Σάββατο 3 Ιουλίου 2021

Ο εν Χριστώ Γάμος και η Λύτρωση της Ανιδιοτελούς Αγάπης

 Αφιερωμένο σ΄ εκείνους που   αγάπησαν πραγματικά

      Εάν ταίς γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπην δε μή έχω, γέγονα χαλκός ηχών ή κύμβαλον αλαλλάζον. Και εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν, και εάν έχω πάσαν την πίστιν, ώστε και όρη μεθιστάνειν, (μπορώ να μετακινήσω) αγάπην δε μη έχω, εις ουδέν ειμί,(είμαι ένα τίποτα), είπε ο Απόστολος Παύλος ( Α΄Κορ.κεφ. ιγ΄1-13 ) .  Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός  έδωσε εντολή να αγαπάμε  τον Θεό και τον πλησίον, επίσης  είπε  “αγαπάτε τους εχθρούς  υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων υμάς”( Ματθ.κεφ. Ε΄, 43-48). Γιατί τι ωφελεί να αγαπά ο κόρακας τον κόρακα κι ο τζίτζικας τον τζίτζικα, όπως λέγει και η αρχαία παροιμία; Εάν κάποιος πει ότι αγαπά τον Θεόν και τον αδελφόν αυτού μισεί, ψεύστης εστίν. Ο γάρ μη αγαπών τον αδελφόν όν εώρακε,(βλέπει)  τον Θεόν όν ουχ εώρακε(δεν βλέπει) πώς δύναται αγαπάν;   Αναρωτήθηκε ο Άγιος Ιωάννης. Ο μόνος τρόπος για να νοιώσετε το νόημα της ζωής είναι να βάλετε την αγάπη σας επάνω από τη λογική σας,  έγραψε ο Ντοστογιέφσκυ. Για αν συμβεί όμως αυτό πρέπει πρώτα να διαθέτουμε λογική και δεύτερο να γνωρίζουμε ν αγαπάμε  αληθινά.

      Ο Τύμφρηστος , έθεσε σοφά για την  αγάπη ορισμένες προϋποθέσεις:Αγάπη! Εσύ μόνη γεμίζεις χαράν και ηδονήν την ψυχή μας, εσύ μόνη είσαι όλων των αγαθών η πηγή,  εφ΄ όσον ευρίσκεται μαζί σου η αρετή, ομού μετά της σωφροσύνης . Διότι ένας άλογος νους πώς δύναται να αγαπήσει όταν πρωτίστως δεν έχει ανακαλύψει τον εαυτό του; Όταν δεν διαθέτει αρετή και σωφροσύνη;   Έχει πολλές  ποσοτικές και ποιοτικές διαστάσεις η αγάπη, εξαρτάται από το ποιος, πού ,πώς,  πότε, πόσο συχνά αγαπά ποιόν και γιατί, λαμβάνοντας υπόψη και αυτό που είπε ο Σπένσερ, όλα για την αγάπη και τίποτε για ανταμοιβή, δηλαδή τη διάσταση της ανιδιοτέλειας. Όμως η αγάπη δεν είναι ένα τεράστιο πρέπει. Όπως  ,για παράδειγμα, πρέπει να αγαπάω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου για να με θεωρούν τόσο η οικογένεια όσο και οι άλλοι γύρω μου σωστό πατέρα και σύζυγο, ενώ κατά βάθος το μόνο που θα ήθελα είναι να εξαφανιστώ από προσώπου γης και να ζήσω μόνος  , να απολαύσω ότι δεν έζησα στα στενά οικογενειακά και κοινωνικά πλαίσια. Αυτό είναι μία μορφή νεύρωσης. Όπως και το αντίθετο αυτού, δεν  σκέπτομαι καθόλου, όλους τους αγαπώ παρορμητικά σήμερα και αύριο αγαπώ κάποιους άλλους και ό,τι ήθελε προκύψει. Αυτό είναι μία μορφή παραποίησης της πραγματικότητας και οδηγεί στη ψύχωση, διότι απουσιάζει η κρίση του έλλογου νου και η   επαφή με το περιβάλλον. Η εσωτερική πηγή της αγάπης συνδέεται με τη ταπείνωση, τη καλοσύνη, τη πραότητα, τη διάκριση , τη πίστη και την ελπίδα, την αυταπάρνηση, την ανιδιοτέλεια και είναι θεία ευλογία όταν αναβλύζει  ως θείον ύδωρ  λύτρωσης και  ως φως  του Τριαδικού Θεού από την εσωτερική πηγή εντός μας. Είναι μία ύψιστη χάρη έλεγε ο Πετράρχης και ο Διονύσιος Σολωμός   μας άφησε μία δυνατή φράση: Αγάπα για να ζήσεις και ζήσε για να αγαπάς.

      Για να μην χαθούμε στο πέλαγος του ορισμού της αγάπης, ο γνώμονας  , ο χρυσός οδηγός μας είναι η αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο και όλο τον κόσμο. Μελετάμε πώς ο Θεός μας αγάπησε και μας αγαπά, για να αντλήσουμε διάκριση και σοφία και η αγάπη μας να έχει νόημα και ουσιαστικό όφελος προς αυτούς που απευθύνεται. Μόνο μέσα από το κατ΄ ομοίωση με τον Θεό και Πατέρα μας μπορούμε να αγαπήσουμε αληθινά.

      Μία από τις ιστορίες που με συγκίνησε ιδιαίτερα όταν την άκουσα για πρώτη φορά ,πριν  από 25 χρόνια, σε μία από τις Μονές Καλογραιών στην Βόρειο   Πελοπόννησο ,ήταν αυτή των τεσσάρων μοναχών και του  δασκάλου τους στο κατηχητικό, μετέπειτα Δεσπότη.

Πρόκειται για ένα αληθινό γεγονός  αποχώρησης από  τον κοσμικό βίο για την αγάπη του Χριστού και υπέρβασης, όσον αφορά την ανιδιοτελή αγάπη και προσφορά προς τον Θεό και τον πλησίον.

      Μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, σ΄ έναν ιερό ναό  των Βορείων Προαστίων της Αττικής, λειτουργούσε ένα κατηχητικό σχολείο. Δεν αναφέρουμε συγκεκριμένα ονόματα ,σεβόμενοι την ανωνυμία και ταπεινότητα των μοναχών και της Μονής τους. Παρακολουθούσαν τα μαθήματα του κατηχητικού σταθερά και με ζήλο τέσσερες   έφηβοι, ηλικίας 13 ετών τότε, οι οποίες      απεφοίτησαν  όταν ολοκλήρωσαν το γυμνάσιο, το αντίστοιχο σημερινό Λύκειο. Ο κατηχητής τους ήταν ένας  ευλογημένος διάκονος, θεολογικά καταρτισμένος, ο οποίος ανελλιπώς φρόντισε να τις εκπαιδεύσει και να τους  δώσει ,με άπλετη κατά  Θεόν αγάπη , ό,τι καλύτερο μπορούσε, βοηθώντας τες να διαμορφώσουν μία εν Χριστώ προσωπικότητα. Αυτό βέβαια ήταν και το πρόβλημά τους! Γιατί όσο  θεάρεστος ήταν ο διάκονος, όσο  προσπαθούσε να τις καταρτίσει, τόσο πιο πολύ τον ερωτεύονταν αυτές και δεν μπορούσαν να ζήσουν χωρίς την τακτική παρουσία του στη ζωή τους. Η εφηβική φαντασία τους οργίαζε, αγκαλιά κοιμόντουσαν και αγκαλιά ξυπνούσαν!

      Με την έκρηξη των ορμονών, αντιμετώπιζαν΄σημαντικά σεξουαλικά προβλήματα. Ονειρεύονταν ότι κάποια από όλες θα διαλέξει  εκείνος, κάποια δεδομένη στιγμή που θα μεγαλώσουν αρκετά ,και θα γίνει  σύντροφος της ζωής του.  Ο δάσκαλος του κατηχητικού   ήταν συναισθηματικά  συγκρατημένος, σεμνός και ταπεινός, αγαπούσε όπως ο Κύριος τις μαθήτριές του και αντιλαμβανόταν την κατάστασή τους. Τους έλεγε διακριτικά να κάνουν υπομονή, όταν περάσει η εφηβεία ο άνθρωπος αρχίζει να σκέπτεται πιο ώριμα και δρομολογεί άλλους στόχους στη ζωή του. Επίσης τους τόνιζε ότι θεάρεστη είναι η μητρότητα και θα ήταν ο πιο ευτυχισμένος δάσκαλος στον κόσμο, όταν θα μάθαινε στο μέλλον ότι οι αγαπημένες του μαθήτριες πρόκοψαν και έκαναν όμορφες οικογένειες.   Πέρασε η εφηβεία, αλλά  τα έντονα συναισθήματά τους προς  εκείνον δεν έλεγαν να    υποχωρήσουν. Επειδή ήταν όλες πολύ καλές μαθήτριες, πέρασαν οι τρεις στο πανεπιστήμιο και η τέταρτη, που ήταν ταλαντούχος  στη ζωγραφική,  εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα και στη συνέχεια  εξελίχθηκε σε μία καταπληκτική αγιογράφο.

     Δεν   παρακολουθούσαν πλέον μαθήματα στο κατηχητικό, όμως μελετούσαν επιμελώς την Αγία Γραφή  για να είναι  θεολογικά καταρτισμένες και ήταν τακτικές στην εκκλησία,  εκτός των άλλων και για να  συναντούν τον αγαπημένο τους δάσκαλο  , που εκείνη τη περίοδο εκφωνούσε το κήρυγμα του Ευαγγελίου κάθε Κυριακή κι εκείνες κρέμονταν από τα χείλη του και κρατούσαν ανελλιπώς σημειώσεις. Όσο όμως περνούσε ο καιρός και ο διάκονος δεν έλεγε να παντρευτεί,   άρχισαν ν΄ ανησυχούν. Τελικά  έμαθαν ότι ο δάσκαλός τους ακολούθησε τον μοναχισμό, έγινε αρχιμανδρίτης, δεν τον έβλεπαν πλέον συχνά και η ζωή τους γέμισε μιζέρια και μελαγχολία. Αφού ολοκλήρωσαν τις πανεπιστημιακές σπουδές τους, δεν ήθελαν με καμία δύναμη να παντρευτούν,αν και τα  συνοικέσια ήταν πολλά εκείνη την εποχή, γιατί δεν μπορούσαν να διανοηθούν να τις αγγίζει άλλος, πέρα από  το ίνδαλμα τους, που το είχαν ομαδικά ερωτευθεί.  Κάποια μέρα συζήτησαν μεταξύ τους με ειλικρίνεια για το πώς αισθάνονται, κατανόησαν ότι δεν υπάρχει μέλλον γι αυτές μέσα στον κόσμο, παράλληλα δεν ήθελαν να ζουν μακριά η μία από την άλλη, αφού  συμπεριφέρονταν περισσότερο σαν πολυαγαπημένες αδελφές μεταξύ τους. Γι αυτό, πήραν την τολμηρή απόφαση να εγκαταλείψουν τα εγκόσμια και όλες μαζί να προσπαθήσουν να βρουν έναν χώρο για να μονάσουν, όπως άλλωστε κι εκείνος!

      Μετά από πολλή και συστηματική έρευνα και με τη βοήθεια και του ιδίου του αρχιμανδρίτη τότε, αφού τον συνάντησαν στην εκκλησία και του ανακοίνωσαν με πολλή επιμονή την απόφασή τους, εκάρησαν μετά από έναν χρόνο μοναχές και  διέμεναν αρχικά χωρισμένες ,σε άλλους μοναστηριακούς  χώρους. Είχαν όμως πόθο να μονάσουν όλες μαζί. Στη συνέχεια  βρέθηκε ένα μισογκρεμισμένο Μοναστήρι, σ΄ ένα σημείο στη Βόρεια Πελοπόννησο. Δούλεψαν πολύ σκληρά μέρα και νύχτα, με όλες τους τις δυνάμεις. Ξεπέρασαν και τους άντρες στη σκληρή εργασία. Μία από τις αδελφές είχε σπουδάσει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Πειραιά και  ανέλαβε τη γενική διαχείριση του  Μοναστηριού. Η Ευδοκία, που ήταν ζωγράφος και αγιογράφος, όταν χτίστηκε ο μικρός ιερός ναός  στη Μονή, μόνο ένα μέρος του τρούλου χρειάστηκε να αγιογραφήσει ένας μοναχός από το Άγιον Όρος. Όλο τον   ναό  τον  ανέλαβε μόνη της και μας άφησε καταπληκτικές αγιογραφίες. Αυτό ήταν και το βασικό διακόνημα της.  Έμαθαν να ψάλλουν σωστά και λειτουργούσε η εκκλησία του Μοναστηριού καθημερινά. Πήγαινε   ένας ιερέας,  και ο αγαπημένος τους  αρχιμανδρίτης, όταν μπορούσε, και τις κοινωνούσαν. Ο κανόνας τους ήταν πολύ αυστηρός κι εκείνες αγόγγυστα τον τηρούσαν.

      Μελετώντας κάποτε, σε μία επίσκεψή μου στο Μοναστήρι ,τις αγιογραφίες της μοναχής Ευδοκίας, διαπίστωσα από τον συνδυασμό των χρωμάτων που χρησιμοποίησε ότι έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Το ίδιο όμως παραδέχονταν και οι άλλες μοναχές. Ήταν όλες  πολύ ευτυχισμένες. Ο αγαπημένος τους  αρχιμανδρίτης χειροτονήθηκε στη συνέχεια Δεσπότης και ανέλαβε υψηλά καθήκοντα.  Όμως ,   πάντα διακριτικά,  τις είχε υπό την προστασία  του και έχαιραν της αμέριστης υποστήριξης του. Αρκετές φορές, μετά από χρόνια, που είχε ο ίδιος προβλήματα υγείας, χρειάστηκε να τον περιθάλψουν στη Μονή και να τον φροντίσουν συστηματικά. Ιδίως η Ευδοκία, η οποία βίωσε σε υπέρτατο βαθμό την ανιδιοτελή και απηλλαγμένη από τα εγκόσμια , την κατά Χριστόν αγάπη , αφήνοντας πίσω της τον ρομαντισμό της εφηβείας της, αποδείχτηκε η πιο  θεάρεστη νοσηλεύτρια. Η Ευδοκία κάποτε, όταν είχε κατέβει πολύ ο αιματοκρίτης του Δεσπότη, λόγω της μεγάλης της αγωνίας ,μέχρι και συκωτάκια έψησε μια Μ. Παρασκευή για να τον ταϊσει! Κι εκείνος, ως επί γης Χριστός ,τη μάλωσε με   γλυκύτητα και δάκρυα στα μάτια,  ρωτώντας την πού είναι η πίστη της! Έκανε πολλές μετάνοιες η μακαρία Ευδοκία για να την συγχωρήσει ο Θεός και ουδέποτε  έκτοτε αστόχησε στη νηστεία.

       Από τις   ευλογημένες μοναχές έχω   έναν θησαυρό με όμορφες  αναμνήσεις, αλλά εκείνες που θα μου μείνουν αξέχαστες, είναι  οι συζητήσεις που  κάναμε τα καλοκαίρια περί αγάπης, πριν από τον Εσπερινό. Ήταν η περίοδος που η μοναχή Ευδοκία έφυγε από τη Μονή για να ακολουθήσει τον Δεσπότη  στη νέα του μητρόπολη ,στη Βόρεια Ελλάδα. Είχε   αναλάβει συστηματικά τη φροντίδα  της υγείας του, γιατί και οι δύο πλέον είχαν πατήσει γερά το σκαλοπάτι της γεροντικής ηλικίας.

      Οι “ ψυχούλες μου”, έτσι έλεγα τις   μοναχές, γιατί ήταν τόσο χαρούμενες , μέσα στα χαμόγελα και στη γλυκύτητα, ευτυχισμένες κοντά στον  Θεό, μ΄ ένα λαμπερό βλέμμα γεμάτο αγάπη, ανάλαφρες σαν μικρά παιδάκια, κάτι που σπάνια συναντάει κάποιος γύρω του, και ο λόγος τους ήταν  φωνή Κυρίου. Και τώρα, που το σκηνικό άλλαξε και σ΄ αυτή τη Μονή, και την έχει σκεπάσει ένα πέπλο σοβαρότητας, και αποστασιοποίησης ,θυμάμαι εκείνα τα χαρούμενα  καλέσματα και μου έχουν λείψει αφάνταστα. Κρατώ στα χέρια μου ένα βιβλιαράκι που μου χάρισαν κάποτε, όταν πήγαν εκδρομή στη Μονή Σινά και είμαι βαθύτατα συγκινημένη. Ποτέ μα ποτέ δεν θα ξεχάσω τα άγια τους πρόσωπα. Πολλές φορές αναρωτήθηκα, τόση αγάπη και φως Θεέ μου πώς χώρεσε μέσα στα ισχνά,  παρθενικά τους σώματα;

      Το δε Μοναστήρι, με τη φροντίδα και την αγάπη τους  έγινε ένας μικρός παράδεισος. Είχαν φέρει κάκτους από το εξωτερικό,   τους είχαν φυτέψει μέσα στη Μονή, σε  συνδυασμό με άλλα όμορφα άνθη,    έξω είχαν  έναν μικρό Εθνικό κήπο, έναν χώρο με  πάπιες, χήνες, κοτούλες, κοκόρια, φραγκόκοτες κι  ένα παγώνι. Είχαν και τους τάφους τους. Μία από τις αδελφές έθαψε τη μητέρα της εκεί για να μπορεί να φροντίζει τον μνήμα της καθημερινά. Μία άλλη εκ των αδελφών ήταν δεινή οδηγός. Έπαιρνε το φορτηγάκι τους και ανέβαινε στην Αθήνα, αγοράζοντας τα απαραίτητα . Επειδή πολλές φορές οι επισκέπτες  της Μονής ξεχνούσαν τα κλειδιά τους μέσα στο αυτοκίνητό τους, είχε μάθει η συγκεκριμένη αδελφή πώς να ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου μ΄ ένα σύρμα και  γρήγορες κινήσεις!

      Πολλοί τις επισκέφθηκαν,   τους οποίες εκείνες  επανέφεραν στον δρόμο του Χριστού.

Ένας νεόπλουτος κάποτε, έπιασε συζήτηση με μία αδελφή και ήταν γεμάτος έπαρση, αλαζονεία , εγωισμό και  υπερηφάνεια. Με το χρήμα του έλυνε και έδενε και όλοι ήταν υπό του. Η  δεινή οδηγός, όταν είδε ότι με τον τρόπο του βασάνιζε την αδελφή της και εκείνη με υπομονή και αγάπη τον ανεχόταν, πήρε  το σιδεράκι  της και ανυποψίαστα  άνοιξε την πόρτα στο αυτοκίνητο του. Στη συνέχεια άφησε και τις τέσσερες πόρτες διάπλατα ανοιγμένες. Μόλις πήγε εκείνος να φύγει ,έπαθε το σοκ της ζωής του.  Όταν διαπίστωσε ότι δεν του  έλειπε τίποτα, ρώτησε την  αδελφή:

- Αυτό συμβαίνει συχνά εδώ στη Μονή ;

-Πολλά συμβαίνουν του απάντησε εκείνη, ανάλογα με το τι έχει υπόψη του ο Θεός! Κάντε τον σταυρό σας που δεν σας λείπει τίποτα!

Ο συγκεκριμένος κύριος, με τη βοήθεια του Θεού και όχι με τη διάρρηξη του αυτοκινήτου του, άρχισε ν΄ αλλάζει, έγινε πιο σεμνός και πιστός και υποστήριξε οικονομικά τη Μονή στην πορεία.

 Ο δε Κύριος   τιμώρησε την αδελφή σε ενύπνιο, λέγοντάς της ότι η στάση της υπομονής και της ανοχής είναι θεάρεστη, όπως εκείνη της αδελφής της, γι αυτό εκείνη, αφού έκανε 300 μετάνοιες στο κομποσκοίνι της, δεν  τόλμησε ξανά ν΄ ανοίξει, χωρίς την παρουσία των ιδιοκτητών, καμία πόρτα αυτοκινήτου!

 

      Για μένα, η μία αδελφή  ήταν η Πίστη, η δεύτερη η Ελπίδα και η Τρίτη η Αγάπη. Και όλες μαζί τις κρατούσε η Ευδοκία του Κυρίου μας. Η Πίστη ήταν οι ακτίνες του ηλίου, όπως λέγει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος στον λόγο του περί Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης (Λογ.Λ΄, α).   Η Ελπίδα ήταν το φως του Ηλίου ,και η Αγάπη ο δίσκος του  που τις συγκρατούσε .Και όλον το δίσκο   κρατούσε η μακαρία Ευδοκία μέσα στα άγια χέρια της και τον αποθανάτισε πάνω στις θεόπνευστες αγιογραφίες της. Οι αδελφές αρίστευσαν στην Μονή, αφού κατόρθωσαν με αυταπάρνηση και αγάπη Θεού να δαμάσουν τα συναισθήματα , τις επιθυμίες της εφηβείας και τους μη θεάρεστους λογισμούς τους . Η σεξουαλική  ροπή της ανυποψίαστης κόρης   κατατροπώθηκε και  αναδείχθηκε  σε μία βαθιά , σταθερή και  ανιδιοτελή αγάπη για τον Χριστό και τον πλησίον, με έδρα τον φωτισμένο νου και την καρδιά και όχι τα κατώτερα κέντρα του ανθρώπινου σώματος.  Ήταν πλέον  η αγάπη της εγγράμματης κατά Θεόν μοναχής, που πορευόταν με τον Χριστό, τον Νυμφίο της εκκλησίας μας  εντός της.

      Πέρασαν τα χρόνια με υπακοή, ταπείνωση,  πίστη, προσευχή, μετάνοια, νηστεία της τροφής και των παθών , θεία διάκριση, και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου όπου όλες μπορούσαν πλέον να σηκώσουν το βλέμμα τους και να κοιτάξουν τον Δεσπότη τους χωρίς τις εφηβικές   ενοχές και τύψεις τους. Αμάρτησαν άθελά τους, αλλά δούλεψαν συστηματικά και μπόρεσαν πλέον να κατανοήσουν τι ήταν αυτό που τους  δίδασκε ο τότε διάκονος ,κατά τα εφηβικά τους χρόνια ,κι  εκείνες δεν μπορούσαν να το συλλάβουν. Η ψυχή τους ήταν πλέον φωτεινή , ο νους τους έλλογος και το σώμα τους εξαγνισμένο από την καλλιέργεια των αρετών του μοναχισμού.

      Ο Θεός έλυσε τα φοβερά και τρομερά δεσμά του κοσμικού βίου και μία απίστευτη ανακούφιση τις κατέλαβε. Επτά δαιμόνια αφαίρεσε από την Αγία Μαγδαληνή ο Κύριος και ο συγκεκριμένος Δεσπότης το πρώτο και το βασικότερο από τις μαθήτριες του στο κατηχητικό, τις άξιες  αδελφές του. Αφού πάτησαν γερά τα πόδια τους  στο πρώτο σκαλοπάτι, άρχισαν ν΄  ανεβαίνουν στην Κλίμακα του Αγίου Ιωάννου Σιναϊτου, για να συναντήσουν τη μεγάλη  και αιώνια   αγάπη, τον νυμφίο της εκκλησίας μας. Ο αγαπημένος τους Δεσπότης ήταν συνοδοιπόρος τους στη διαδρομή, καθώς κι εκείνοι οι άνθρωποι που τις πίστεψαν, ιδίως γυναίκες, που κάποιες εξ αυτών εκάρησαν μοναχές στο Μοναστήρι.

       Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τις σκεπάζει. Ήμουν πολύ τυχερή που ο Θεός μ΄ έφερε στο  μονοπάτι τους και  με οικοδόμησαν με  τις εμπειρίες του βίου τους. Ας  αγαπήσουμε αλλήλους όχι όπως εμείς νομίζουμε, αλλά όπως είναι αρεστό  στον Θεό.

  Ο Θεός μαζί σας!

  Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

  30η Ιουνίου, 2021

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: