου φαίνονται και τόσο καλά τούτα τα ανθρωπάκια, του ψιθύρισε στο αυτί. Ο Σωτηράκης κούνησε το κεφαλάκι του, στριμώχτηκε περισσότερο κοντά της και δεν μίλαγε...
Όμως ένα καλικαντζαράκι την ώρα που σήκωσε λίγο το κεφάλι του για να σκουπίσει τον ιδρώτα του, κάνει έτσι και είδε τα παιδάκια να κρύβονται στην ρίζα της βελανιδιάς και φώναξε. Έ έ έ έ , κάποιοι μας παρακολουθούν...τρέξτε να τους πιάσουμε γιατί θα μαρτυρήσουν που κόβουμε την ρίζα που κρατάει τη γήηηη.
Αμέσως μερικά καλικαντζαράκια έτρεξαν κοντά στην βελανιδιά και βρήκαν τα παιδάκια τρομαγμένα και αγκαλιασμένα να τρέμουν από τον φόβο τους.
-Α ώστε εσείς μας παρακολουθείτε κρυφά έ; τώρα πρέπει να σας τιμωρήσουμε αυστηρά όπως εμείς ξέρουμε, για να μάθετε...
Τα παιδιά δεν μπορούσαν να βγάλουν λέξη από το στόμα τους. Ένας καλικάτζαρος, πλησίασε κοντά κοντά και παρατήρησε τα παιδάκια, κοντοστάθηκε λίγο και φώναξε στούς άλλους. –Μιχαλάκιααα τούτα τα παιδάκια είναι πολύ παράξενα, έχουν γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά και το δέρμα τους είναι άσπρο...
Πλησίασαν και οι άλλοι καλικάντζαροι και κοίταζαν με περιέργεια τούτα τα όμορφα παιδιά. Πώς βρεθήκατε εδώ; ρώτησε ένας καλικάντζαρος που φαινόταν λίγο πιο μεγάλος από τους άλλους. 
-Να, χάσαμε το δρόμο από τον χιονιά και ξεστρατίσαμε... αποκρίθηκε η Ποπίτσα, και τώρα δεν ξέρουμε πως θα πάμε στο σπίτι μας και οι γονείς μας θα ανησυχούν.
Ο καλικάντζαρος κάθισε λίγο σκεφτικός και μετά γύρισε στούς άλλους και τους λέει. –Μιχάληδες, μου φαίνεται ότι αυτά τα παιδάκια λένε την αλήθεια και δεν πρέπει να τα τιμωρήσουμε...άλλωστε είναι και τόσο όμορφα... Ναι, ναι, συμφώνησαν όλοι με ένα στόμα να μην τα τιμωρήσουμε.
Τότε βγήκε μπροστά ο πιο ηλικιωμένος καλικάτζαρος και με την βραχνή φωνούλα του είπε στούς άλλους¨ ‘’ Εμείς οι καλικάντζαροι δεν κάνουμε ποτέ καλό, μόνο ζημιές φασαρίες και ότι κακό μας έρθει στο μυαλό. Όμως τούτα τα παιδάκια μου φαίνεται ότι είναι ότι πιο καλό υπάρχει στον κόσμο και γιαυτό σκέφτομαι να κάνουμε για πρώτη και τελευταία φορά στην ζωή μας ένα καλό. Συμφωνείτε; Ναι ναι , άντε να δούμε και εμείς πως είναι το καλό... είπαν όλοι μαζί.
Τότε ο ηλικιωμένος καλικάντζαρος, ξεκούμπωσε το παλτουδάκι του, έβαλε το χέρι του στην από μέσα τσέπη και έβγαλε μια χρυσή αλυσίδα. Στην κάτω μεριά της αλυσίδας κρεμόταν ένα φυλαχτό που έμοιζε με μεγάλο μύγδαλο η με μάτι ανθρώπου και έβγαζε φωτεινές αχτίνες άλλες κόκκινες , άλλες γαλάζιες άλλες πορτοκαλί η πράσινες, όλα τα χρώματα. Τα παιδιά κοιτούσαν με φόβο και απορία.
Ο καλικάντζαρος πλησίασε την Ποπίτσα, της πέρασε το φυλαχτό γύρω στο λαιμό της και της λέει με την σφυριχτή φωνούλα του.'' Εμείς δεν έχουμε κάνει ποτέ καλό στην ζωή μας, αλλά εσάς σας συμπαθήσαμε και θέλουμε να σας κάνουμε δώρο το μαγεμένο φυλαχτό μας. Αυτό τα φυλαχτό, όταν βρισκόσαστε σε κίνδυνο η άλλη δυσκολία, θα το δείχνετε και αμέσως όλα θα είναι καλά για σας. Εμείς πάμε να συνεχίσουμε το κόψιμο της ρίζας που κρατάει τη γη και σε λίγο τελειώνουμε. Τα παιδιά τα είχαν χαμένα, ούτε ευχαριστώ δεν μπόρεσαν να ψιθιρίσουν και οι καλικάτζαροι έφυγαν κατά το μεγάλο δέντρο με την ρίζα της γης.
Κοιταζόντουσαν με απορία ,κρατούσαν το φυλαχτό που σπιθίριζε και ήταν ζεστό σα να ήταν ζωντανό...
Είχε περάσει αρκετή ώρα και από μακρυά ακούστηκε ένα ουρλιαχτό που όλο και δυνάμωνε. Ουου ουου ουου...τα παιδιά κατάλαβαν, ήταν ο λύκος που ερχόταν κατά το μέρος τους και τα έλουσε κρύος ιδρώτας. Τώρα τι θα κάνουν; τι θα απογίνουν;
Ο λύκος όλο και πλησίαζε, τα μάτια του έλαμπαν στο μισοσκόταδο και φαινόταν αγριεμένος. Μα τα παιδιά τι να κάνουν; Ήρθε πιο κοντά και η αναπνοή του ακουγόταν ολοκάθαρα... Τότε η Ποπίτσα, μη έχοντας τίποτα άλλο να κάνει, θυμήθηκε το φυλαχτό που της είχαν δώσει τα καλικατζαράκια, το πήρε στο χεράκι της και το έδειξε κατά τον λύκο. Τότε ο λύκος κοντοστάθηκε, κατέβασε το κεφάλι του, σταμάτησε να ουρλιάζει και με αργά βήματα πλησίασε τα παιδάκια που παγωμένα από τον φόβο τους δεν κουνιόντουσαν καθόλου. Ο λύκος πλησίασε ακόμη πιό πολύ και ακούμπησε την μουσούδα του στο παπούτσι του Σωτηράκη, μετά έγλειψε το χεράκι του και ξάπλωσε δίπλα τους σαν να ήταν ένα υπάκουο σκυλάκι. Τα παιδιά πήραν θάρρος και άπλωσαν τα χεράκια τους και χάιδεψαν τον λαιμό του λύκου που έδειχνε ότι πολύ τον ευχαριστούσε αυτό το απαλό χάδι...
Δεν είχε περάσει πολλή ώρα και βαριά βήματα ακούστηκαν απο την πλευρά του δάσους. Ένας αρκούδος ενοχλημένος από το ουρλιαχτό του λύκου, είχε ξυπνήσει από την νάρκη του και ερχόταν αγριεμένος να μαλώσει αυτούς που του χάλαγαν την ησυχία του. Τα παιδιά τον είδαν να πλησιάζει, μα αυτή τη φορά δεν τρόμαξαν τόσο πολύ γιατί είχαν το μαγεμένο φυλαχτό των καλικάντζαρων. Πραγματικά, μόλις ήρθε κοντά ο αρκούδος, του έδειξαν το φυλαχτό και αυτός με ήρεμα βήματα ήρθε κοντά τους και ξάπλωσε στα πόδια τους και δεν ενδιαφερόταν καθόλου να τιμωρήσει τον λύκο που του χάλασε τον ύπνο του.
Μετά ακούστηκε το αγριογούρουνο να έρχεται , και μόλις είδε το φυλαχτό, πήγε και πλύθηκε στην μικρή λιμνούλα που ήταν εκεί κοντά και πλησίασε και εκείνο. Ηρθε το τσακάλι, το ελαφάκι, ο ασβός και πλήθος σκιουράκια, ήρθε και η κουκουβάγια με τον κοκκινολαίμη, η παρέα όλο μεγάλωνε, τα παιδιά είχαν πια ξεχάσει τελείως τον φόβο τους, και μιλούσαν στα ζώα σαν να ήταν παλιοί γνώριμοι.--Ποπίτσα, πεινάω , είπε σε μιά στιγμή χαμηλόφωνα ο Σωτηράκης. Ο αρκούδος το άκουσε και χαμογέλασε καλόκαρδα. Μιά στιγμή, θα σου φέρω εγώ να φας είπε στον Σωτηράκη και σηκώθηκε αργά αργά και με τις πλατιές πατούσες του, πλάπ -πλάπ μέσα στο χιόνι, πήγε στην άκρη του δάσους και έβαλε το χέρι του στην κουφάλα ενός δέντρου και έβγαλε μιά μεγάλη κηρήθρα γεμάτη μέλι και την έφερε στον Σωτηράκη. Α, εγώ έκλεψα ένα μεγειρεμένο κοτόπουλο από ένα σπίτι, είπε η αλεπού, πάω να το φέρω. Έχω και εγώ λίγο τυρί από ένα μαντρί, είπε το τσακάλι. Το αγριοκάτσικο έφερε φρέσκο γάλα, τα σκιουράκια εξαφανίστηκαν μέσα στα δέντρα και γύρισαν με φορτωμένα τα χεράκια τους με καρύδια, μύγδαλα, κούμαρα και βατόμουρα. Τα παιδιά έφαγαν με όρεξη όλα αυτά τα ωραία φαγητά, η καρδούλα τους ήταν χαρούμενη και χαμογελούσαν στα ζώα που ήταν ξαπλωμένα στα πόδια τους. Λέμε τραγούδια για τα Φώτα; ρώτησε ο Σωτηράκης. Γιατί όχι; είπε η Ποπίτσα και άρχισαν μαζί να τραγουδάνε.
‘’Κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό, είναι η Παναγία η Δέσποινα
Με τα θυμιατούρια στα δάχτυλα, και τον αη Γιάννη παρακαλεί
Άγιε μου Γιάννη βαφτίσεις θεού παιδί. Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ
Και τον κύριό μου παρακαλώ...’’
Τα ζώα αμίλητα άκουγαν την ωραία μελωδία, δεν κουνιόταν κανένα και μόνο η άχνα από την αναπνοή τους φαινόταν. Το χιόνι είχε πια σταματήσει και ένα αχνό φως απόκοσμο πλημμύρισε όλο τον τόπο. Τι μαγική βραδιά είναι αυτή..., τα αστέρια από τον ουρανό κοιτούσαν κατάπληκτα, τα δέντρα δεν σάλευαν φωνή δεν ακουγόταν.. ποιος είδε τον λύκο παρέα με το αρνάκι, ποιος είδε τον αρκούδο αγκαλιά με το ελαφάκι, ποιος είδε την αλεπού μαζί με τα πουλάκια... που βρέθηκε αυτή τη βραδιά τόση ομορφιά, που βρέθηκε τόση αγάπη και καλοσύνη;
Πέρα όμως ,στο μεγάλο δέντρο με την ρίζα της γης, οι καλικάντζαροι έφταναν στο τέλος, λίγες τσεκουριές ακόμα και θα έκοβαν την ρίζα.-- Ας κάνουμε ένα διάλειμμα φώναξε ένας Μιχάλης, τώρα που τελειώνουμε πάμε να το διασκεδάσουμε κάτω στους ανθρώπους και να τους κάνουμε μερικές ζημιές; αμέ ,αμέ φώναξαν όλοι.
-Εσύ Μιχάλη, τί θα κάνεις κάτω στο χωριό των ανθρώπων; - ουι ουι ουι, θα πάω να πετάξω πέτρες στα κεραμίδια τους.. 
Και εσύ ρε Μιχάλη τι θα κάνεις; χο χο χο, θα πάω να κάνω τσίσα μου μέσα στο κανάτι που πίνουν νερό οι άνθρωποι... χοχοχο. -Εγω, λε λε λε θα πάω να ανακατέψω τα μαλλιά στις γριές και θα τους πάρω τα χτένια λελελελε... εγω γιό γιό γιό θα τρομάξω τα πρόβατά τους και να σκορπίσουν γιο γιο γιο -και εγώ ζου ζου ζου θα σκορπίσω στάχτη στα σαλόνια των νοικοκυρών ζου ζου ζου...
Και εκεί που ετοιμαζόντουσαν οι καλικάντζαροι να κατέβουν στα χωριά, ακούστηκαν κάποια βήματα να πλησιάζουν. Στο ξέφωτο, φάνηκε ο παππάς που ερχόταν, ψηλός φορώντας το πετραχήλι του και στο ένα χέρι είχε το θυμιατό και στο άλλο τον σταυρό. Πλησίασε κοντά στην μικρή λιμνούλα και άρχισε να ψέλνει.. ‘’εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου κύριε, μπλούμ έριξε τον σταυρό μέσα στο νερό της λιμνούλας, η της τριάδος εφανερώθη προσκύνησις..μπλούμ πάλι τον σταυρό στα νερά 
Κάνουν έτσι οι καλικάτζαροι και τον βλέπουν με τον σταυρό και το θυμιατό και τους έπιασε τρόμος μεγάλος. Τίποτα δεν φοβούνται περισσότερο οι καλικάντζαροι απο τον σταυρό ‘’φύγετε να φύγουμε γιατί έρχεται ο τρελλόπαπας με την αγιαστούρα του και με την μαγκούρα τουουου.. πότε κρύφτηκαν όλοι, άλλοι επάνω στα δέντρα άλλοι πίσω από τους θάμνους, άλλοι μπήκαν σε λακούβες στο χώμα και κοιτούσαν τρομαγμένοι τον παπά, που συνέχιζε να ψέλνει το τροπάρι των Φώτων . οι καλικάτζαροι έριξαν μια ματιά κατά την ρίζα του δέντρου της γης και τι να δουν; η ρίζα είχε θρέψει τελείως και ήταν πάλι όπως στην αρχή. Ω ωωω ανάθεμα τους κόπους μας φώναξαν, πάλι την πάθαμε και εφέτος, όπως και πέρυσι, όπως εδώ και χίλια χρόνια... πάντα μας προλαβαίνει ο σταυρός.... άντε πάλι του χρόνου... 
- Ποπίτσα, Σωτηράκη, είναι ώρα να σηκωθείτε για να πάτε να πείτε τα κάλαντα των Φώτων, η δασκάλα σας θα σας περιμένει. Ο Σωτηράκης και η Ποπίτσα έτριψαν τα μάτια του με την ανάστροφη του χεριού τους. Μανούλα που είναι το μαγεμένο φυλαχτό των καλικάτζαρων; ρώτησαν με ένα στόμα.
-Αφήστε τα αυτά, αυτά είναι παραμύθια της γιαγιάς. Σηκωθείτε να ετοιμαστείτε γιατί έχετε κιόλας αργήσει. Σηκώθηκαν πήραν ένα πρωινό και πιασμένα από το χέρι τράβηξαν για το σχολείο τους για να πουν τα κάλαντα των φώτων μαζί με τα άλλα παιδάκια.. Και θα τελειώσουμε την ιστοριούλα μας όπως τελειώνουν όλα τα παραμύθια. ‘Εζησαν αυτοί καλά και εμείς καλλίτερα.....

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η ιδέα για αυτή την ιστοριούλα, είναι από ένα παραμύθι που έλεγε η προγιαγιά και το είχε και εκείνη ακούσει από την γιαγιά της δηλαδή από έξι γενιές πριν από σήμερα... και εκείνη η γιαγιά, ποιος ξέρει από που το είχε ακούσει..., αυτές οι ιστοριούλες χάνονται στα βάθη του χρόνου και τις παραδόσεις του ελληνικού λαού.

Χειμώνας του 2012 Δ.Π.

Δεν υπάρχουν σχόλια: