Τετάρτη 30 Ιουνίου 2021

Ο Βλάμης της Βαλτοκκλησιάς



  Αφιερωμένο στον Μεσσηνιακό λαό ,που αγωνίστηκε για την ελευθερία του τόπου

        Στη Βαλτοκκλησιά της Βαλύρας, που δεν έχει μείνει λίθος επί λίθου, μόνο μερικές   αγιασμένες πέτρες σώζονται ,σαν στεφάνι ξεχασμένο στο χρόνο  γύρω από το θυσιαστήριο , υπήρχε μέσα στο μονόκλιτο  ναό μία εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας , κατά  το έτος 1818 ,που ήταν δεμένη με  μία ιερή και άρρητη δήλωση.   Αν η πληροφορία αυτή  έφθανε ποτέ στα  αυτιά των τυράννων, θα ήταν τόσο μεγάλη  η  οργή των Τούρκων , ώστε  θα κατάπινε ο βάλτος ολόκληρη την εκκλησία και το  Τζεφερεμίνι θα αφανιζόταν.  Το ξύλινο πλαίσιο της εικόνας ήταν κούφιο στο πίσω μέρος   και άνοιγε με ένα  ειδικό κλειδί, που κανένας δεν γνώριζε ποιος   ήταν ο κάτοχός του. Έλεγαν στο    χωριό, ότι η εικόνα ήταν πολύ παλιά και την είχε φέρει ένας ιερέας από τη   Κωνσταντινούπολη.  Ούτε  εκείνος  είχε κλειδί για να την ανοίξει, όπως  είχε πει στον παπά του χωριού, όταν την  άφησε στη Βαλτοκκλησιά, αλλά εξήγησε ότι θα ανοίξει από μόνη της , όταν ο Χριστός θα κατέβει στον Τρούλο της  Αγια Σοφιάς και  το Ελληνικό έθνος θα  είναι πραγματικά ελεύθερο.

      Ο Παναγής, ο Βλάμης της Βαλτοκκλησιάς ,ήταν ένας μεσήλικας  Βαλυραίος, που είχε τη στάνη του κοντά στο ξωκκλήσι. Ήταν κτηνοτρόφος αιγοπροβάτων, και ζούσε μόνος του σε ένα πέτρινο σπίτι, κοντά στον Άγιο Νικόλαο ,  το οποίο κληρονόμησε από   τον παππού του. Τον πατέρα του δεν τον γνώρισε ποτέ γιατί έφυγε  για άγνωστα λημέρια, όταν η μητέρα του ήταν  ακόμη έγκυος   και  δεν  επέστρεψε  .  Από πολύ μικρός  , ρωτούσε επίμονα τη  μάνα  του ποιος  είναι ο πατέρας του. Όμως εκείνη δεν του απαντούσε, άνοιγε σιωπηλά το σεντούκι της ,  ξεδίπλωνε μέσα από τη νυφική της φορεσιά ένα παλιό καριοφίλι και του το έδειχνε. Αυτό ήταν του πατέρα σου του έλεγε. Αφού απέκτησε βασικές γνώσεις δημοτικού σχολείου,   ο παππούς του ,από την οικογένεια της μητέρας του που  έφερε το όνομά του, τον έπαιρνε μαζί του και φύλαγαν  ένα μεγάλο κοπάδι στη στάνη τους, κοντά στη Βαλτοκκλησιά.  Εκείνος αντικατέστησε με αγάπη και υπομονή τον πατέρα του, τον  δίδαξε πώς να φτιάχνει φλογέρες από τρίχρονο καλάμι και να παίζει  χωρίς γλωσσίδιο, να σκαλίζει στο ξύλο χερούλια για μαχαίρια  , να φτιάχνει ξύλινες κουτάλες  ,γουδιά,  σανίδες κοπής  ,    κρεμάστρες για  τα ρούχα και να πλέκει καλάθια με καλάμια και λυγιά. Ήταν τόσο καλός στη φλογέρα, που μαγεύονταν τα ζώα, ησύχαζαν και ξάπλωναν δίπλα του. Ο Παναγής δεν θέλησε ποτέ να παντρευτεί ,γιατί δεν άντεχε  τον Τουρκικό ζυγό,  έτρεμε τη σκλαβιά η ψυχή του και κουβαλούσε μεγάλη πίκρα  μέσα του, που δεν γνώρισε τον πατέρα του. Το γεγονός ότι δεν έφυγε για το Μοναστήρι, που τον έλκυε  ως ιδέα   κατά  τη παιδική του ηλικία ,ήταν γιατί δεν ήθελε να μείνει η  μάνα του για δεύτερη φορά μόνη της στη ζωή, ιδιαίτερα όταν στα δεκαοχτώ του χρόνια αναπαύτηκε ο παππούς του και έπρεπε  εκείνος πλέον να φροντίζει το κοπάδι και να  συντηρεί το σπίτι τους. Η  μητέρα του  απεβίωσε το 1817, όταν ο Παναγής ήταν 54 ετών και έμεινε πλέον ολομόναχος  να παλέψει για τη διαβίωση του.

        Στις 14 Αυγούστου το 1818, ενώ  εκείνος ήταν στη στάνη και φρόντιζε το ποίμνιο του,  ανέβαινε προς το Μοναστήρι του Βουλκάνου ένας άγνωστος ιερέας , για να προσκυνήσει τη Παναγία τη Βουλκανιώτισσα, που τον έλεγαν  Προκόπιο. Αφού μπήκε πρώτα μέσα στη Βαλτοκκλησιά  , πέρασε στη συνέχεια από  του Παναγή το λημέρι και τον  χαιρέτησε. Και οι δύο νήστευαν,    γι αυτό του προσέφερε ζυμωτό ψωμί και μια κούπα δροσερό νερό.   Ο  πατήρ Προκόπιος του εξήγησε ότι   κατέβηκε από πολύ μακριά για να προσκυνήσει τη Παναγιά , ελπίζοντας να τον ακούσει και  να κάνει το θαύμα της ,   να ελευθερωθεί ο τόπος σύντομα. Παρατηρώντας τη κίνηση στη στάνη, διαπίστωσε  ότι ο Παναγής ήταν πολύ αγαπητός στο χωριό, γιατί  μέσα σε μισή ώρα πέρασαν πέντε ξυπόλυτα παιδιά  ,τους έδωσε να πιούν γάλα από τις γίδες του κι από μία φέτα ψωμί στο καθένα.

-Μην κοιτάζεις  που εμείς νηστεύουμε παπά μου , απολογήθηκε στον ιερέα ο Παναγής, αυτά είναι ορφανά και νηστικά. Η Μεγαλόχαρη τα συγχωράει, που  πίνουν γάλα  πριν τη γιορτή της. Ασθενείς και οδοιπόροι συγχωρούνται, έτσι δεν είναι ή μήπως κάνω λάθος;

-Συγχωρούνται, απάντησε ο ιερέας. Άλλοι δεν συγχωρούνται.

-Τι εννοείς;  Δεν σε καταλαβαίνω, ρώτησε ο Παναγής.

-Ποια είναι η μεγαλύτερη αμαρτία που μπορεί να διαπράξει ένας Έλληνας , που είναι Ορθόδοξος Χριστιανός;  Τον ρώτησε ο ιερέας.

-Να προδώσει τη θρησκεία και τη πατρίδα του, απάντησε ο Παναγής.

-Σωστά ,απάντησε  εκείνος.

-Και ποια είναι η  μεγαλύτερη αρετή για σένα, τον ρώτησε.

Να αγαπώ τον Θεό και τον πλησίον όπως τον εαυτόν μου, απάντησε ο Παναγής.

-Είχες ποτέ προβλήματα με τους Τούρκους ;

-Όχι, απάντησε ο Παναγής. Τι προβλήματα να έχω;  Δεν ενοχλώ κανέναν.

-Θα πάω στο μοναστήρι για να προσκυνήσω και θα ξαναγυρίσω, κατά πάσα πιθανότητα αύριο,  εξήγησε στον Παναγή. Έχω εδώ ένα επίσημο έγγραφο, βλέπεις είναι σφραγισμένο  και πρέπει να το μεταφέρω στη Καλαμάτα. Επειδή φοβάμαι μην το χάσω, μπορεί να μου τύχει καμιά έκτακτη δουλειά και να αναγκαστώ να  μείνω στο Μοναστήρι για λίγο , θα μπορούσες να   το  κρύψεις κάπου εδώ στη στάνη σου και όταν επιστρέψω να το  παραλάβω;

-Να σου το φυλάξω παπά μου,  προθυμοποιήθηκε ο Παναγής. Έλα να δεις που θα το  βάλω, και όποτε  γυρίσεις    το  παίρνεις και φεύγεις, αν δεν  με βρεις εδώ.

      Αφού τράβηξε μια καλαμωτή με κλαδιά, στη συνέχεια έσπρωξε στην άκρη μερικές σανίδες, κατέβηκε δύο  σκαλοπάτια μέσα σε ένα πετρωμένο λάκκο, τράβηξε έξω άδεια σακιά που είχε τυλιγμένα  για να μαζεύει τις ελιές του  , ανέβασε ένα μεγάλο κοφίνι που ήταν σκεπασμένο με ένα σακί, έβγαλε έξω ένα ταγάρι και έβαλε μέσα τον φάκελο.  Σκέπασε ξανά με προσοχή το κοφίνι , έκλεισε καλά τον λάκκο, ετοίμασε ένα  σακούλι από λινάτσα με τρόφιμα και νερό και τα έδωσε στον  πατέρα Προκόπιο για τη διαδρομή . Κατά τις επόμενες ημέρες περίμενε τον  ιερέα να κατέβη από το Μοναστήρι, αλλά εκείνος ήταν άφαντος. Το γράμμα παρέμεινε κρυμμένο στο λάκκο   κι  ο Παναγής ούτε που διανοήθηκε να το ανοίξει.



      Στις 14 Σεπτεμβρίου ,την ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού,   κοιμήθηκε στη στάνη, γιατί είχε πολλή δουλειά, σκοτείνιασε χωρίς να το καταλάβει και φοβόταν να επιστρέψει στο σπίτι του.   Γύρω στις εννέα το βράδυ, άκουσε έντονο θόρυβο στην εκκλησία, κάποιοι κληρικοί μπήκαν μέσα   και έκαναν ιερή αγρυπνία ,με τη πόρτα κλεισμένη εσωτερικά.  Τελείωσαν τα μεσάνυχτα. Παρακολουθώντας από το μαντρί, όταν άνοιξαν να φύγουν, αναγνώρισε τον  ιερέα που του είχε αφήσει το γράμμα. Περίμενε να περάσει από τη στάνη, αλλά εκείνος έφυγε προς την αντίθετη κατεύθυνση, πάνω  στο άλογό του. Ποιος τον ξέρει ;Σκέφτηκε ο Παναγής. Αφού είναι εδώ κοντά θα ξανάρθει και περίμενε. Όμως  εκείνος δεν επέστρεψε σύντομα. Εμφανίστηκε αναπάντεχα  , ενωρίς ένα απόγευμα, δύο ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα, καβάλα  στο άλογο.

Μόλις τον είδε ο Παναγής ,του είπε έκπληκτος:

-Σε περίμενα να γυρίσεις για να πάρεις το γράμμα που  είχες για παράδοση στη Καλαμάτα. Σε είδα που ήρθες με τους καλόγερους και κάνατε αγρυπνία στις 14 Σεπτέμβρη, και σκέφτηκα καθώς έφευγες  να  τρέξω να σε προλάβω, αλλά μετά  είπα άσε Παναγή, θα έρθει να   πάρει το γράμμα   μόνος του, ας μην τον ενοχλήσω.

-Σωστά  σκέφτηκες, απάντησε ο ιερέας.

Ο Παναγής κατέβηκε στο λάκκο, τράβηξε το γράμμα από το ταγάρι και του το παρέδωσε.

Εκείνος συγκινήθηκε που δεν το είχε ανοίξει, και τον αγκάλιασε δακρυσμένος.

-Θα  κάνω τον Εσπερινό στη Βαλτοκκλησιά απόψε ,του είπε, και επειδή θα είμαι μόνος μου, θα ήθελες να με βοηθήσεις;  Δεν θα χρειαστεί να ψάλλεις γιατί δεν είσαι ψάλτης, απλά   να διαβάσεις αυτά που θα σου δείξω.

-Εντάξει, απάντησε ο Παναγής.

Στη συνέχεια είχε μια έκτακτη δουλειά ο ιερέας και έφυγε.

Ο Παναγής μάζεψε  γρήγορα τα ζωντανά στη στάνη, πλύθηκε με καθαρό νερό στα χέρια, στα πόδια και στο κεφάλι , άλλαξε ρούχα, χτενίστηκε καλά και  περίμενε. 

Γύρω στις έξι, όταν είχε σκοτεινιάσει αρκετά, εμφανίστηκε ο  παπάς πάνω  στο άλογό του. Αφού ξεπέζεψε στη στάνη και   έδωσαν στο άλογο να φάει  , πήγαν μαζί στην εκκλησία.  Ο Ιερέας τράβηξε τον εσωτερικό σύρτη και έκλεισε καλά  την είσοδο, άναψε τα καντήλια και έδωσε στον Παναγή ένα ψαλτήριο. Ξεκίνησαν κανονικά τον Εσπερινό, λιβάνισε ο πατήρ Προκόπιος, ο Παναγής διάβασε επιμελώς και με μεγάλη προσπάθεια τους ψαλμούς 103 και 140, και  έψαλαν μαζί την Επιλύχνιον Ευχαριστίαν,

 “Φως ιλαρόν αγίας δόξης, αθανάτου Πατρός, ουρανίου, αγίου, μάκαρος Ιησού Χριστέ, ελθόντες επί την ηλίου δύσην ιδόντες φως εσπερινόν, υμνούμεν Πατέρα ,Υιόν, και άγιον Πνεύμα Θεόν. Άξιον σε εν πάσι καιροίς, υμνείσαι φωναίς αισίαις. Υιέ Θεού, ζωήν ο διδούς, διο ο κόσμος σε δοξάζει” και το Θεοτόκε Παρθένε. Στη συνέχεια,  είπε  ο ιερέας:

 “Επουράνιε Βασιλεύ , τους πιστούς Βασιλείς ημών στερέωσον, την Πίστιν Στήριξον, τα έθνη πράϋνον, τον κόσμον ειρήνευσον, την αγίαν Εκκλησίαν και το χωρίον της Βαλύρας καλώς διαφύλαξον, τους παρελθόντας πατέρας και αδελφούς ημών εν σκηναίς Δικαίων τάξον, και ημάς εν μετανοία και εξομολογήσει παράλαβε, ως αγαθός και φιλάνθρωπος”.

 Ακολούθησαν  οι  τρεις μεγάλες μετάνοιες  και έγινε κανονικά η απόλυσις.

 Κατόπιν ο πατήρ Προκόπιος τράβηξε δύο καρέκλες , κάθισαν και ρώτησε τον Παναγή:

- Ενώπιον του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και της Θεοτόκου ,που   είναι εδώ παρόντες, θα ήθελες να  κάνεις μία δήλωση υπέρ της πατρίδος μας;

-Θα ήθελα, απάντησε ο Παναγής.

-Αυτό  όμως σημαίνει ότι μπορεί να χάσεις και τη ζωή σου για τη πατρίδα  , διευκρίνισε ο ιερέας. Μήπως  θέλεις να το ξανασκεφτείς;

-Να την χάσω, απάντησε ο Παναγής. Μόνο να μη χρειαστεί να διαπράξω φόνο ο ίδιος. Ας με σκοτώσουν οι άλλοι καλύτερα!

-Δεν θα χρειαστεί να διαπράξεις φόνο, αλλά να βοηθάς εμένα και τους άλλους αδελφούς, για τον ιερό σκοπό της λευτεριάς  του τόπου μας, απάντησε ο ιερέας.

-Θα σας βοηθήσω όσο μπορώ, απάντησε ο Παναγής.

Τότε ο ιερέας μπήκε μέσα στο ιερό, πήρε την εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, την τοποθέτησε επάνω σε ένα τραπέζι που υπήρχε μέσα στο ξωκκλήσι, αφού έστρωσε ένα κόκκινο τραπεζομάντιλο, τράβηξε ένα  μαύρο σχοινί με το κλειδί από το στήθος του και ξεκλείδωσε  το πίσω μέρος της εικόνας ,εμπρός  στα έκπληκτα μάτια του  Παναγή, πού κάτι πήγε να πει ,αλλά του  έκανε νόημα ο   να κλείσει και να σταυρώσει το στόμα του .

Αφού άναψε ένα κερί ,  τοποθέτησε επάνω στο τραπέζι κόλλες από χαρτί, μία πένα και μελάνι που αφαίρεσε από το πίσω μέρος της εικόνας.

 Ζήτησε στον Παναγή να καθίσει και να αντιγράψει από τον πρώτο ψαλμό του Δαβίδ τον στίχο 3:

“Και έσται ως ξύλον το πεφυτευμένον παρά τας διεξόδους των υδάτων, ό τον καρπόν αυτού δώσει εν καιρώ αυτού και του φύλλου αυτού ουκ απορρυήσεται. Και πάντα, όσα  αν ποιή, κατευοδωθήσεται”.Που μεταφραζόμενο σημαίνει, “και θα είναι ο άνθρωπος αυτός σαν το δένδρον, που έχει φυτευθεί εκεί που τρέχουν και χύνονται άφθονα νερά και το οποίον θα δώσει τον καρπόν του εις τον κατάλληλον καιρόν και τα φύλλα του δεν θα πέσουν, αλλά θα είναι αειθαλές και πάντοτε καταπράσινον, διότι και αυτός τρεφόμενος και ποτιζόμενος από τα νάματα της θείας διδασκαλίας και θείας χάριτος θα καρποφορεί πάντοτε πλούσια έργα αρετής χωρίς να μαραίνεται ποτέ, αλλά και κάθε τι που θα κάνει, επειδή θα ευλογείται από τον Θεόν, θα έχει αίσιον πέρας.

   Στη συνέχεια  ο Παναγής  είπε το “Πιστεύω “   ,κρατώντας το αναμμένο κερί εμπρός στην εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας, και  δήλωσε επαναλαμβάνοντας τα λόγια του ιερέα, ότι δεν θα   φανερώσει τίποτα σε κανέναν, θα βοηθάει κάθε άνθρωπο πάσχοντα, θα έχει καλή διαγωγή, δεν θα κινήσει ουδεμία υποψία προς την διοικούσαν αρχήν και θα υπηρετεί τους αδελφούς του χωρίς να είναι περίεργος, που αγωνίζονται για τον  θεάρεστο σκοπό της ελευθερίας της πατρίδας.

 Αφού   υπέγραψαν το κείμενο του πρώτου ψαλμού και οι δύο, ο ιερέας   σημείωσε στο κάτω μέρος αριστερά “ψαλμ. 1.3” και είπε στον Παναγή ότι αυτός θα είναι ο κωδικός του στο εξής .Σφράγισε το έγγραφο δεξιά με μία σφραγίδα, που έφερε επάνω έναν ισοσκελή σταυρό    γραμμένο εντός  κύκλου  και τα αρχικά  ΙC ΧΡ ΝΙ ΚΑ στα τέσσερα σημεία και  του το παρέδωσε  για να το χρησιμοποιεί  ως μέσον αναγνώρισης από τους άλλους  εν Χριστώ αδελφούς.

Ο ιερέας του εξήγησε ότι οι Μασόνοι καλλιεργούν  “Βλάμηδες” και η εκκλησία  αδελφούς Χριστιανούς. Οι  αδελφοί των Μασόνων δεν το γνωρίζουν αλλά ορκίζονται  στην αίγα ,  τον ΜΑΤΣ, την αόρατο αρχή, όπως την αποκαλούν στους νέους  υπό μύηση, και αμαρτάνουν, ενώ οι Χριστιανοί αδελφοί δεν ορκίζονται, , “δηλώνουν”  τα πιστεύω  τους και “υπόσχονται” ,ενώπιον της Τριαδικής Θεότητας και της Παναγίας,  γιατί ο Θεός γνωρίζει την αλήθεια του νου και της ψυχής του ανθρώπου και ο όρκος περισσεύει.

-Οι Βλάμηδες τρέφουν μίσος και σκοτώνουν για την  εταιρεία τους και για τον σκοπό που υπηρετούν, ενώ οι χριστιανοί αδελφοί αγωνίζονται με άλλα μέσα , με την αγάπη του Χριστού για την ελευθερία της πατρίδας. Έχουν σκέπη τους την Παναγία και όπλο τους  τον Λόγο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εξήγησε ο πατήρ Προκόπιος και συνέχισε:

 Επειδή όμως ο τόπος βράζει και ετοιμάζεται για μεγάλο ξεσηκωμό,  η επανάσταση δυστυχώς θα βαφτεί στο αίμα,   και γι αυτό θα πρέπει να είσαι πανέτοιμος, όταν το απαιτήσουν  οι περιστάσεις ,να κατέλθεις  κατ΄ εξαίρεση στο επίπεδο του τρισκατάρατου  Βλάμη , για την ελευθερία του τόπου. Αυτό που  πρέπει να κάνεις  είναι να προσέχεις κάθε φορά που θα φέρνω   αδελφούς στην εκκλησία, μήπως  μας δουν  ή μας προδώσουν κάποιοι, να παρακολουθείς και να  με ενημερώνεις έγκαιρα.

       Αφού κοιμήθηκε ο ιερέας στο σπίτι του Παναγή,  την επόμενη μέρα πήγαν  οι δυο τους   με τα άλογα   στου  Τζούμη τη βρύση , στη συνέχεια έφτασαν στο πάνω μοναστήρι   της Ιθώμης και όδευσαν προς τα αρχαία τείχη, στο Μαυρομάτι.  Ο ιερέας του έδειξε  τα σημεία διαφυγής και αν  συνέβαινε κάτι, πού   θα  έπρεπε να κοιτάξει για να  διαπιστώσει πώς ακριβώς έχει η κατάσταση. Ένα από τα σημάδια  ήταν μια  πέτρα με μία  μεγάλη λακκούβα στο κέντρο της. Αν η  λακκούβα ήταν γυρισμένη προς τα κάτω, υπήρχε πρόβλημα και ήταν κρυμμένοι. Αν κοιτούσε προς τα πάνω, όλα έβαιναν καλώς.

 Οι επισκέψεις του ιερέα στη Βαλτοκκλησιά αυξήθηκαν και ο λάκκος του Παναγή γέμισε με εξοπλισμό για τους αρματολούς.  Προστέθηκε και δεύτερο άλογο   στο στάβλο  που  είχε  στο σπίτι του.  Ο χώρος του Παναγή στη στάνη   έγινε σημείο αναφοράς, συνάντησης και φιλοξενίας  για αρματολούς και κλέφτες, που ντυμένοι καλόγεροι τον επισκέπτονταν και διανυκτέρευαν μαζί του. Ώσπου ξέσπασε η επανάσταση το 1821 και οι Τούρκοι δεν άφησαν πέτρα για πέτρα ασήκωτη. Έψαχναν τα πάντα, σκότωναν και έκαιγαν. Ο Παναγής αν και δεν  έκρυβε πλέον όπλα στο  λάκκο, γιατί είχαν φύγει τα παλικάρια για τα βουνά, όταν  έμαθε ότι  πυροβόλησαν οι Τούρκοι τη  είσοδο στο   ξωκκλήσι ενός  γειτονικού χωριού, γιατί  βρήκαν  εξοπλισμό αφημένο μέσα,  φοβήθηκε. Γι αυτό  μετέφερε την εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας από τη Βαλτοκκλησιά στη στάνη , και τη φύλαξε με προσοχή  μέσα στο λάκκο  . Κοιμόταν  δίπλα για να μην  την πάρει κανένας, ώσπου ένα βράδυ είδε την Παναγία καθισμένη στο κρεβάτι του.

 -Σήκω του είπε, αύριο φεύγουμε.

-Και πού πάμε Παναγία μου;

-Μας περιμένει ο Κύριος στον Ουρανό.

     Το πρωί που ξύπνησε είχε ένα κακό  προαίσθημα , ένιωθε ένα ρεύμα να διαπερνά τη καρδιά του και τα πόδια του να μην λειτουργούν  φυσιολογικά. Ήθελε πρώτα να ελευθερωθεί από το χρέος του προς την Παναγία   και να μπορέσει να πάει ήσυχα στο σπίτι του , για να ξεκουραστεί. Γι αυτό  έθαψε  το  μεγάλο κοφίνι, που είχε μέσα τυλιγμένη την εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας  με προβιά και σακιά.  Στη συνέχεια το έντυσε με σακιά  και το σκέπασε με γρανιτένιες πλάκες ,που του περίσσευαν στη στάνη, άπλωσε ξανά σακιά   και  στη συνέχεια έριξε χώμα , μέχρι να κλείσει ο λάκκος. Έστρωσε   με πέτρες και χαλίκια την επιφάνεια του λάκκου, και  τοποθέτησε τη σανίδα και  τη καλαμωτή.            Καθώς  ετοιμαζόταν  για  να πάει στο  σπίτι του, ήταν ήδη πολύ κουρασμένος.  Τον πρόφθασε ένας  κρεοπώλης από το χωριό που ήθελε   να κλείσουν συμφωνία για ένα κατσίκι και δύο αρνιά. Αφού του τα έδειξε και συμφώνησαν , του ζήτησε αν μπορούσε να τον μεταφέρει στο σπίτι του ,γιατί   αισθανόταν  κουρασμένος και του  διηγήθηκε το όνειρο   που είχε δει κατά  το προηγούμενο βράδυ.   Εκείνος δεν είχε αντίρρηση.

-Μια στιγμή   του είπε ο Παναγής, όταν ήταν έξω από τη Βαλτοκκλησιά ,να ανάψω ένα κεράκι  και φεύγουμε.

Δεν ξαναβγήκε από την εκκλησία.  Κατέρρευσε το κερί της ψυχής του στα ίδια του τα χέρια.   Ο κρεοπώλης όταν είδε ότι αργεί, μπήκε μέσα στο ξωκκλήσι και τον βρήκε πεσμένο δίπλα στο δεξί μανουάλι. Προσπάθησε να τον βοηθήσει αλλά δεν τα κατάφερε. Έτρεξε με το άλογο και έφερε γιατρό, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Αυτός ήταν ο Βλάμης της Βαλτοκκλησιάς, που η σκλαβωμένη πατρίδα δεν τον άφησε να αγιάσει. Ενίσχυσε με όλες του τις δυνάμεις την επανάσταση και θάφτηκε άγνωστος μεταξύ αγνώστων στο κοιμητήριο της Βαλύρας. Κανένας δεν τον αναζήτησε πια. Τα ζώα του τα   μοιράστηκαν οι διερχόμενοι κλέφτες στο χωριό.  

     Πενήντα χρόνια μετά την επανάσταση ,ο ιερέας Προκόπιος   ήταν υπερήλικας πλέον. Πριν φύγει από τη ζωή ,μίλησε σε έναν “αδελφό” του κι εκείνος κατέβηκε  στη Βαλύρα για να  βρει την εικόνα της Παναγίας Οδηγήτριας. Η στάνη  δεν υπήρχε  πια  και η Παναγία παρέμενε θαμμένη στη σιωπή  της.  Κάποιοι γέροντες στο χωριό δεν ανακαλούσαν καθόλου  στη μνήμη τους   την ύπαρξη της εικόνας της Παναγίας Οδηγήτριας, ούτε τον ίδιο τον Παναγή.    Το σπίτι του   είχε ερειπωθεί, γιατί κανένας κληρονόμος δεν το διεκδίκησε, και  το σκηνικό είχε αλλάξει . Η Βαλύρα ήταν πιο φτωχή από  ποτέ άλλοτε και τα  κτίσματα χρειάζονταν επειγόντως συντήρηση. Η Βαλτοκκλησιά είχε αρχίσει να διαλύεται ,χωρίς ενδιαφέρον  για αναπαλαίωση και λειτουργία της.  

  Σαν  ξημερώσει  η γιορτή της Παναγιάς, Εκείνη ψάχνει τον Παναγή   στη Βαλτοκκλησιά  ,κι ο Παναγής τη Παναγιά στη στάνη. Και είναι  αυτός,  ξύλο πεφυτευμένο παρά τας διεξόδους των υδάτων του Βάλτου της Βαλύρας. Θα  σμίξουν ,όταν το  κρίνει ο Θεός, σαν μεγαλώσουν οι ρίζες  του δέντρου και δώσει πολύ καρπό. Ο άνεμος,  ξεθυμαίνοντας πάνω  στους   ευκάλυπτους   και τα κυπαρίσσια της Βαλτοκκλησιάς,    γράφει σενάρια ελπίδας στη σιωπή , δηλώνοντας αμετάκλητα:   Έσεται ήμαρ!

 

 

Ο Θεός μαζί σας!

 

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

 

Ιούνιος , 2021

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: