Τρίτη 27 Ιουλίου 2021

Στρατής Τσιλίκας, το Όργανον της Τάξεως επί το Έργον

 Αφιερωμένο σε όσους υπηρέτησαν με ήθος, ως αγροφύλακες στη Βαλύρα

       Μετά τον Α΄Παγκόσμιο Πόλεμο , γεννήθηκε στη Βαλύρα ένας μελαχροινός φιλόπατρις  αγροφύλακας, με έντονη την αίσθηση του χιούμορ, που άλλον  όμοιο η Βαλύρα δεν γνώρισε. Γιατί πολλοί καλοί  αγροφύλακες υπηρέτησαν στο χωριό, αλλά τον  Στρατή, στην ευρηματικότητα και στο χιούμορ, δεν τον έφθανε κανένας! Όταν ο Αριστοτέλης έγραφε τα Φυσιογνωμικά  και περιέγραφε τον έντιμο, άξιο, αξιόπιστο, δυνατό και εχέμυθο άνδρα ,σίγουρα έναν  Στρατή της αρχαιότητας θα είχε υπόψη του, αλλά του μέγα φιλοσόφου τού  διέφυγε κάτι. Ήταν ένα ανεπαίσθητο γελάκι, κρυμμένο δεξιά, κάτω από το παχύ μουστάκι του  Τσιλίκα, που σήμαινε “θα σας τη φέρω   μπαγάσηδες”!

      Ο  Στρατής υπηρέτησε  ως αγροφύλακας στη Βαλύρα και  παραιτήθηκε   μετά το 1973, όταν διορίστηκε ο Μιχάλης Γκομέσης, εξ ίσου ένας ικανός  αγροφύλακας. Αντιμετώπισε πολλές και επείγουσες υποθέσεις στο χωριό, οι οποίες δεν είχαν βεβαία μεγάλη συχνότητα,   μπορεί να συνέβαιναν μια φορά τον χρόνο η καθεμία, αλλά ήταν τόσο ποικίλες ,που τον κρατούσαν διαρκώς σε δράση και συχνά τον  κούραζαν αφάνταστα. Γι αυτό, από τα νιάτα του,  προκειμένου να μην καεί όπως λέμε επαγγελματικά λόγω της κούρασης και της  φθοράς, είχε αναπτύξει ο υγιέστατος οργανισμός του μία ιδιότυπης μορφής άμυνα ,εντός του πλαισίου της πραγματικότητας, που μπορούσε να αποσοβήσει όλη την ένταση της εργασίας ,με μία έντονη αίσθηση του χιούμορ. Ο  Στρατής επί τον έργον ήταν χαμογελαστός, αισιόδοξος και αποτελεσματικός, σε τέτοιο βαθμό που σκανδάλιζε την ανεπάρκεια ορισμένων απαισιόδοξων     ή  πολύ νευρικών ατόμων γύρω του.

ΠΑΝ.ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ, ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΕΡΙΒΟΛΑΡΗΣ,ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΡΑΤΗΣ , ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΣΙΛΙΚΑΣ .

-Παιδάκι μου σου έκλεψαν το μπαστούνι και γελάς; Του είπε μια μέρα η  θεία του.

-Το όπλο είναι το πρόβλημα θειά, απάντησε ο  Στρατής. Γιατί αν κλέψουν το όπλο στο “όργανον της τάξεως”  είναι σαν να του  πάρουν το  βρακί και θα αναγκαστεί να καθίσει στο καβούκι του, σαν τη χελώνα.

Τελικά το μπαστούνι του Στρατή βρέθηκε στο σπίτι ενός μικρού παιδιού που τον θαύμαζε  και του το άρπαξε στη πλατεία , όταν πήγε να πληρώσει τον καφέ, γιατί ήθελε να γίνει  αγροφύλακας σαν κι εκείνον.

Η οικογένεια Τσιλίκα είχε ιστορία προσφοράς στη Βαλύρα. Ο πατέρας του Γιώργης  διέθετε τη μοναδική μηχανή αντλήσεως ύδατος με ρόδες, όπως αναφέρει ο καθ. Ιωάννης Λύρας στο ιστορικό του αρχείο για τη Βαλύρα, και χάρις σε αυτή άδειαζαν τα νερά που μαζεύονταν στα πόδια της γέφυρας του χωριού.

Ο  Στρατής ήταν η ασφάλεια και η παρηγοριά του χωριού, γιατί οι Βαλυραίοι αγρότες στηρίζονταν στον Θεό, στον παπά, στο δάσκαλο ,  στην αστυνομία και στον αγροφύλακα ,που τους φύλαγε τα κτήματα, τη βασική  τους περιουσία. Όμως, η προστασία που παρείχε με όλη του τη ψυχή ο  Στρατής ήταν μοναδική, γιατί πέρα από την επιβολή του νόμου είχε και ηθοπλαστικό χαρακτήρα, όσον αφορούσε τις νομικές  επεμβάσεις του.

  Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μια  μέρα που οι γονείς απουσίαζαν από τα σπίτια τους, γιατί είχαν πάει στο σχολείο του χωριού για να ψηφίσουν, πέντε από τα δεκατριάχρονα παιδιά σκέφτηκαν να αποδράσουν από το σπίτι και να χαρούν το ποτάμι, μεταξύ αυτών ήταν και ο Γιαννάκης, του Ρίκου Λινάρδου. Αφού κατηφόρισαν  προς  την όχθη της Μαυροζούμενας από το σημείο που σήμερα βρίσκεται το Γεωπονικό κατάστημα του Μακρή, λίγο πριν από τη γέφυρα του χωριού, πέταξαν όλοι τα ρούχα τους πάνω στις ανθισμένες δάφνες και όρμησαν στα δροσερά νερά, που τότε ήταν  πεντακάθαρα και μόνο ψαράκια είχαν. Ενώ κολυμπούσαν μέσα στη τρελή χαρά , παίζοντας και αστειευόμενοι μεταξύ τους, το μάτι του Σέρλοκ Χόλμ, ο οποίος έκανε έναν συνηθισμένο καθημερινό περίπατο για να δει αν όλα ήταν εντάξει στο ποτάμι, τους συνέλαβε.

-Για βγείτε όλοι έξω να συζητήσουμε, φώναξε ο  Στρατής.

Μόλις τον είδαν οι μικροί  πειραματιζόμενοι ,που δεν πρόλαβαν να απολαύσουν την  απόδραση της ημέρας, δεν ήξεραν πώς να κρύψουν τη γύμνια τους. Βγήκαν έξω  , προσποιούμενοι τους άνετους και χαλαρούς, σαν αν μην  συνέβαινε κάτι, κι αν συνέβαινε, αυτοί ήταν πάντως αθώοι, γιατί δεν το γνώριζαν!

-Γνωρίζετε ότι μπορώ τώρα να σας μαζέψω όλους και να σας πάω στο αστυνομικό τμήμα γιατί προσβάλετε τη δημόσια αιδώ;

-Όχι, απάντησαν, κάνοντας τους ανήξερους.

-Ο δάσκαλος και οι γονείς σας δεν σας έχουν  πει τίποτα γι΄ αυτό;

-Δεν το έχουμε ξανακάνει, απάντησαν όλοι μαζί.

Επειδή δεν το έχετε ξανακάνει, σήμερα θα μάθετε πώς είναι να προσβάλεις τη δημόσια αιδώ και τον εαυτό σου. Τα ρούχα σας κατάσχονται. Θα επιστρέψετε γυμνοί στα σπίτια σας.

-Μα, πήγαν να πουν , αλλά δεν πρόλαβαν.

Ο  Στρατής τους κοίταξε αυστηρά, άρπαξε τα ρούχα τους από τους θάμνους, τα στρίμωξε κάτω από την αριστερή του μασχάλη και φεύγοντας τους  διέταξε αυστηρά:

-Να περάσουν οι μανάδες σας από τα σπίτι μου να τα παραλάβουν, να τους τα ψάλω ένα χεράκι, που σας μεγαλώνουν σαν ξέφραγο αμπέλι!

Τα ρούχα βέβαια, εκεί έμειναν, στην αποθήκη της αυλής του  Τσιλίκα για χρόνια, γιατί οι μανάδες ντρέπονταν μετά το συμβάν, και καμία δεν πήγε να   παραλάβει  τη φορεσιά του  παιδιού της.

Οι νεαροί όμως, εκπαιδεύτηκαν κανονικά με τα δρώμενα που ακολούθησαν στη διαδρομή από το ποτάμι μέχρι το σπίτι τους. Εκείνος που είχε τις λιγότερες συνέπειες ήταν ο Γιαννάκης του Ρίκου, γιατί το σπίτι τους δεν απείχε πολύ από το ποτάμι. Με ένα τρέξιμο κατάφερε να φτάσει, μόνο δυο γιαγιάδες τον είδαν στο δρόμο, που δεν έβλεπαν καλά και δεν πολυκατάλαβαν τι είχε συμβεί. Οι υπόλοιποι έπρεπε να διασχίσουν τη πλατεία του χωριού για να φτάσουν στον προορισμό τους και βέβαια έγινε ο κακός χαμός, όταν όλοι , που είχαν επιστρέψει από το δημοψήφισμα έπιναν καφέ στη πλατεία. Άφησαν τις καρέκλες τους, σηκώθηκαν όρθιοι , έστρωσαν τα κοστούμια τους και άρχισαν να ρωτούν τι έπαθαν τα παιδιά.

Εκείνα καμπουριασμένα, με τα χέρια σταυρωμένα σαν Σεραφείμ εμπρός και τα οπίσθια  του διαβόλου σε δημόσια έκθεση,  μπροστά στους επίσημα ντυμένους Βαλυραίους, βάδιζαν γρήγορα ξυπόλυτοι ,παρασύροντας μικρά χαλίκια κάτω από τα  πόδια τους, καταϊδρωμένοι από την αγωνία και τη ντροπή, χωρίς να βγάζουν τσιμουδιά, και  παρακαλούσαν να φτάσουν γρήγορα στο σπίτι, γιατί δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τη καρδιά τους  που χτυπούσε ανεξέλεγκτα.   Η τιμωρία ήταν  μία αυστηρή λεκτική επίπληξη και ένα χαστούκι από τον πατέρα τους, γιατί θα μπορούσαν να τους  είχαν συμβεί μύρια κακά, αλλά το χειρότερο ήταν ότι ακολούθησε για  χρόνια σχολιασμός στη πλατεία και στους δρόμους του χωριού, όπως:

-Ποιος είναι αυτός;

-Αυτός είναι ο Νικολάκης του  Χασάπη, δεν τον θυμάσαι που πέρασε ξεβράκωτος από την πλατεία;

       Πέρασε καιρός για να τους φύγει η ρετσινιά  από το πρόσωπο, μέχρι που έβγαλαν γένια,  άλλαξε η φωνή τους, ανδρώθηκαν και έγιναν άλλοι άνθρωποι. Και βέβαια δεν  τόλμησαν ξανά να κολυμπήσουν γυμνοί στο ποτάμι, απλά το έκαναν άλλοι, εκείνοι που δεν  προλάβαινε  να  συλλάβει το μάτι του  αγγέλου-λαγωνικού του χωριού, του μοναδικού και ανεπανάληπτου  Στρατή Τσιλίκα και ιδίως όταν παραιτήθηκε από την αγροφυλακή.

Κι ενώ θα έπρεπε να ευχαριστήσουν τον   αγροφύλακα που τους δίδαξε τι εστι δημόσια αιδώς, του κράτησαν γινάτι, σαν ψυχή Μανιάτη ,με μαύρη βράκα και ντουφέκι ανά χείρας, και όταν ήρθε η κατάλληλη στιγμή  του οργάνωσαν μία ωραιότατη πλάκα.  Μια χρονιά , ανήμερα των Αγίων Πάντων ,  τηλεφώνησαν από την προηγούμενη, εκ μέρους  της οικογένειας του,  σε δέκα γειτονικά χωριά και ενημέρωσαν τους ιερείς ότι πέθανε ο  Στρατής , και τους ζήτησαν να παρευρεθούν στη κηδεία του. Και οι δέκα παπάδες δεν τον γνώριζαν, αλλά οι πέντε που τον ήξεραν και  τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα   ,   συγκεντρώθηκαν   δύο ώρες μετά τη πρωινή λειτουργία   στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου και περίμεναν να  έλθει το φέρετρο με τον αποθανόντα, για τη νεκρώσιμο ακολουθία. Ο παπάς της Βαλύρας κάτι υποψιάστηκε, γι αυτό έστειλε αμέσως τον διάκονο να βρει και να ενημερώσει λεπτομερώς τον  Στρατή. Μόλις το έμαθε ο   αγροφύλακας  , έδρασε τάχιστα. Έβαλε τον μισό του μισθό μέσα σε πέντε φακέλους  αλληλογραφίας γιατί του έλειπαν εκείνη τη στιγμή  οι κατάλληλοι λευκοί, πήρε κι αρκετά χρήματα για παν ενδεχόμενο, τα τοποθέτησε στην εσωτερική τσέπη της στολής του, και κατευθυνόμενος με βήμα γοργό προς την εκκλησία ,μαζί με τον διάκονο, σκεπτόταν στο δρόμο τι ακριβώς θα πει στους ιερείς για να μην αισθανθούν άσχημα και να διορθώσει τα κακώς κείμενα.

      Αφού χαιρέτησε και ασπάστηκε τη χείρα των πέντε πατέρων, τους ζήτησε συγνώμη για την παρεξήγηση και τους εξήγησε ότι ήθελαν να του κάνουν έκπληξη για τη γιορτή του και γι αυτό τους κάλεσαν, αλλά θα ανταμειφθούν σαν να πήγαν  σε κηδεία! Τους έκανε ένα πλούσιο τραπέζι στη πλατεία,    του ευχήθηκαν χρόνια πολλά  , εις υγείαν, ο Θεός να τον φυλάει από τους “καλοθελητές”,τους αντάμειψε δεόντως , εκείνοι τον ευχαρίστησαν , του είπαν ότι πέρασαν θαυμάσια, και  να το επαναλάβουν την επόμενη χρονιά!

Έτσι, αντί να πάθει κάποια ανεπανόρθωτη ζημιά ο  Τσιλίκας, εξασφάλισε τις ευλογίες ταυτόχρονα πέντε  παπάδων των γειτονικών χωριών, εις  πολλά έτη!

Μόλις το έμαθε το αντίπαλον δέος, δεν πειράζει είπαν, πλήρωσε  χρηματικό πρόστιμο και ησύχασαν.

      Ο φιλότιμος   αγροφύλακας  ξεγέννησε  προβατίνες αλλά και γυναίκες στα κτήματα, σε έκτακτες περιπτώσεις, συμφιλίωσε οικογένειες  και γείτονες με επικοινωνιακά  προβλήματα σε σχέση με περιουσιακά  ζητήματα, ηρέμησε γείτονες με  διαφορές  στα  σύνορα των κτημάτων τους,  έπιασε αρκετούς κλέφτες στους μπαξέδες και στον κάμπο του χωριού  ,  έδεσε με τα δεσμά του γάμου πολλούς “μπαγάσηδες” με εξωγαμιαίες σχέσεις, που τους συνέλαβε με άκρως  αστείο τρόπο στις καλύβες στα χωράφια,  λέγοντας “συλλαμβάνεστε, την ερχόμενη Κυριακή  περνάτε τη κουλούρα”,  και εξόρκισε την παρανομία και  το ψεύδος   στη μικρή κοινωνία  της Βαλύρας. Όταν   παρέδωσε τη σκυτάλη σε άλλα υπεύθυνα  χέρια, εκείνος άρχισε να το παίζει  αρραβωνιασμένος  και σε φάση διακοπών, με την γυναίκα του βεβαίως -βεβαίως!

      Το απογευματάκι, που έπεφτε  ο ήλιος, κρατημένοι χέρι χέρι  , έκαναν  έναν άκρως ρομαντικό  περίπατο, από το σπίτι τους μέχρι το ξωκκλήσι της Παναϊτσας, άναβαν το καντηλάκι, προσεύχονταν και επέστρεφαν στο σπίτι τους. Πολύ  χαιρόταν ο Στρατής με τα νιάτα και την ομορφιά, που του θύμιζαν τις δικές του παλιές,  ένδοξες εποχές, γι αυτό και χαιρετούσε στη διαδρομή όλες τις όμορφες κοπέλες του χωριού, όταν τις πετύχαινε στην αυλή του σπιτιού να ποτίζουν τα βασιλικά τους. Τη Ρένα, μια ομορφονιά στα Καυκουλέικα σπίτια ,  την είχε κόψει το μάτι του  Στρατή και σκεφτόταν, “να ήμουν νιος να σου έδειχνα”! Γι αυτό, όταν  μια μέρα πέρασε έξω από το πατρικό της ,δεν παρέλειψε  να της συστηθεί:

-  Στρατής Τσιλίκας, κι από  εδώ η αρραβωνιαστικιά μου, δείχνοντας τη γυναίκα του!

      Ο  Στρατής ποτέ δεν γέρασε, γιατί η ψυχή του ήταν σε ετοιμότητα, όπως όταν πρωτοανέλαβε τη θέση του  στην αγροφυλακή.

-Τι έγινε βρε παιδιά; Που βρίσκομαι, ρώτησε τον Κύριο η ψυχή του, γιατί ο  Στρατής απλά κοιμήθηκε και δεν ξύπνησε.

-Έχουμε πολλές δουλειές ,απάντησε ο  Θεός. Κάποιοι κολυμπάνε ξεβράκωτοι στη Μαυροζούμενα και το όργανον της τάξεως πρέπει να επέμβει!

-Πού είναι οι μπαγάσηδες να τους πιάσω, είπε ο   Στρατής κι εκεί έμεινε. Κανένας πλέον δεν του ξεφεύγει, στα μακάρια πεδία που αναπαύεται και χαίρεται η ψυχή του ,γιατί υπηρετεί τον Κύριο και τα όμορφα κορίτσια ποτίζουν τα βασιλικά τους, στις ανθισμένες αυλές της Βαλύρας.

      Ευλογημένο το χώμα που αναπαύει αυτόν τον καλοσυνάτο  αγροφύλακα, που υπηρέτησε με  πίστη στον Θεό  ,  και άφησε τα ίχνη του ήθους του, στη σκληρά δαμαζόμενη  Βαλύρα μας. Είθε οι νεώτεροι συνάδελφοί του, στον ευρύ αστυνομικό κλάδο, γεννήματα και θρέμματα του χωριού μας,    εκτός των άλλων ,να κληρονομήσουν την αισιοδοξία και το μοναδικό χιούμορ του!

 

 

 

Ο Θεός μαζί σας!

 

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

 

17/7/2021

 

1 σχόλιο:

Φάνης Α. Τσαπικούνης είπε...


ετσι 'κρατιοταν' η ελληνικη κοινωνια
σημερα εχει παραδοθει στην ασυδωσια

Φάνης