Τετάρτη 25 Αυγούστου 2021

Μια Πεταλούδα στο Κουτί κι Οκτώ Σκαντζοχοιράκια

 Αφιερωμένο στη πανίδα της Βαλύρας

      Το σωτήριον έτος 1969 κι ενώ  είχε αρχίσει η τελευταία μας σχολική χρονιά στο Δημοτικό Σχολείο της Βαλύρας, διαπιστώσαμε ότι ο κατά τα άλλα ποιητής και ρομαντικός δάσκαλος μας κύριος Χρήστος ήταν και γητευτής φιδιών. Τι θέλαμε και τον είδαμε σε φωτογραφία μαζί με έναν φίλο του που  βαστούσαν δυο φίδια από τον λαιμό;  Έκτοτε δεν τον ξαναπιστέψαμε ,όταν κρατούσε γιασεμιά και μας τραγουδούσε του Διονυσίου Σολωμού “την είδα την Ξανθούλα”.

-Ποια Ξανθούλα φιδομάνα κύριε; λέγαμε και χαζογελούσαμε, ιδίως εμείς τα κορίτσια για να διασκεδάσουμε τον φόβο μας.

Από το αδιέξοδο μάς έβγαλε η συμμαθήτριά μας Κατίνα  , η οποία κατάφερε να πιάσει στους αγρούς μία μεγάλη πεταλούδα μέσα σε ένα πλακέ χαρτοκούτι ,από τα ματσάκια των κλωστών κεντήματος της μητέρας της,  στο οποίο είχε βάλει ζάχαρη .Δυστυχώς, η πεταλούδα δεν έζησε, αλλά έμεινε το θείο ένδυμά της ανέπαφο και μπορούσαμε να τη θαυμάζουμε για πολύ καιρό.  Παρατηρώντας μας, ένας τολμηρός  συμμαθητής μας είπε ότι κι ο δάσκαλός μας ήθελε να έχει το δέρμα του φιδιού  μέσα  στη γυάλινη θήκη να το βλέπει και να το θαυμάζει, όπως κι εμείς τη πεταλούδα. Από τότε μετριάστηκε η ένταση και στραφήκαμε σε άλλα έντομα και ζώα της πανίδας της Βαλύρας.

     Ένας  δημιουργικός  έφηβος, που  φρόντιζε ανελλιπώς για το χαρτζιλίκι του, μας περίμενε όταν τελείωνε το σχολείο, ιδίως κατά τον μήνα Μάιο και Ιούνιο και μας πωλούσε  έναντι μιας δραχμής μία χρυσόμυγα, δεμένη σε λεπτή, ανθεκτική κλωστή . Τεντώναμε τη κλωστή και καθώς τρέχαμε πετούσε η χρυσόμυγα και ήταν για μας το καλύτερο  παιχνίδι. Όμως, ερχόμασταν σε αδιέξοδο όταν φθάναμε στο σπίτι,  γιατί οι μητέρες μας τις έλυναν και τις άφηναν να πετάξουν ελεύθερες για να μη ψοφήσουν, αφού εμείς εγκλωβίσαμε το έντομο χωρίς να γνωρίζουμε πώς να το θρέψουμε και να το διατηρήσουμε στη ζωή, αυτή ήταν η συνήθης  δικαιολογία τους.

      Εκείνη την εποχή τα κατοικίδια ήταν γάτες και σκυλάκια, αλλά  δεν έμεναν μέσα  στις κατοικίες. Οι μητέρες μάς   άφηναν να τα φέρνουμε μέχρι την είσοδο του σπιτιού, το πολύ μέχρι την κουζίνα και αμέσως τα έβγαζαν έξω, γιατί ήταν πολύ καθαρές. Έστρωναν χασεδένια ασπροσέντονα με δαντέλες που μοσχοβολούσαν σπιτικό σαπούνι, γυάλιζαν τακτικά τα έπιπλα  του σπιτιού και “έγλυφαν” τη σκόνη στα πατώματα. Οι τρίχες και η οσμή  από τα κατοικίδια δεν ήταν επιτρεπτά. Το σπίτι ήταν διαρκώς στολισμένο, προσμένοντας τον απρόσμενο επισκέπτη και όλα ήταν επιμελώς σε τάξη. Όμως, οι αυλές του σπιτιού ήταν ελεύθερες και τα υπόγεια, οπότε εκεί υπήρχε  ευρύ πεδίο δράσης με τα  αγαπημένα  μας ζωάκια. Ο δε απρόσμενος επισκέπτης για μας μπορεί να ήταν κάποιος ποντικός που πιάστηκε στη φάκα στο υπόγειο του σπιτιού  , μια τεράστια αράχνη ανάμεσα στις παλιές πέτρες στα πεζούλια, η δεντρογαλιά της γειτονιάς και καμιά κουκουβάγια, που μετέφερε τηλεγραφήματα από το κοιμητήριο του  Αι Γιώργη για τους  επόμενους ταξιδιώτες.

      Το συναίσθημα που επικρατούσε ήταν να έχει ο καθένας  από εμάς τα παιδιά το δικό του αγαπημένο  κατοικίδιο, να είναι υπάκουο, γελαστό, παιχνιδιάρικο και να τρώει ευχάριστα το φαγητό του. Πολλά σκυλάκια μας παρηγόρησαν ,ιδίως όταν οι γονείς και οι δάσκαλοι μάς είχαν κάνει παρατηρήσεις και αισθανόμασταν δημοσίως ντροπιασμένοι. Μας έκαναν συντροφιά στις αυλές όταν διαβάζαμε για τα διαγωνίσματα και μας συνόδευσαν στους περιπάτους μας ,στα κτήματα στο κάμπο της Βαλύρας ,και στο βουνό. Μας παρηγορούσαν  στις ασθένειες μας και μας έφτιαχναν τη διάθεση όταν μελαγχολούσαμε, γιατί είχαμε μαλώσει με τα αδέλφια  ή τους φίλους μας.

     Εκείνος που πάντα κρατούσε μία έκπληξη για  όσα παιδιά ζούσαν στο Μπιζάνι στη Βαλύρα,      ήταν ο Δημητράκης   .Μετά από τον καθηγητή μας Γιάννη Λύρα, που ήταν μαζί με την παρέα του οι πρώτοι γητευτές φιδιών, ο Δημητράκης θα έλεγα ότι ήταν ο πρώτος εισβολέας στις φωλιές των αλεπούδων, των κουναβιών και των σκαντζοχοίρων. Βέβαια ,καμία αλεπού και κουνάβι δεν κάθισε να το πιάσει, έντρομα έτρεχαν να κρυφτούν, όταν  αφηνιασμένος εισέβαλε στη φωλιά τους με το μακρύ του χέρι,  αλλά τα νεογέννητα σκαντζοχοιράκια δεν είχαν μεγάλη δυνατότητα διαφυγής. Εκείνος τα μάζευε μέσα σε ένα σκεπαστό κοφίνι, στο οποίο είχε στρώσει αμπελόφυλλα και τα έφερνε στο παλιό παραδοσιακό πέτρινο σπίτι του στο Μπιζάνι. Μια χρονιά, στην αυλή του αρχοντικού     έγινε μεγάλη γιορτή, αφού τρέξαμε να προλάβουμε να υποδεχτούμε και να ταϊσουμε οκτώ   σκαντζοχοιράκια  . Το γλέντι βέβαια δεν κράτησε πάνω από δυο μέρες, γιατί ο νονός μου Κώστας, ο πατέρας του Δημητράκη φόρτωσε στον γάιδαρο τον  γιο του ,μαζί με τα ευρήματά του και τα επέστρεψε ακριβώς εκεί που τα βρήκε ,στις θλιμμένες  μανάδες τους, που τα αναζητούσαν εναγωνίως.

     Θυμάμαι ένας Μπιζανιώτης κυνηγός μας φώναξε μια μέρα να βγούμε έξω για να δούμε τι πουλιά έπιασε. Μόλις τα είδα σκοτωμένα πολύ λυπήθηκα και  τον ρώτησα  αν μπορούσε να πιάσει ένα ζωντανό να μας το φέρει να το δούμε. Εκείνος γέλασε και απάντησε ότι μόνο με το όπλο του μπορεί να τα πιάσει. Τότε πετάχτηκε ο  Δημητράκης και είπε με υπερηφάνεια ότι αυτός τα πιάνει ζωντανά! Κανένας δεν τον πίστεψε, μέχρι που παραφύλαξε και μας έφερε ένα σπουργίτι  για να το  παρατηρήσουμε από κοντά και μια άλλη φορά ένα περιστέρι, τα οποία απλά τα είδαμε,   στη συνέχεια τους  δώσαμε  ψίχα ψωμιού να φάνε.  Όταν διαπιστώσαμε ότι ήταν θυμωμένα και δεν μας εμπιστεύονταν να φάνε από τα χέρια μας ,τα ελευθερώσαμε αμέσως.

      Μια φορά ο Δημήτρης είχε πιάσει τρία  βατράχια και τα διατηρούσε ζωντανά σε μία στέρνα με νερό στην αυλή του σπιτιού  .  Έδωσε κι εμένα ένα μέσα σε έναν μικρό  τσίγκινο κουβά να το έχω στον κήπο  του σπιτιού μας, όπου σκεπτόμουν να το πω στον πατέρα μου ώστε να του φτιάξει μία μικρή λιμνούλα για να κολυμπάει. Για κακή μου τύχη, όπως πήγα να το δείξω στη θεία  Κατίνα    , στη γειτόνισσά μας, εκείνο ξαφνικά πετάχτηκε και έπεσε μέσα στο καζάνι της στην αυλή ,που  ζέσταινε νερό, στη συνέχεια  πήδηξε έντρομο έξω και χάθηκε στο βάθος του κήπου της, όπου πήγε να  γλιτώσει από το κακό που έπαθε. Από τότε ο βάτραχος απορρίφθηκε ως “ανεξέλεγκτος” από την προτίμηση όλων μας !

     Κάποτε παίζαμε με την Αλίκη, τη σκύλα  του παππού μου. Όταν έλειπε η γιαγιά τη βάλαμε και κάθισε σε μία πολυθρόνα , αφού τη τυλίξαμε με ένα άσπρο σάλι για να κάνει την κυρία και της προσφέραμε σοκολατάκι τυλιγμένο σε χρυσόχαρτο. Προς έκπληξή μας , η Αλίκη ξεδίπλωσε με τα μπροστινά της πόδια το χαρτί  σιγά σιγά και έφαγε το σοκολατάκι. Η συγκίνησή μας ήταν απερίγραπτη, αλλά δεν το μαρτυρήσαμε στη γιαγιά! Μία άλλη φορά η Αλίκη σκότωσε μία δεντρογαλιά και την έφερε στο τραπέζι της κουζίνας , για να την φάει ως μεζέ ο παππούς Γιώργος, που τον αγαπούσε πολύ.

     Μεγάλη χαρά κάναμε όταν ένας πλανόδιος έφερε σε ένα κλουβί έναν παπαγάλο στη πλατεία της Βαλύρας. Μαζεύτηκαν όλα τα   παιδιά του χωριού και μιλούσαν μαζί του.

Θυμάμαι ένα Πάσχα, όταν η νονά μου Καλλίτσα μου έδωσε τη λαμπάδα και το τσουρέκι  , ο Δημητράκης μού   έβαλε στη τσέπη μου κρυφά ένα μικρό αβγό, και μου έκανε νόημα να πάω να μου  δώσει οδηγίες προς ναυτιλομένους στην αυλή, χωρίς να μας καταλάβουν.

-Τι είναι; τον ρώτησα σιγανά.

-Είναι καρακαξάβγουλο, μου απάντησε.

-Αν το κρατήσεις κάτω από τη μασχάλη σου και είναι συνέχεια ζεστό , θα βγει σε έναν μήνα ένα μαύρο πουλάκι, το παιδί της καρακάξας!

-Πού το βρήκες; ρώτησα.

-Στον Μυλόλακκα, στα κυπαρίσσια μου απάντησε.

-Μα πώς; ρώτησα.

-Ανέβηκα  σε ένα κυπαρίσσι  που ήταν η φωλιά της καρακάξας και βρήκα αυτό το αβγό. Ευτυχώς που δεν είχε προλάβει να το φάει καμιά πεινασμένη δεντρογαλιά.

-Κι αν γεννηθεί  το πουλί θα μείνει μαζί μου, και θα τρώει κανονικά; ρώτησα.

-Βέβαια, μου απάντησε συνωμοτικά ο Δημητράκης.

Πήρα το αβγουλάκι, το έπλυνα και το ζέσταινα κάτω από τη μασχάλη μου.

-Τι έπαθες; ρώτησε έντρομη η μητέρα μου.

-Τίποτα είπα,  πονάει λιγάκι το χέρι μου.

Δεν έδωσε εκείνη τη μέρα ιδιαίτερη σημασία, αλλά μετά από δύο μέρες θορυβήθηκε ο πατέρας μου και καθώς κοιμόμουν, ήρθε κοντά μου να δει το χέρι μου και  μοιραία ανακάλυψε το αβγό μέσα στην αριστερή μασχάλη μου. Η τύχη του ήταν άδοξη, γιατί το έφαγε το καημένο η γάτα της γιαγιάς Μπουρίκαινας!

      Άλλη μεγάλη αγάπη είχαμε για το πουλάρι του παππού μου Γιώργου , όλα τα παιδιά στη Δημοσιά , στον δρόμο που οδηγεί προς τη Μεσσήνη. Του φτιάξαμε χαντρολαίμι με πενήντα μπλε χάντρες , το χτενίζαμε, του καθαρίζαμε τις τσίμπλες με άσπρη δική  του πετσέτα, μέχρι και ολοστόλιστη  εμαγιέ λεκάνη είχαμε για να του δίνουμε να πίνει νερό. Μια μέρα, το πουλάρι χάρηκε    και όρμησε κατά πάνω μας για να παίξει. Φοβηθήκαμε τόσο πολύ που από τότε το κοιτούσαμε εξ  αποστάσεως και αφήσαμε τη φροντίδα του αποκλειστικά στον παππού.

      Υπήρχαν  πολλά αδέσποτα σκυλιά τόσο στα κτήματα, ιδίως στο ποτάμι, στη Μαυροζούμενα, τα οποία βλέπαμε όταν πηγαίναμε να παίξουμε πιάνοντας με τη κόφα μας ψαράκια. Κάποτε    κατάφερα να  κρατήσω ζωντανές δύο μενίδες , για  τρεις μέρες, μέσα σε μία μεγάλη γυάλα. Στη συνέχεια η μητέρα μου   είπε ότι η γάτα της γιαγιάς Θοδώρας ευχαριστήθηκε που δεν τις θάψαμε κι ούτε τους κάναμε “μνημόσυνο για ζώα”, γιατί πεινούσε πολύ!

      Τον Μάρτιο του 2020 που επισκέφθηκα τη Βαλύρα,  κατηφόρισα προς τον Άγιο Νικόλα και πήγα να  δω τον παλιό μπαξέ του παππού μου  Ανδρέα. Προς έκπληξή μου με  περίμεναν απέξω δέκα  πεινασμένα αδέσποτα σκυλιά. Άλλαξα διαδρομή και επέστρεψα με τροφή για σκύλους. Στη Βαλύρα του 2021 υπάρχουν πολλά και όμορφα κατοικίδια. Πρόσφατα έλαβα μία ωραία φωτογραφία  με  μία υπέροχη σκυλίτσα τη Λούσι, η οποία  προσφέρει άπλετη χαρά στην ευρύτερη οικογένεια  της Διονυσίας και του Γιάννη στο χωριό.

      Τα κατοικίδια έχουν πολλά να προσφέρουν σε αυτή την αβέβαιη,  γεμάτη άγχος εποχή που διανύουμε ,  που μας ταλανίζει η ασθένεια και η καχυποψία για  τον συνάνθρωπο, τον οποίο τον βιώνουμε ως επίδοξο μεταφορέα του ιού της εποχής μας. Τα κατοικίδια  μόνο την αισιοδοξία  τους για τη ζωή μπορούν να μας μεταφέρουν και να μας θεραπεύσουν ψυχολογικά με την     υγιή συμπεριφορά τους. Γιατί αν και ήρθαν στη ζωή πάμφτωχα, μόνο με ένα μόνιμο ένδυμα από τον Θεό, δεν πάσχουν από αβεβαιότητα αν θα έχουν την επόμενη μέρα τροφή ούτε αν θα καταφέρουν να πληρώσουν τους λογαριασμούς και το δάνειο στη τράπεζα. Πάνω απ΄ όλα δεν καταδιώκουν το είδος τους και δεν αλληλοσκοτώνονται όπως οι “νοήμονες” άνθρωποι μεταξύ τους. Υπάρχουν,και συνυπάρχουν αρμονικά, ευχαριστώντας τον Παντοδύναμο Θεό για την ευκαιρία που τους έδωσε να ζήσουν, γι αυτό αποχωρούν από αυτή τη ζωή πολύ πλούσια σε  θεία δώρα.

Ας διαφυλάξουμε ,με όση ευθύνη μας αναλογεί ,αλώβητη τη πανίδα της Βαλύρας μας.     

Να χαίρεστε τα κατοικίδια σας!

 

 

 

Ο Θεός μαζί σας!

 

 

Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

 

23/8/2021

Δεν υπάρχουν σχόλια: