Δευτέρα 7 Ιουνίου 2021

Ο Πατήρ Μιχαήλ και η Καλή Αμνάς

    Αφιερωμένο σε όλες τις πρεσβυτέρες της Βαλύρας

         Προς το  μέσον της τελευταίας δεκαετίας του 1800, γεννήθηκαν στην Βαλύρα δύο χαριτωμένα παιδιά. Ένα  κοντό, λεπτό και πανέξυπνο αγοράκι με ξανθές μπούκλες, που ονομάστηκε Μιχαήλ κι ένας  μελαχροινός κορίτσαρος ,τύπουΓολιάθ, που έλαβε το όνομα Αντροβασίλω από τα γεννοφάσκια του. Ο Θεός ήθελε αυτά τα δύο πλάσματα να αγαπηθούν τόσο πολύ από την πρώτη Δημοτικού , να παντρευτούν  και να υπηρετήσουν τον Κύριο, μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.

     Ο Μιχαήλ, που ήταν έξυπνος και έμοιαζε σαν άγγελος ,αμέσως κατέκτησε  τους πάντες και έγινε ο “Μιχαλάκης  ”.  Όλα τα   κοριτσάκια του χωριού  τα  φώναζαν με το υποκοριστικό τους όνομα στο χωριό, όπως Μαρίτσα, Γωγούλα, Παναγούλα, Τασούλα,όμως  σε κανέναν δεν έκανε καρδιά να πει τον θηλυκό Γολιάθ Βασιλικούλα, γιατί αυτή ήταν η Αντροβασίλω του χωριού ,η μονάκριβη κόρη του Ανδροκλή, και είχε σχεδόν το  ανάστημα του μετρίου ύψους δάσκαλου της, από τη πρώτη Δημοτικού.

      Πρωτάκουσα την ιστορία της Αντροβασίλως, το σωτήριον έτος 1969, όταν συνόδεψα τον πατέρα μου    στο γάμο μίας  θείας μου στο Μεσολόγγι. Η καταγωγή των γονιών της Βασίλως ήταν από την Αρκαδία και του Μιχαλάκη από την Ανδρούσα. Είχαν εγκατασταθεί στο χωριό, οι μεν γονείς του Μιχαλάκη ως εργαζόμενοι στα κτήματα της Βαλύρας και της Σκάλας, και έμεναν σ ένα ισόγειο σπιτάκι κοντά στο χωριό  , οι δε γονείς της Βασίλως  ήταν  ευκατάστατοι κτηματίες και ζούσαν σε ένα πέτρινο σπίτι ψηλά στο Μπιζάνι. Η Βασίλω μεγάλωσε μέσα στα πλούτη και τη καλοπέραση, ενώ ο Μιχαλάκης με φτώχεια και   στερήσεις. Η μητέρα του και η αδελφή του έμεναν στην Ανδρούσα, κι αυτός ζούσε με τον πατέρα του στο χωριό.  Αν και το κοινωνικό – οικονομικό επίπεδο των δύο οικογενειών ήταν διαφορετικό και αυτό ήταν σημαντικό κριτήριο για εκείνη την εποχή,  η πραγματική αγάπη δεν  έκανε διακρίσεις και ένωσε  αυτά τα δύο παιδιά, που η καρδιά τους χτυπούσε στον ίδιο ρυθμό.

   Η Βασίλω ίσιωσε τη κορμοστασιά της και πήγε με τον πατέρα της στο σχολείο για να γραφτεί στη πρώτη Δημοτικού, με ένα φουστάνι που χρειάστηκαν τρία μέτρα ύφασμα για να της το ράψουν. Εκεί  συνάντησε για πρώτη φορά τον Μιχαλάκη με τον πατέρα του,   τον ερωτεύθηκε με τη πρώτη ματιά  και έκτοτε κυκλοφορούσε στο σχολείο σαν καμπούρα, για να μπορεί να τον κοιτάζει  κατάματα. Ο διευθυντής αρχικά  προβληματίστηκε ,γιατί δεν υπήρχε κατάλληλο θρανίο για να κάθεται  η Βασίλω,  αλλά έλυσαν το πρόβλημα  , προσθέτοντας κατ΄ εξαίρεση ένα μικρό, ψηλό παραλληλόγραμμο τραπέζι και μία καρέκλα στο τέλος της σειράς των κοριτσιών, στην αίθουσα της πρώτης Δημοτικού. Ο Μιχαλάκης ήταν  ο πιο κοντός μαθητής στη τάξη και καθόταν στο πρώτο θρανίο. Και οι δύο ήταν καλοί μαθητές, περισσότερο όμως ο Μιχάλης ,που έπαιρνε πάντα άριστα. Η Βασίλω ήταν όμορφη και χαμογελαστή, αλλά πολύ πεισματάρα και διεκδικητική, ενώ ο Μιχαλάκης ήταν λιγομίλητος και ταπεινός.

       Στα διαλείμματα,  εκείνος καθόταν μόνος σε μία  πέτρα στο προαύλιο και διάβαζε το αγαπημένο του βιβλιαράκι, ενώ η Βασίλω έτρεχε γρήγορα, σαν την Αταλάντη, τρεις φορές γύρω από  το σχολείο. Τα αγόρια της ηλικίας της τη φοβόντουσαν, γιατί ήταν ψηλότερη από εκείνα κατά δύο κεφάλια   και έτσι όπως ήταν χειροδύναμη, αν τους έπιανε στα χέρια της θα τους έστυβε. Ο Μιχαλάκης την έφθανε στο ύψος της κοιλιάς της, αλλά αυτό δεν είχε ιδιαίτερη σημασία εμπρός στην αγνή παιδική αγάπη, γιατί το συγκεκριμένο λεπτεπίλεπτο αρσενικό, είχε όλα αυτά τα χαρακτηριστικά ,που ενδόμυχα ονειρευόταν η Βασίλω για τον εαυτό της. Γι αυτό ,ήταν σίγουρη ότι ήθελε να τον παντρευτεί από τα έξι της χρόνια!

      Ως μέλλουσα σύζυγος του Μιχαλάκη, είχε και τα καθήκοντά της. Κάθε πρωί έκοβε ένα λουκούμι στα τέσσερα, το τύλιγε με λαδόκολλα και το τοποθετούσε μέσα σε ένα μικρό μεταλλικό κουτάκι .Το έπαιρνε καθημερινά στο σχολείο και το φύλαγε μέσα στη δεξιά τσέπη της  σχολικής της ποδιάς. Όταν πετύχαινε τον Μιχαλάκη μόνο του στο διάλειμμα, του έχωνε κι από μία μπουκίτσα στο στόμα και του έλεγε “στις χαρές μας”.Εκείνος έτρωγε ευχάριστα το λουκουμάκι του, αλλά είναι αμφίβολο αν καταλάβαινε   τις προθέσεις  της Βασίλως! Μια  φορά, οι περισσότεροι μαθητές στη τάξη τιμωρήθηκαν, και χρειάστηκε να αντιγράψουν την ορθογραφία τους δέκα φορές ,γιατί δεν είχαν διαβάσει, ενώ ο Μιχαλάκης πήρε  άριστα και η Βασιλική  λίαν καλώς. Στο διάλειμμα την πλήρωσε ο Μιχαλάκης. Την οργή τους για τον δάσκαλο τη ξέσπασαν επάνω του. Τον κύκλωσαν  , τον έσπρωξαν , έπεσε πάνω σε μία  πέτρα και κτύπησε  το γόνατό του. Η Βασίλω  καθώς έτρεχε , είχε στραμμένο το βλέμμα της προς τον  άντρα της ζωής της, για να  δει αν την  προσέχει. Μόλις είδε τι συνέβη, όρμησε σαν μαινόμενος ταύρος και άστραψε από ένα γερό χαστούκι στο πρόσωπο του κάθε παιδιού, τόσο δυνατά, που τους έμεινε το αποτύπωμα των δακτύλων της για δέκα μέρες πάνω στα μάγουλά τους. Στη συνέχεια, πήρε αγκαλιά τον Μιχαλάκη που έκλαιγε από μέσα του και πήγε  να τον πλύνει κάτω από τη βρύση. Του έδεσε το πόδι με το μαντήλι της, του  έχωσε κι ένα λουκουμάκι στο στόμα για να γλυκαθεί  και τον βοήθησε να καθίσει στο θρανίο του, κάνοντάς του παρέα. Όταν ο δάσκαλος ρώτησε τον Μιχαλάκη τι συνέβη, έσκυψε το κεφάλι και δεν μίλησε. Το ίδιο  έκανε και η Βασίλω. Όμως, τα άλλα παιδιά είπαν ότι  τους έδειρε  εκείνη χωρίς λόγο, με αποτέλεσμα να μπει η δόλια τιμωρία για όλους. Αφού έφαγε τέσσερις ξυλιές στο κάθε χέρι, ενώπιον όλων των μαθητών και των δασκάλων του Σχολείου, κάθισε για τρεις μέρες με τη καρέκλα της να κοιτάζει προς τον τοίχο ,μέσα στη τάξη. Εκτός αυτού, της έστησαν καρτέρι οι γονείς των  σημαδεμένων παιδιών και την απείλησαν, αν   τολμήσει να το επαναλάβει θα την κάνουν μαύρη στο ξύλο και θα πάει αγνώριστη στο σπίτι της. Ο Μιχαλάκης  αντιθέτως, αγάπησε πολύ την προστάτιδα άγγελό του και την επόμενη μέρα, καθώς εκείνη κοιτούσε προς τον τοίχο και περίμενε τον δάσκαλο για να μπει μέσα στη τάξη, χτυπώντας το πόδι της στο πάτωμα  νευρικά, την αγκάλιασε και της άφησε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο πάνω στα μαλλιά της.

      Πέρασαν τα χρόνια, η Βασίλω τελείωσε το Δημοτικό και   κάθισε στο σπίτι για βοηθάει τη μητέρα της, ενώ ο Μιχαλάκης φοίτησε στο Σχολαρχείο στην Ανδρούσα.  Λίγο μετά την επιστροφή του Μιχάλη από το στρατό, παρουσιάστηκε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας στον πατέρα του , και όταν πάντρεψε τη   κόρη του στην Ανδρούσα, έφυγε από τη Βαλύρα και έμεινε μόνος του  ο Μιχάλης, συντηρώντας τον εαυτό του  με τα μεροκάματα που έπαιρνε από   τα κτήματα, μεταξύ  Βαλύρας και Σκάλας. Η Βασίλω, που ούτε μία ημέρα δεν τον έβγαλε από το μυαλό της και εξ αιτίας του είχε απορρίψει τα καλύτερα  συνοικέσια ,με περιζήτητους γαμπρούς   από την Βαλύρα και ολόκληρη τη Μεσσηνία, κατέστρωσε το ακόλουθο σχέδιο: Έπεισε τον πατέρα της να   δώσει στον Μιχάλη να καλλιεργεί τα κτήματά τους στον κάμπο του χωριού, να κάνει ένα ψυχικό που ήταν καλό παιδί και άριστος μαθητής στο σχολείο. Βαρέθηκε ο πατέρας της την επιμονή της, δεν  του περνούσε  βέβαια από το μυαλό ότι μια νταρντάνα δυο μέτρα   θα ήθελε έναν φτωχό σπίνο ,ενάμισι μέτρο ψηλό, με τα χέρια σε ανάταση. Πήγε και το ανακοίνωσε στον Μιχάλη, αλλά η απάντησή του ήταν αρνητική, επειδή αγαπούσε τη Βασίλω και ντρεπόταν . Παράλληλα ,δεν ήθελε με τη παρουσία του να δημιουργήσει προστριβές στην οικογένεια της, ούτε να τη δεσμεύσει συναισθηματικά και να εμποδίσει τη τύχη της. Στα αυτιά του  ηχούσε ο λόγος του πατέρα της     Βασίλως , που καυχιόταν στο καφενείο του χωριού  ,  λέγοντας ότι μια  ηθική κοπέλα, ευκατάστατη και όμορφη, αξίζει έναν πλούσιο και όμορφο άντρα στο ύψος της κι ο  Μιχάλης, όπως περιγράφει σε έναν στίχο ο αρχαίος ποιητής Φρύνιχος, “ζάρωνε σαν πετεινός νικημένος”. Σκεπτόταν να ακολουθήσει την ιερατική τέχνη, να γίνει μια μέρα αρχιμανδρίτης,  ώστε να γαληνέψει η ψυχή του, αφού το όνειρο της ζωής του, να έχει τη Βασιλική δίπλα του, δεν μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Όμως , ή ερωτευμένη Βασίλω ήθελε τον ξανθό έρωτα, που, τον γέννησε η ωραιοσάνδαλη Ίρις με τον χρυσομάλλη Ζέφυρο ,  όπως   υμνούσε τον έρωτα ο ποιητής Αλκαίος στην αρχαιότητα.

      Μόλις ο πατέρας της τής ανακοίνωσε ότι ο Μιχάλης έχει άλλες υποχρεώσεις και προτεραιότητες και δεν μπορεί να αναλάβει τα κτήματά τους, έγινε θηρίο ανήμερο και δεν μπορούσε να συγκρατήσει την ορμή της , τρέχοντας  ανεξέλεγκτα πάνω στον Βουκεφάλα του νου της.  Όταν έφυγε εκείνος από το σπίτι για να πάει στο καφενείο,  έβαλε μέσα στο ταγάρι της ένα ακονισμένο τραπεζομάχαιρο και έστησε   καρτέρι στο Μιχάλη, πίσω από το σπίτι του. Το θυραυλείν , δηλαδή  το να καθίσει    έξω από την πόρτα του και να περιμένει να την  δει ,δεν ίσχυε για τη Βασίλω,  σε καμία περίπτωση. Τώρα σε θέλω, τώρα θα σε πάρω , έκρωζε το ανήμερο συναίσθημα , σαν  όρνιο μέσα της ,και έριχνε πετονιά καρχαρία ,για να καμακώσει  φτωχό χρυσόψαρο.

      Μόλις   έφτασε η Βασίλω στο φτωχόσπιτο του  Μιχάλη  , ένα δωμάτιο όλο κι όλο,  ήταν  ενωρίς το απόγευμα και εκείνος απουσίαζε. Δεν άργησε όμως να επιστρέψει από τη δουλειά κατάκοπος, ιδρωμένος και πεινασμένος.  Εκείνη πάνω στη φούρια της, δεν υπολόγισε τίποτα. Τον άρπαξε καθώς ήταν ανυποψίαστος από  τον σβέρκο ,και του είπε:

- Αν γυρίσεις το κεφάλι σου, θα γίνεις στήλη άλατος. Έχεις δημιουργήσει  τεράστιο πρόβλημα και θα γίνει φονικό, και του έδειξε απειλητικά το τραπεζομάχαιρο στο ταγάρι.

-Μα τι έκανα ,εν αγνοία μου ,απολογήθηκε ο δύστυχος Μιχάλης.

-Σκάσε και προχώρα, γιατί θα σφάξω πρώτα εσένα και μετά θα κόψω το λαρύγγι μου. Θα κλάψουν οι μανούλες μας σήμερα. Προχώρα!

-Και που θα πάμε;

-Προς τον Άγιο Φλώρο είπε η Βασίλω,  στο παλιό μαντρί του πατέρα μου.

      Αφού περπάτησαν καμιά ώρα με τα πόδια,κι εκείνος  κατέβαλε τη μέγιστη προσπάθεια για να κρατηθεί όρθιος ,μετά από τη σκληρή δουλειά στα χωράφια, έφτασαν σε ένα χορταριασμένο μαντρί ,που δεν υπήρχε ψυχή γύρω τους και κάθισαν για να ξαποστάσουν.

 Αφού του έδωσε να πιει μια γουλιά νερό από το φλασκί της ,του είπε:

- Τώρα θα με ακούσεις  καλά, για να μην πεις αύριο τι γυναίκα αδίκησα εγώ ο άθλιος. Βρισκόμαστε εδώ γιατί είσαι πολύ μεγάλος υποκριτής. Κάνεις ότι δήθεν ξέχασες που μου έφερνες λουλούδια στο σχολείο κι εγώ σε προστάτευα .Δεν θυμάσαι πόσα λουκουμάκια έφαγες και  τι σου έλεγα. Στις χαρές μας δεν σου έλεγα;

Είμαι  ολόκληρα χρόνια  μαντρωμένη μέσα στο σπίτι για να σε περιμένω. Κι εσύ τι έκανες; Είπες  ΟΧΙ στον πατέρα μου, που παιδευόμουν ένα  χρόνο για να τον πείσω για να σε προσλάβει!Το μάτι της γύρισε ανάποδα και του είπε αποφασιστικά σαν στρατηλάτης, μέγας Ναπολέων:

Θέλω να σε παντρευτώ! Μήπως έχεις δεσμό με άλλη γυναίκα;

-Όχι, απάντησε ο έρημος Μιχάλης, σαστισμένος.

-Μήπως είχες δεσμό και έχετε αποκτήσει κανένα εξώγαμο, πες τώρα για να σφαχτώ.

-Όχι δεν είχα κανένα δεσμό, απάντησε    ο Μιχάλης, καλύπτοντας με τα χέρια του το πρόσωπό του για τη συμφορά που τον βρήκε.

-Θέλεις να με παντρευτείς; Πρόσεξε τι θα πεις ,γιατί θα σου  πάρω το κεφάλι!

Τι να κάνει , ήθελε να ανοίξει η γη και να τον καταπιεί. Δεν μπορούσε όμως και να κουνηθεί, γιατί την αγαπούσε και φοβόταν μην κάνει καμιά τρέλα πάνω στον παροξυσμό της.

-Ναι, θέλω της απάντησε ,για να την ηρεμήσει.

-Δεν πιστεύω να λες ψέματα!

-Όχι, δεν λέω ψέματα, τη διαβεβαίωσε ο Μιχάλης.

-Εμπρός, τι κάθεσαι, φίλησέ με ,τον πρόσταξε η Αντροβασίλω.

-Δεν ξέρω να φιλάω. Δεν έχω  φιλήσει ποτέ γυναίκα, απάντησε εκείνος.

-Ούτε κι εγώ άντρα. Άστο, δεν θα φιληθούμε σήμερα.

Τότε εκείνος έβαλε τα κλάματα και είπε:

-Βασιλική μου, η φτώχεια σκληραίνει τη καρδιά. Εσύ είσαι πλούσια, ψηλή, όμορφη, ενώ εγώ δεν γνωρίζω αν την επόμενη μέρα θα έχω μια μπουκιά ψωμί να βάλω στο στόμα μου.

-Να τα κάψω τα λεφτά μου. Εσένα θέλω ,είπε η Βασίλω , γέρνοντας επάνω του, και μόνο που δεν τον  πέταξε δυο μέτρα μακριά.

-Τι βρίσκεις σε μένα Βασιλική μου; Είμαι κοντός, λεπτός και άρχισα να κάνω φαλάκρα, της απολογήθηκε.

-Το μυαλό σου βρίσκω, απάντησε εκείνη.

-Τι θα πει ο πατέρας σου με αυτά σου τα καμώματα; Κι εγώ θα ήθελα να προχωρήσω, όχι για να παντρευτώ και να σε προδώσω. Θέλω να αφιερωθώ στο Θεό και μια μέρα να γίνω αρχιμανδρίτης.

-Οι αρχιμανδρίτες δεν παντρεύονται. Παπάς να γίνεις κι εγώ παπαδιά, του απάντησε με αποφασιστικότητα  ο  Ανδρούτσος.

-Βασιλική μου, η ζωή της πρεσβυτέρας είναι πολύ δύσκολη.

-Γιατί; Τι είναι εκείνο που κάνει εκείνη και δεν μπορώ να το κάνω εγώ;

-Ξεροκατάπιε ο Μιχάλης και είπε σιγανά και επιφυλακτικά ,  προσέχοντας μην του κάνει κανένα ξαφνικό  κεφαλοκλίδωμα  , πάνω στα νεύρα της:

Δεν καταπιέζει τους άλλους, δεν αντιμιλάει, δεν τους πλακώνει στα χαστούκια, δεν ντύνεται σαν άντρας, δεν βάζει τρικλοποδιές στους άντρες, δεν πετάει τα πιάτα στον τοίχο από τα νεύρα της....

Μόλις άκουσε   το τελευταίο, η Βασίλω έγινε έξω φρενών.

-Αυτό σίγουρα η μουσίτσα η Σταθούλα σου το είπε ,που σε γλυκοκοιτάζει. Ψέματα είναι. Σε έχει ερωτευθεί γι αυτό το λέει, γιατί    έχει καταλάβει ότι με αγαπάς και ζηλεύει. Για τα τα ρούχα δεν έχεις να μου προσάψεις τίποτα. Όταν με δεις τη Κυριακή στην εκκλησία, μετά να μου πεις.   Σήμερα φόρεσα το παντελόνι και τις μπότες του πατέρα μου για μη με δαγκώσει κανένα άλλο φίδι, εκτός από σένα ,που μου έχεις  κατασπαράξει τη καρδιά.

Εκείνος σκούπισε τα δάκρυά του πάνω στο μανίκι του ,και της είπε με όση  φωνή του είχε απομείνει:

-Ο πατέρας σου θα σου δημιουργήσει μεγάλο πρόβλημα και δεν θέλω να δυστυχήσεις εσύ και η οικογένεια σου. Είπε στο καφενείο ότι η κόρη του αξίζει τον καλύτερο, ένα πλούσιο ομορφόπαιδο στο ανάστημά της.

-Το πλούσιο ομορφόπαιδο να το πάρει  εκείνος. Εγώ εσένα θέλω και  άρπαξε το τραπεζομάχαιρο μέσα από το ταγάρι. Πες μου  ότι δεν με θέλεις πραγματικά, να σφαχτούμε τώρα  για να τελειώνουμε ,του είπε απειλητικά.

-Δεν μπορώ να σου πω όχι ,είπε εκείνος, γιατί σε αγαπάω!

Μόλις είπε αυτή τη μαγική κουβέντα ο Μιχάλης, η Βασίλω έλαμψε ολόκληρη και έγινε άλλος άνθρωπος.

Άνοιξε χαμογελώντας το ταγάρι της, έβγαλε το μαντήλι και το παλιό κουτάκι με τα λουκουμάκια, τον σκούπισε στο πρόσωπο και του έχωσε μια μπουκίτσα στο στόμα για να τον γλυκάνει  . Στις χαρές μας ,του είπε! Τις άλλες τρεις μπουκιές τις κατέβασε η ίδια αμάσητες,τη μία μετά την άλλη, λόγω του άγχους  της περίστασης. Ύστερα τον αγκάλιασε ,και του είπε:

-Τόσο με αγαπάς που για το καλό μου θέλεις να αφήσω εσένα, τον λογικό άνθρωπο του Θεού και να παντρευτώ τους κουφιοκέφαλους;

Ο Μιχάλης έτρεμε από τη συγκίνησή του και δεν μπορούσε να μιλήσει από τους λυγμούς.

-Μην ανησυχείς τον διαβεβαίωσε. Θα τα κανονίσω όλα με τον πατέρα μου και θα σε ενημερώσω,τ καθώς επέστρεφαν πίσω στο σπίτι του.

    Κι ενώ εκείνος ξάπλωσε πάνω στα σανίδια μισολιπόθυμος, από την κούραση και τη συναισθηματική ένταση,  το ίδιο βράδυ η Βασίλω μίλησε στον πατέρα της ,ότι θέλει να παντρευτεί τον Μιχάλη. Όταν το άκουσε εκείνος ,δεν πίστευε στα αυτιά του και άρχισε να χτυπάει τη μαγκούρα του απειλητικά στο πάτωμα.

- Θα σε αποκληρώσω ,της είπε αγριεμένος, και θα σε διώξω από το σπίτι. Δεν θα ξαναδείς ποτέ τη μάνα σου,  τη  φοβέρισε , αλλά εκείνη αγρόν ηγόρασε.

 Ήταν ευτυχισμένη και  αήττητη, γιατί αισθανόταν ότι η πραγματοποίηση του ονείρου της πλησιάζει. Μέσα σε μία εβδομάδα ετοίμασε κρυφά δυο βαλίτσες και τις έσυρε  πριν τα ξημερώματα μέχρι το σπίτι του Μιχάλη.

-Θα μας  τουφεκίσει επί τόπου ο πατέρας μου, αν μας βρει του είπε. Τον βοήθησε, ετοίμασε κι εκείνος βιαστικά μια βαλίτσα με τα λιγοστά του πράγματα και τις έσπρωξαν μέχρι τον σιδηροδρομικό σταθμό στο χωριό της Σκάλας. Πήραν το πρώτο πρωινό τραίνο για την Τρίπολη και πήγαν στον θείο της, τον αδελφό της μητέρας της , που ήταν εργένης. Ο θείος της ήταν ήρεμος άνθρωπος και την αγαπούσε  πολύ. Τους κράτησε κοντά του και ποτέ δεν  μαρτύρησε σε κανέναν τίποτα. Ο πατέρας της, αφού την έψαξε με μένος στην αρχή και δεν τη βρήκε, το πήρε απόφαση ότι πέθανε η κόρη του και έστησε στην αυλή του σπιτιού έναν ξύλινο σταυρό με το όνομα της, για να το βλέπει και να   θρηνεί η μάνα της, την οποία  θεωρούσε συνυπεύθυνη για το κακό που συνέβη στο σπίτι τους. Ο θείος της Βασίλως κατέβηκε στο χωριό αρκετές φορές για να δει σε τι κατάσταση είναι η αδελφή του και να  ψυχολογήσει  τι κλίμα επικρατεί, αλλά ο πατέρας της Βασίλως ήταν ανένδοτος και τρεφόταν από τη  μανία της  εκδίκησης και του φόνου του    “αλήτη”, που ξελόγιασε τη μοναχοκόρη του και του διέλυσε το σπίτι.

      Με τη βοήθεια του Θεού και του θείου της Βασίλως ,ο Μιχάλης προχώρησε  , έγινε ιερέας και η Βασιλική   μία αξιοπρεπής και δραστήρια πρεσβυτέρα. Κοιτούσε τον άντρα της μέσα στα μάτια και έκανε το θέλημα του Θεού, όπως ο πατήρ Μιχαήλ της το  επικοινωνούσε. Μακρυά από τον πατέρα της γαλήνεψε η ψυχή της και υιοθέτησε  πολλούς και υπέροχους τρόπους  ,έχοντας ως πρότυπο τον άντρα της. Μόνο μία φορά κόντεψε να τα θαλασσώσει και να τινάξει την χειροτονία του πατέρα Μιχαήλ στον αέρα, μέσα στον ιερό Ναό της Θεοτόκου,   στην Αρκαδία, εκεί που χειροτονήθηκε.

Μετά  το τελετουργικό της χειροτονίας,κατέβαιναν οι ιερείς από τον σολέα του ναού για να τη συγχαρούν κι αυτή ήταν τρισευτυχισμένη, έλαμπε ολόκληρη, ήταν πανέμορφη μέσα  στο  μακρύ μαύρο της φόρεμα, με τα πλούσια μακριά της μαλλιά δεμένα, που έγερναν πάνω στη πλάτη της.

Είχε ήδη δύο υγιέστατα αγοράκια, τα οποία κρατούσε από το χέρι ο θείος της.

Ένας    κληρικός που τον είχε κτυπήσει ,τη δεδομένη στιγμή ,ο πονηρός λογισμός κατακέφαλα, τη πλησίασε , την  κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω με  καχύποπτο  ύφος, συμπέρανε ότι αυτή η ωραία γυναίκα είναι κοντά στον πατέρα Μιχαήλ για τα λεφτά που θα βγάζει  ως ιερέας, γιατί άλλωστε αναρωτήθηκε να παντρευτεί μια μπουκιά άνθρωπο μια  τόσο ευπαρουσίαστη γυναίκα ,και της είπε:

-Συγχαρητήρια πρεσβυτέρα και καλές δουλειές!

Μόλις το άκουσε η Βασιλική, ξύπνησε η Βασίλω μέσα της. Το χέρι της σηκώθηκε για να του αστράψει γερό  σκαμπίλι, αλλά έμεινε άναυδη , γιατί το βλέμμα της έπεσε επάνω στην εικόνα του Χριστού, που την κοίταξε με βαθύ πόνο και συγκλόνισε το είναι της :

-Βασιλική; Είπε ο Κύριος και μόνο που δεν σωριάστηκε εκείνη, εμπρός στο εκκλησίασμα  .

 Δάκρυσε  αναλογιζόμενη πόσα τραβάει ο Κύριος για εμάς τους αδαείς ανθρώπους,κι  έσβησε μια για πάντα τη Βασίλω μέσα της. Εκείνη τη μέρα ήταν και η δική της χειροτονία, από τον ίδιο τον  Χριστό!

Ο πατήρ Μιχαήλ ήταν ένας  υπέροχος ιερέας, πολύ ευτυχισμένος με τη  πρεσβυτέρα του και τα τέκνα τους. Το λουκουμάκι ποτέ δεν τους έλειψε και οι χαρές τους ήταν πολύ μεγάλες ,υπηρετώντας τον Κύριο. Μια μέρα, η Βασιλική ρώτησε τον  πατέρα Μιχαήλ  αν τον βλέπουν οι άγγελοι όταν ετοιμάζει την θεία Κοινωνία μέσα στο Θυσιαστήριο.

-Όχι της απάντησε. Οι άγγελοι σκεπάζουν το πρόσωπό τους εμπρός στον Χριστό.

-Εσύ όμως βλέπεις ,όπως ο Χριστός του απάντησε.

Ο πατήρ Μιχαήλ κούνησε   θετικά το κεφάλι του. 

Τότε εκείνη , θέλοντας να τον ευχαριστήσει που την εμπιστεύθηκε και την οικοδόμησε με τον λόγο του, πήρε μια λεκάνη με νερό και καθώς καθόταν  αυτός στη καρέκλα ,  γονάτισε, του έπλυνε και του φίλησε τα πόδια. Τα παιδιά ζήλεψαν και ζήτησαν κι εκείνα να τους πλύνει τα πόδια η μητέρα τους. Η Βασιλική ευχαρίστως και αγόγγυστα φρόντισε  και  τα παιδιά της. Μόλις όμως τελείωσε,    είπε ο πατήρ Μιχαήλ:

-Και της μητέρας μας ,ποιος θα της πλύνει τα πόδια;

Τότε έσκυψαν και οι τρεις άντρες της ζωής της μαζί και της ανακούφισαν τα δυο μακριά της πόδια,που φλέγονταν από την ορθοστασία. Ήταν  αυτά που της είχαν   απομείνει , για να της θυμίζουν τη γενέτειρά της  Βαλύρα, όταν έτρεχε ανέμελη στα ανθισμένα λιβάδια του χωριού. Ο πατήρ Μιχαήλ με την πρεσβυτέρα Βασιλική δίδαξαν συστηματικά στα παιδιά τους την ανιδιοτελή αγάπη και προσφορά προς τον πλησίον. Ήταν μία οικογένεια που όλων τα πρόσωπα έλαμπαν, φωτισμένα από  τη χάρη του  Αγίου Πνεύματος.

      Όταν ο πατέρας της ήταν στα τελευταία του, ειδοποίησαν τον θείο της για να πάει να του  συμπαρασταθεί. Εκείνος όμως ήταν  υπερήλικας και δεν μπορούσε να μετακινηθεί. Η Βασιλική κατέβηκε μόνη της, με τα δυο αγόρια της στο χωριό, μετά από σαράντα ολόκληρα χρόνια. Ο πατήρ Μιχαήλ είχε σημαντικές υποχρεώσεις και δεν μπορούσε εκείνη την περίοδο να αφήσει σε κανέναν άλλο ιερέα την ενορία του ,για να τους συνοδέψει.

Η Βασιλική βρήκε το πατρικό της μισογκρεμισμένο και βρώμικο,τον σταυρό της κηδείας της στην αυλή, τα λουλούδια ξεραμένα και τον πατέρα της κατάκοιτο, να τον προσέχει μία γειτόνισσα και δυο γάτες. Η μητέρα της είχε πεθάνει πριν από κάποια χρόνια, χωρίς να το γνωρίζει η ίδια.

-Ποια είσαι; της είπε ο πατέρας της, αφού τη κοίταξε καλά. Μοιάζεις με τη κόρη μου τη Βασίλω, που πέθανε όταν ήταν μικρή.

-Είμαι η πρεσβυτέρα Βασιλική ,του απάντησε δακρυσμένη, σύζυγος του πατρός Μιχαήλ.

Τα αγόρια όμως δεν κρατήθηκαν. Πήγαν κοντά,   τον σήκωσαν λίγο στην αγκαλιά τους και του είπαν, παππού  , είμαστε ο Ανδροκλής και ο Αναστάσιος. Έχω το όνομά σου ,του είπε ο Ανδροκλής.

Εκείνος  άνοιξε τα μάτια του διάπλατα για να τον  προσέξει. Τον κοίταξε μέσα στα μάτια, και δάκρυσε,  όταν διαπίστωσε ότι ήταν   ίδιος  στο πρόσωπο και στη κορμοστασιά με τη  κόρη του.

-Αργά ήρθες παιδάκι μου, του είπε. Έχω πουλήσει εδώ και χρόνια τη περιουσία,  γιατί είμαι ανήμπορος, δεν έχω κανένα και χρειαζόμουν χρήματα για να ζήσω.

-Δεν πειράζει παππού ,είπε ο Ανδροκλής. Μας έχει δώσει πολλά ο Θεός, δεν χρειαζόμαστε  τίποτα. Εσένα  ήρθαμε για να δούμε. Εκείνος δάκρυσε και γυρίζοντας το κεφάλι του προς την Βασιλική είπε:

-Έκανες πολλά λάθη   παπαδιά!   Μου στέρησες τα εγγόνια μου! Αλλά σε συγχωρώ  και σε συγχαίρω, γιατί είσαι  καλή μητριά και τα ανέθρεψες σωστά. Έτσι ήθελε ο Θεός. Να πεθάνει η κόρη μου που ήταν νευρική και ανυπόμονη , για να τα αναλάβεις εσύ  και να μου  αναθρέψεις σωστά  τα παιδιά!

Η Βασιλική  προσπάθησε να συγκρατήσει τους λυγμούς της, γιατί  κατάλαβε ότι ο πατέρας της   παρουσίαζε σοβαρή νοητική σύγχυση και ήταν στα τελευταία του. Δεν μπορούσε το εγώ του να αντέξει  την ένταση της συναισθηματικής φόρτισης   και παραποιούσε τη πραγματικότητα. Δεν άντεχε μετά από τόσα χρόνια να  νεκραναστήσει τη κόρη   μέσα του. Μετά από τρεις μέρες έφυγε από τη ζωή .Ήταν σαν να τους περίμενε η ψυχή του για να πετάξει.   Η κηδεία του έγινε στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου της Βαλύρας . Τον έθαψαν στο κοιμητήριο του Αγίου Γεωργίου, δίπλα στη γυναίκα του. Οι χωριανοί τούς συλλυπήθηκαν σε ένα από τα καφενεία, στη πλατεία του χωριού. Τα παιδιά δεν άντεξαν , και μετά τη κηδεία  ήθελαν να κάψουν τον σταυρό στην αυλή του σπιτιού,  που έφερε το όνομα της μητέρα τους, η Βασιλική όμως δεν τους άφησε.

- Όχι παιδιά μου ,είπε. Εκεί ακριβώς είναι θαμμένη η Βασίλω. Εγώ δεν είμαι αυτή. Είμαι η σύζυγος του πατρός Μιχαήλ  και η κόρη του Χριστού. Είμαι η μητέρα σας!

Η Βασιλική είχε νοσταλγήσει τη Βαλύρα αθεράπευτα. Όμως,  έσφιξε την καρδιά της και είπε ,μετά τα εννιάμερα του πατέρα της:

-Μαζέψτε τις   φωτογραφίες, όλες τις άγιες εικόνες του σπιτιού    και τον σταυρό της γιαγιάς σας. Θα τα πάρουμε μαζί μας. Να πάρουμε και  τις βέρες του παππού και της γιαγιάς; ρώτησε ο Ανδροκλής, που τις βρήκε μέσα σ ένα συρτάρι. 

-Αυτά  καλύτερα να τα αφήσουμε στο Μοναστήρι της Βουλκανιώτισσας είπε, για τη ψυχή των γονιών μου.

Η Βασιλική  κάλεσε τη γειτόνισσα που φρόντιζε τον  πατέρα της  , είπε να πάρει ο,τι θέλει από το σπίτι, και τα υπόλοιπα να τα μοιράσει  στις φτωχές οικογένειες του χωριού ,για τη ψυχή των  γονιών της. Αφού τους βοήθησαν με  τα μουλάρια εκείνης της εποχής και επισκέφτηκαν το Μοναστήρι του Βουλκάνου, ετοιμάστηκαν για την επιστροφή στο σπίτι τους.

-Έχουμε λείψει αρκετά στον πατέρα σας, κι εκείνος σε μάς, είπε στους γιους της η Βασιλική. Στα σαράντα  του παππού θα  επιστρέψουμε όλοι μαζί.

      Μετά το κλείσιμο του χρόνου του πατέρα της, δεν  επέστρεψαν ξανά στη Βαλύρα. Το σπιτάκι που έμενε ο Μιχάλης στα νιάτα του, ήταν παράνομο και  γκρεμίστηκε. Το σπίτι  των γονιών της Βασιλικής  στοίχειωσε μέσα στου χρόνου τη σιωπή.  Ο σταυρός της Βασίλως παρέμεινε  στα ερείπια για πολλά χρόνια, μέχρι που δεν απέμεινε λίθος επί  λίθου, άλλαξαν οι γενιές, χάθηκαν τα ίχνη και η γη έβγαλε νέο χορτάρι  στο πλατό της ζωής , για  καινούρια δρώμενα.

      Όταν γίνεις αυτάρκης και κατανοήσεις ποιο είναι το καλό και το αγαθό, θα ζεις πολυτελή ζωή μέσα στη φτώχεια σου και θα περνάς σαν βασιλιάς. Δεν θα βρίσκεις μικρότερη ικανοποίηση στην ανέμελη ζωή του απλού πολίτη απ΄ όση θα έβρισκες στη ζωή του στρατηλάτη ή του πολιτικού ηγέτη ,αναφέρει στο “περί αρετής και κακίας”, ο αρχιερέας των Δελφών Πλούταρχος((101,D).

Η περιουσία του πατέρα της Βασίλως γκρεμίστηκε και χάθηκε, γιατί δεν ήταν χτισμένη  από θεία υλικά. Ήταν χώμα και στο χώμα  επέστρεψε.

      Αντίθετα η Βασιλική, με την αγνότητα της παιδικής της αγάπης, πάταξε τον δαίμονα  του αλόγιστου νου  που την καταδυνάστευε και έγινε πλούσια ψυχικά και πνευματικά, με τη χάρη του  Αγίου Πνεύματος. Πέρασε  με τον πατέρα Μιχαήλ πολλές δυσκολίες και  αναγκαστικά στερήθηκε πολλές από τις υλικές παροχές της πατρικής της οικογένειας. Ουδέποτε όμως αγανάκτησε. Ήταν τόσο ευτυχισμένη  όταν  αγκάλιαζε τον μικροκαμωμένο  άντρα της, που έκρυβε έναν τόσο μεγάλο  θησαυρό μέσα του, τον λογικό κατά Θεόν νου του,  άπειρες φορές πιο ψηλό από το  γήινο ανάστημά της. Ο έρωτας της ένθεης ζωής , με την αγάπη προς τον Θεό και τον πλησίον, μόνο στην αρετή και τη  σοφία του Θεού μπορεί να καταλήξει. Ναός Θεού εστέ και το πνεύμα Θεού οικεί εν υμίν , είπε ο Απόστολος Παύλος. Ο πλούτος και η δόξα του Θεού είναι απερίγραπτα και αιώνια.

Η Βασιλική ως πρεσβυτέρα, απηλλαγμένη από την προσκόλληση στα υλικά αγαθά, έμαθε να χειρίζεται με υπομονή, εγκράτεια, ταπεινότητα, πραότητα και ευγένεια, μέσα στο καλάθι της αγάπης της, τόσο τα θέματα με την οικογένεια της, όσο με την εκκλησία και την κοινότητα. Η κοινωνική της προσφορά ήταν ειλικρινής και αβίαστη, γι αυτό και αγαπήθηκε πολύ από  τους ενορίτες, που υπηρέτησαν μαζί με τον πατέρα Μιχαήλ , μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.  Ο έρωτας της ζωής της, ήταν ένα χρυσό στάχυ, που φύτρωσε μαζί της  , στον κάμπο της Βαλύρας ,για να την οδηγήσει με ανιδιοτελή  αγάπη, στοργή και αφοσίωση, στην οδό της σωτηρίας και της αιωνιότητας.

 

 

Ο Θεός μαζί σας!

 

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

Δεν υπάρχουν σχόλια: