Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2021

Κατερίνη Μπουζαλά ,η Αείμνηστη Αηδών της Βαλύρας

 Αφιερωμένο στους  μουσικούς της Βαλύρας

       Η Κατερίνη Μπουζαλά παραμένει αλησμόνητη στη  μνήμη μας, γιατί το λαμπρό πέρασμα της από αυτόν τον μάταιο κόσμο ήταν γεμάτο από ανιδιοτελή προσφορά προς τον συνάνθρωπο.

Αξιοποιώντας τα μοναδικά θεϊκά της χαρίσματα, όπως την υπέροχη φωνή της, η οποία την ανέδειξε ως τη μοναδική και ανεπανάληπτη  τραγουδίστρια και μοιρολογήτρα της Βαλύρας, παράλληλα την ικανότητά της να προσφέρει υπηρεσίες μαμής στις γυναίκες του χωριού, την  κατέστησαν ένα από τα πιο αγαπητά και άκρως απαραίτητα πρόσωπα στο κοινωνικό υποστηρικτικό σύστημα των κατοίκων  του χωριού.

      Η Κατερίνη γεννήθηκε το σωτήριον έτος 1905 και  απεβίωσε ειρηνικά  και  χριστιανικά προς το τέλος της δεκαετίας του 1980.Από μικρή διακρίθηκε για τις μουσικές της ικανότητες, αφού από την πρώτη δημοτικού άφησε τον δάσκαλο στο  Δημοτικό Σχολείο της Βαλύρας   άφωνο, όταν του  τραγούδησε στο μάθημα της ωδικής  ένα μοιρολόι, που το είχε ακούσει κατά τις προηγούμενες μέρες στη κηδεία ενός  βρέφους, το οποίο έφυγε από τη ζωή άδοξα, λόγω αιμοφιλίας.

       Μέσα από το  μοιρολόι η παιδική ψυχή της Κατερίνης απέδωσε καλλίφωνα και μοναδικά τον σπαραγμό και την απόγνωση της   πικραμένης μάνας  του βρέφους  σε τέτοιο βαθμό,  ώστε   τα παιδιά   στη τάξη έβαλαν τα κλάματα και ζητούσαν τις μητέρες τους. Ο δάσκαλος δάκρυσε και δεν ήξερε αν έκλαιγε για το παιδί που χάθηκε τόσο πρόωρα ή για το μεγάλο ταλέντο που ανακάλυψε στο πρόσωπο της Κατερίνης. Η τάξη αναστατώθηκε και για να ηρεμήσουν οι μαθητές έκαναν διάλειμμα. Ο δάσκαλος   ζήτησε  στη Κατερίνη να τραγουδήσει κάτι χαρούμενο και παιχνιδιάρικο για να χαρούν όλοι και να γελάσουν.   Εκείνη έπαιξε  με τους συμμαθητές της  και τους τραγούδησε  το Βίρι Βίρι Λίτσα.

 

Βίρι βίρι Λίτσα

και πορτοκαλίτσα

έσπειρα κουκάκι

στο κολοκυθάκι

πήγε το μαϊμούδι μου

 και μου το μαϊμούδεψε

ποιον να πάρω ποιον να αφήσω

τον καλό μου ζαχαρήτο.

 

 Ο δάσκαλος γέλασε με την αθωότητα των παιδιών και η ζωή συνεχίστηκε.

      Μεγαλώνοντας η Κατερίνη δεν ήταν μόνο καλλίφωνη αλλά και πολύ όμορφη. Ήταν μελαχρινή,  με κανονικό βάρος, μέτριο  ανάστημα και χαρακτηριστικά αρχοντοπούλας. Αφού τελείωσε το Δημοτικό σχολείο, κλείστηκε στο σπίτι και ετοίμαζε τραγουδώντας τα προικιά της, ώσπου μια μέρα κτύπησε τη  πόρτα μία  κοπέλα του χωριού και είπε στη μάνα της Κατερίνης:

-Θεία, ο πατέρας μου πέθανε και δεν έχω άνθρωπο να τον κλάψει, στείλε μου το κορίτσι στο σπίτι.

Τι να κάνει η μητέρα της, έντυσε την Κατερίνη στα μαύρα, της τύλιξε κι ένα μαύρο τσεμπέρι στο κεφάλι και πήγαν μαζί στο σπίτι του νεκρού.    Οι άνδρες   ήταν σιωπηλοί και σκυθρωποί, δεν έκλαιγαν ούτε μοιρολογούσαν    για να μη φανεί η ευαισθησία τους, ενώ οι γυναίκες μοιρολόγησαν     γιο,  αδελφό,   πατέρα και σύζυγο,   ξεκινώντας από τη μάνα και   από την αδελφή του, την κόρη και τέλος   γυναίκα του νεκρού. Ήταν πολύ κοινωνικά σημαντικό   να φέρει η οικογένεια  μοιρολογήτρα, δηλαδή έναν ξένο άνθρωπο για να μοιρολογήσει τον νεκρό τους. Όταν άρχισε να μοιρολογεί   η Κατερίνη με την αγγελική φωνή της, όλοι κρεμάστηκαν από τα πρώτα ακούσματα από τα χείλη της. Εκείνη ήταν σε κατάσταση ψυχικής έκστασης και προσέθετε και δικά της λόγια.    Οι άλλοι έμαθαν σιγά σιγά και με την πάροδο των ετών τα λόγια της και τα τραγουδούσαν σε διάφορες περιστάσεις, αφού είχαν αφαιρέσει τα θλιβερά στοιχεία   των μοιρολογιών. Αυτό ήταν το εναρκτήριο  λάκτισμα.

      Από τότε η Κατερίνη, με συνοδό τον πατέρα της στους γάμους και τις βαπτίσεις ,και τη μητέρα της στις κηδείες  , ανταποκρινόταν ανελλιπώς σε όλα τα καλέσματα. Στους γάμους φορούσε λευκό τσεμπέρι και άσπρο μακρύ φόρεμα, καθώς και στις βαπτίσεις. Κάποτε, σε έναν γάμο ένας  μερακλωμένος θαυμαστής της, όταν η Κατερίνη τραγούδησε τον “Σγουρό Βασιλικό”   της έχωσε ένα  πεντακοσάρικο μέσα στον κόρφο .  Εκείνη αισθάνθηκε βρώμικη και της κόπηκε η φωνή.    Επέστρεψε τάχιστα τα χρήματα και πήγε  να πλυθεί . Ύστερα συνέχισε απτόητη το πρόγραμμά της. Εκείνος προσβλήθηκε και δεν δέχτηκε πίσω το πεντακοσάρικο. Κτυπούσε το κεφάλι του πάνω στο τραπέζι που δεν τον καταδέχτηκε.  Η Κατερίνη για να τον ηρεμήσει του είπε:

-Να εδώ ,στη τσάντα  στα πόδια μου να ρίχνετε τα χρήματα   να μην  με ακουμπάνε  , γιατί μου κλέβουν το δώρο που μου  έδωσε ο Θεός και δεν μπορώ να τραγουδήσω.

Ποτέ δεν  ζήτησε κάτι, της έδιναν όλοι ό,τι είχαν ευχαρίστηση. 

Ο Σγουρός Βασιλικός

 

Μάνα καλέ μάνα μ’ σγουρός βασιλικός

μάνα σγουρός βασιλικός πλατύφυλλος και δροσερός

μάνα καλέ μάνα μου ποιος τον πότιζε

μάνα μου ποιος τον πότιζε και τον εκορφολόγιζε

κι εκά καλέ κι εκά κι εκάμε κλώνους και κλαδιά

εκάμε κλώνους και κλαδιά και σκέπασε τη γειτονιά

κι εσκέ καλέ μάνα μ’ και εσκέπασε και μένανε

κι εσκέπασε και μένανε που μ’ έχει η μάνα μ’ ένανε.

 

     Η Κατερίνη παντρεύτηκε ένα πολύ καλό και εργατικό παλικάρι, τον Θανάση Μπουζαλά και ήταν μία αξιολάτρευτη σύζυγος και μητέρα. Πέρα όμως από το φυσικό ταλέντο της , έμελε να προσφέρει και ιατρικές υπηρεσίες στη Βαλύρα. Η σχεδόν  υπερήλικη μαμή  του χωριού, όταν δεν μπορούσε πλέον να εκτελέσει τα καθήκοντά της   , κάλεσε την αγαπημένη της Κατερίνη και της είπε:

-Κατερίνη μου, πέρα από τη καλή σου τη φωνή ,ο Θεός   μού αποκάλυψε στον ύπνο  ότι θέλει να προσφέρεις κι άλλο έργο, ζητεί  να γίνεις μαμή, για να σώζεις με τη βοήθεια του  τα παιδάκια και τις μητέρες που έχουν άμεση ανάγκη ιατρικής  υποστήριξης, όταν δεν προλαβαίνει τις γέννες ο γιατρός.

Μόλις το άκουσε αυτό η Κατερίνη  ανατρίχιασε ολόκληρη και απάντησε:

-Θα γίνω μαμή, όπως θέλει ο Θεός!

Από τότε παρακολουθούσε ανελλιπώς τη  δασκάλα της  και  εκτελούσε προσεκτικά και υπεύθυνα αυτό που της ζητούσε. Η γιαγιά μαμή  καθόταν σε μία αναπαυτική καρέκλα και η Κατερίνη ήταν επί το έργον. Κι όχι μόνο αυτό. Όταν γεννιόταν το  παιδί, το έπλενε τραγουδώντας και το καλωσόριζε  στον κόσμο μας, παραδίνοντάς το μουσικά στη μητέρα του. Μόλις η  ευλογημένη μαμή σιγουρεύτηκε ότι άφησε πίσω της τη κατάλληλη αντικαταστάτρια, παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο  τραγουδώντας , όπως την είχε   μάθει , τραγουδώντας μαζί της συχνά, η Κατερίνη!  Η νέα και πολύ προκομμένη μαμή ξεγέννησε αρκετές γυναίκες στα  κτήματα  στον κάμπο , και έφερε παιδιά στη ζωή πάνω σε καθαρά σακιά στα αλώνια για τις σταφίδες και  σε  λιόπανα , στους  τιμημένους ελαιώνες της Βαλύρας . Παρέδιδε  εγγυημένα το βρέφος στα χέρια  της μάνας του ,όταν δεν  προλάβαινε να  παρευρεθεί ο γιατρός, λόγω   σοβαρής προτεραιότητας και απόστασης.

      Όπου γάμος και χαρά η Κατερίνη πρώτη, αλλά και στις κηδείες. Δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει γλέντι σε σπίτι  στη Βαλύρα και να  απουσιάζει  η  μεγάλη αηδώς. Ακόμη και  ασθενής να ήταν, τη  βοηθούσαν οι άλλες γυναίκες να πλυθεί ,να στολιστεί, την κρατούσαν τέσσερες, αλλά η  Μούσα της Βαλύρας εκτελούσε υπέροχα το μουσικό της πρόγραμμα, κι όπως έλεγαν , “μεράκλωνε η Κατερίνη τον γαμπρό και έσπερνε πέντε παιδιά στη Βαλύρα”! Θυμόταν όλα τα παλιά τραγούδια του γάμου και τις χαράς, τα παιδικά νανουρίσματα, αλλά και   τα περισσότερα μοιρολόγια της Μεσσηνίας .

     Κάποτε, σε ένα σπίτι του χωριού μοιρολογούσε η Κατερίνη έναν  Νεορκέζο παππού, που έφυγε σε ηλικία εκατό ετών και άφησε πίσω τη χήρα του , η οποία ήταν κατά 35 χρόνια νεώτερη του. Κάποια στιγμή , ένας  σκόνταψε πάνω στο κιλίμι που ήταν στρωμένο στο δάπεδο και προσπαθώντας να κρατήσει το σώμα του όρθιο μετακινήθηκε λίγο ο νεκρός και έπεσε κάτω το δεξί του χέρι . Μέχρι να καταλάβουν τι έγινε στο μισοσκόταδο, νόμισαν ότι ο νεκρός κινήθηκε από μόνος του! Κάποιος, που αγαπούσε τη χήρα και ήταν πολύ χαρούμενος  , γιατί  επιτέλους θα  έμενε ελεύθερη και θα άνοιγε η τύχη του, συμπέρανε ότι η Κατερίνη   παραλίγο να αναστήσει  τον  πεθαμένο με την  αγγελική της φωνή και είπε:

-Κουράστηκε η Κατερίνη, να πάει στο σπίτι της να   κοιμηθεί για να είναι φρέσκια αύριο και σεις μη κλαίτε και   ενοχλείτε τον νεκρό,   να τον  παρακολουθείτε  σιωπηλά, μέχρι  να τον θάψουμε!

    Πέρα όμως από όλα αυτά , η Κατερίνη ήταν  μία πολύ καλή αγρότισσα. Είχε   ένα κτήμα με καλύβα στις Γανιές, κοντά στη γέφυρα της Μαυροζούμενας, το οποίο καλλιεργούσε μόνη της, μετά τον θάνατο του άνδρα της. Το σώμα της ήταν  γερό ,  όσο για το περπάτημα και  τη μυική δύναμη ήταν πρώτη.  Έπιανε μεγάλα ψάρια στη καλαμωτή της στο ποτάμι και συχνά διανυκτέρευε στη καλύβα, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Ο μόνος σύντροφός της ήταν το γαϊδουράκι της, το οποίο την εξυπηρετούσε αδιαμαρτύρητα, αν και υπερφορτωμένο. Όμως κι εκείνη το λάτρευε. Το τάϊζε στο στόμα τραγουδώντας του:

Ο Ποταμός έχει λαλιά

κι η πέτρα κυπαρίσσια

της Κατερίνης το παιδί

βαδίζει πάντα ίσια.

  Όλοι τη θαύμαζαν γιατί εργαζόταν σκληρά και ακούραστα σαν άνδρας. Κάποτε την πλησίασε στο κτήμα ένας θαυμαστής της, εκμεταλλευόμενος τη κατάστασή της που ήταν  μόνη, φτωχή και  χήρα.  Ο Θανάσης, συνονόματος του άνδρα της ,τη φλέρταρε έντονα λέγοντας:

-Κατερίνη, είσαι μεγάλη αηδώς, είσαι η Ντίβα της Βαλύρας.

Η Κατερίνη κατάλαβε τον σκοπό του, τον κοίταξε κατάματα ,και αφού έμπηξε με δύναμη την αξίνα  στη γη του απάντησε:

-Δεν είμαι η Κατερίνη, είμαι η Κατερίνη Μπουζαλά που γαμεί και δέρνει! 

Η Κατερίνη αντιμετώπισε τη φτώχεια της μεγαλόψυχα, με υπομονή και βαθειά πίστη στον Θεό, χωρίς να λερώσει το στεφάνι της, όπως έλεγε.

       Όταν τα παιδιά της είχαν μεγαλώσει και αποκατασταθεί ,έμεινε μεν η οικογενειακή   φωλιά άδεια, αλλά η Κατερίνη    τη μοναξιά  δεν την ένιωσε  στη καρδιά της. Δεν την άφηναν να ανασάνει οι άνθρωποι του χωριού, ήταν γενικώς περιζήτητη. Δεν προλάβαινε ούτε καν να σκεφτεί και να αισθανθεί ότι   ζούσε μόνη, γιατί δεν άρχιζε κανένα γλέντι ή οικογενειακό μοιρολόι αν δεν είχε πρωτίστως  παρουσιαστεί εκείνη,   για να  ξεκινήσει το εορταστικό πρόγραμμα ή αντίστοιχα το τελετουργικό  του θρήνου. Συνήθως της ζητούσαν να τραγουδήσει  8 έως 10 τραγούδια ή να πει άλλα τόσα μοιρολόγια, που  γνώριζαν οι περισσότεροι στο χωριό ,άλλα αυτή είχε μάθει  πολλά   και τους  μυούσε σε άγνωστα μουσικά μονοπάτια, μέσα από   παλιά  ακούσματα των  προγόνων μας. Ποτέ δεν παρέλειπε να τιμήσει τραγουδώντας τον γαμπρό , τη νύφη, τους κουμπάρους, τα πεθερικά, τα αδέλφια και από τις δύο πλευρές, τους ανύπαντρους, αλλά και τη παρουσία του Θεού στο γαμήλιο γλέντι.

      Της άρεσε να υμνεί τον Θεό και να ευλογεί τον άρτο με ψαλμούς, ιδίως όταν έψηνε ψωμί στην αυλή  του σπιτιού της. Μια μέρα ,πέρασε ένας από τους ψάλτες του χωριού, στάθηκε εμπρός στην εξώπορτα  του αυλόγυρου και την άκουσε προσεκτικά. Στη συνέχεια έκανε τον σταυρό του και με την πρώτη ευκαιρία μίλησε στον ιερέα του χωριού.

-Η Κατερίνη   εξήγησε στον παπά, έχει τον Θεό μέσα της, ψέλνει σαν άγγελος. Να της προτείνω να έρχεται να ψέλνει στην εκκλησία; ρώτησε ο καταγοητευμένος ψάλτης.

-Απαγορεύεται του απάντησε ο ιερέας να  είναι στο ψαλτήριο γυναίκες, ιδίως η Κατερίνη, που την κοιτάζουν οι άνδρες και  τους καταλαμβάνει ο δαίμονας!

-Μα η Κατερίνη είναι σεμνή, δεν βγάζει το μαύρο τσεμπέρι   από το κεφάλι της , και το μακρύ φουστάνι.

-Και μόνο το όνομα της να ακούσουν αυτοί  μερακλώνονται. Στο πρόσωπό της βλέπουν  και ονειρεύονται  ό, τι ποθούν  και δεν έχουν!

      Την περίοδο που η Κατερίνη ήταν προς το γήρας της, επισκέφθηκε το χωριό ένας  ξένος από την Αθήνα. Έκανε διακοπές στη Μεσσηνία και πέρασε  από τη Βαλύρα. Μόλις άκουσαν στο καφενείο της πλατείας του χωριού ότι είναι μουσικός ,τού πρότειναν  να μην φύγει προτού γνωρίσει τη Κατερίνη.  Εκείνη δέχτηκε ευχαρίστως  ,κατηφόρισε από το Μπιζάνι και τον  οδήγησε στο σπίτι της. Κάθισαν    κάτω από τη φουντωτή  λεμονιά της, του έδωσε ένα κλαδί  μυρωδάτο βασιλικό από τις γλάστρες της,  τον κέρασε    αχλαδάκι γλυκό   με κρύο νερό, και  του τραγούδησε    ένα  γαμήλιο άσμα κι ένα μοιρολόι. Εκείνος μαγεύτηκε από τη μελωδία , τον ρυθμό , την άψογη εκτέλεση και τη μοναδικότητα της  φωνής της και δεν πίστευε στα αυτιά του .

-Θεία Κατερίνη, γιατί άφησες  το ταλέντο σου να χαθεί και δεν  το αξιοποίησες; Θα μπορούσες να είσαι τώρα διεθνώς γνωστή, της  είπε ο μουσικός εντυπωσιασμένος.

-Τι λες παιδάκι μου, του απάντησε. Ξέρεις πόσους νεκρούς  κλάψαμε; Δυο πολέμους   περάσαμε και τον εμφύλιο, άσε εκείνους που φεύγουν από αρρώστιες και τους άλλους που τους παίρνει ο  χάρος νέους και ο χρόνος στα γεράματα. Ποιος θα πάντρευε στο χωριό τους νέους και θα τιμούσε τις βαπτίσεις;   Ξέρεις πόσα παιδιά θα πέθαιναν μαζί με τις μανάδες τους στα κτήματα;

-Ναι, αλλά παρέμεινες φτωχή και άσημη. Μετράς τα ψιλά για να δεις αν έχεις να  αγοράσεις ψωμί.

-Το ψωμί το ψήνω μόνη μου  του απάντησε , μου φθάνει και περισσεύει και για  τους  γείτονες, και συνέχισε: Μπουκιά να μη βάλω στο στόμα μου, δεν πειράζει. Κι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος μέλι και ακρίδες έτρωγε , αλλά ο Θεός τον έτρεφε.

Ύστερα τον κοίταξε  κατάματα, τον πλησίασε,   έπιασε το χέρι του και του είπε:

-Άκου τούτο από μένα τη φτωχή και γρια για να με θυμάσαι.

     Μια φορά, σε έναν γάμο με γέμισαν εκατοστάρικα. Μόλις άνοιξα την τσάντα μου στο σπίτι  χάθηκα το μέτρημα. Πώ! Πώ! Λεφτά με το τσουβάλι είπα, τα  έβγαλα έξω και χαμογέλασα. Καθώς σκεφτόμουν τι να τα κάνω, βράχνιασα χωρίς λόγο και δεν έβγαινε η φωνή μου. Τότε θυμήθηκα τον Θάμυρι, που ήταν υπερήφανος  μουσικός από τη Θράκη . Ήρθε στα μέρη μας στα αρχαία χρόνια και ήθελε να  νικήσει τις μούσες γιατί  πίστευε   ότι ήταν καλύτερος  στην θεία τέχνη της μουσικής από αυτές. Εκείνες τον τύφλωσαν, έχασε τη φωνή του και έπεσε η λύρα του στη Μαυροζούμενα. Αυτό θα πάθω σκέφτηκα κι εγώ, γιατί από υπερηφάνεια και αγάπη για τα υλικά πράγματα δεν θα με εμπιστεύεται πλέον ο Θεός. Θα  με εγκαταλείψει ,  θα μείνω μόνη με τους δαίμονες του χρήματος,  δίχως το χάρισμα που μου έχει δώσει  ο Δημιουργός, και θα κλαίω η άμυαλη τη μοίρα μου. Τι να κάνω, τι να κάνω σκεφτόμουν όσο δεν γύριζε η φωνή μου, ώσπου όταν κοιμήθηκα ονειρεύτηκα ότι ζύμωσα πολλά ψωμιά, τα μοίρασα στους φτωχούς και πήγα πέντε άρτους στην εκκλησία.

Το πρωί που ξύπνησα ήμουν χαρούμενη και αυτό ακριβώς έκανα. Για τρεις συνεχείς μέρες ζύμωνα , έψηνα και μοίραζα. Τη τρίτη ημέρα πήγα τους άρτους  στον παπά.  Κατά την επόμενη ημέρα , όταν επέστρεψα από την εκκλησία στο σπίτι, τραγουδούσα σαν αηδόνι. Κατάλαβες παιδί μου;  Δεν με εγκατέλειψε ο Θεός!  

    Έτσι έφυγε η Κατερίνη από  τούτο τον μάταιο κόσμο, σαν το αηδονάκι στο κλαδί. Κι αν ποτέ   ακούσετε  το τραγούδι της,  στα ήσυχα μονοπάτια και στις ράχες της Βαλύρας ,κάνετε τον σταυρό σας και αφήστε   μια μπουκιά  λειτουργιά, για  να   χαρεί η ψυχή της ,που   δεν ξέχασε η  Βαλύρα  τη Μούσα  της. 

 “Γαμπρέ μου σε παρακαλώ

μια χάρη να μας κάνεις

το άνθος που σου δώσαμε

να μη μας το μαράνεις”.

  Ο Θεός μαζί σας!

 Ευθυμία Η. Κοντοπούλου

 31/8/2021

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: